Οδοιπορικό στην Καρβάλη. Το βιλαέτι του Ικονίου. Μια χαμένη πατρίδα….(φωτογραφίες)

0

Ξεύρω τι σκέφτεσαι. Πως είναι αβίωτος τούτος ο ερημότοπος. Πως τον εκατοικούνε μοναχά αγρίμια κι εφιάλτες. Δω που τα λέμε, δεν έχεις κι άδικο πολύ -με δυσκολία μεγάλη φυτρώνει κάνα δέντρο, πολλώ δε μάλλον άνθρωπος.

Μα να το θυμάσαι πως ακόμη και το μέρος το πιο τραχύ κι αγέλαστο, υπάρχει μια λέξη πούρχεται και το ευφραίνει. Που κάμνει την άκληρη έρημο να μοιάζει με μάνα πολύστοργη. Που κάμνει τ’άνυδρα φαράγγια να μοιάζουν μ’αγκαλιές μυροδροσάτες. Που κάμνει τ’ αχρείαστο να μοιάζει αναγκαίο. Και τ’απελέκητο, μ’έργο σπάνιας καλλιτεχνίας.

Πατρίδα, είναι η λέξη. Πατρίδα. Κι όπως όλες τις σημαντικές λέξεις στη ζωή, έτσι κι αυτή, σαν την δακρύσεις μόνο θε να την εκαταλάβεις. Όπως εμείς την εδακρύσαμε. Όπως εμείς.

Μέρος πρώτο: Η Μονή

Αν έπρεπε οι τόποι νάχουν μία αρχή, ετούτο το σκαρφάλωμα είναι η αρχή ετουτουνού.

Νάχει το νου του πρέπει κανείς για ν’ανέλθει τα λαξευμένα σκαλοπάτια. Γιατί είναι έτοιμα να υποχωρήσουν σε κάθε βήμα. Κι ο άτιμος ο άνεμος πούρχεται απ’ολούθε, σκοπό του έχει βάλει θαρρείς να σε κρεμνίσει.

Απάνου στο βράχο στέκει το κουφάρι της Μονής της Αναλήψεως.

Μία εκκλησιά κατάμονη.

Στερημένη τα πορτοπαράθυρά της, τις εικόνες της, τους πολυελαίους, τη λαλιά και την αντίληψή της. Σαν τη ρωτάς να σ’απαντήσει, μήτε που ξεύρει πια ν’ορμηνέψει την καταγωγή της -ποια είναι και ποιες συγγένειες είχε.

Αλλά θα σου τα πω εγώ που τα θυμάμαι. Προορισμένη από τον Ιωάννη Παντελεημονίδη ήταν να γίνει ιερατική σχολή. Χτισμένη απάνου στον βράχο, καταμεσίς στις ερημιές. Για να μπορεί ν’ακούει πιο εύκολα το Θεό και τα κελεύσματά του.

Κι ήρθαν μετά άνθρωποι ξένοι κι ήρθαν μετά καιροί πολλοί. Και την απάλλαξαν εντελώς από τη μνήμη της. Όλα της τα σβήσαν.

Και χάσκει τώρα περιμένοντας βουβή μια οριστική δύση να την ελυτρώσει. Ένα τέλος λυτρωτικό στο βάσανό της.

Δίπλα στην εκκλησιά στέκουν γυμνοί οι κοιτώνες. Ορφανεμένοι κι αυτοί από την πάσα χρήση. Ουδέποτε έγινε ιερατική σχολή, εδώ απάνου.

Ανασκουμπώνομαι κι ακολουθώ το διάδρομο. Μόνο τα βήματά μου ακούονται, κραυγές πουλιών κι ο άνεμος. Να με σφυροκοπάει, σα να θέλει να με διώξει. Σα να μ’εμποδίζει να ιδώ αυτό για το οποίο ήρθα.

Παγωμένα κι άδεια δωμάτια κοιτούν χωρίς να βλέπουν τ’άγριο τοπίο. Μα δεν υπάρχει τίποτις ν’αναζητήσεις εδώ. Μόνο θλίψεις. Μόνο πέτρες.

Κι όμως, σαν φθάσεις στην κορφή τ’υψώματος ξαπλώνεται μπροστά σου μια λίμνη. Και πίσω της, ο κόσμος όλος.

Μέρος δεύτερο: Η Καρβάλη

Γκέλβερι το λέγαν οι Τούρκοι το μέρος μας. Καρβάλη ονομαζόταν για τους δικούς μας τους προγόνους. Στο καϊμακαμλίκι του Ακσεράι ανήκαμε. Στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης, στο βιλαέτι τ’ Ικονίου. Εδώ στη γη της Καππαδοκίας, στην Κεντρική Μικρασία.

Δύο με τρεις χιλιάδες Έλληνες κατοικούσαμε το Γκέλβερι. Τουρκόφωνοι ήμασταν οι πιο πολλοί. Μα Έλληνες. Το έβλεπες στα έθιμα και στις συνήθειές μας. Το έβλεπες στον τρόπο που γράφαμε τις τούρκικες λέξεις, χρησιμοποιώντας αλφάβητο ελληνικό. Το έβλεπες στην πίστη μας. Στους γάμους, στα βαφτίσια μας, στους αγιασμούς, στις λειτουργίες μας.

Και Τούρκους είχαμε καμπόσους. Για αιώνες ζούσαμε μονοιασμένοι κι είχε ο καθείς τη δική του τη βολή. Απλοί άνθρωποι ήμασταν, μα φαίνεται πως τέτοια μονοιάσματα, άνθρωποι σαν εμάς τα χειριζόμαστε πιο γνωστικά κι από τους μορφωμένους. Με τον καιρό, σβήνει κι ο φόβος και το μίσος. Με τον καιρό απλώνει λίγο το χέρι ο ένας, λίγο ο άλλος και πιανόμαστε.

Εμπόριο κάμαμε και με μικρές βιοτεχνίες ασχολιόμασταν. Πλούσιο μέρος δεν υπήρξαμε ποτές. Η γη μας δεν στάθηκε ουδέποτε γενναιόδωρη με τα του λόγου μας.

Εξού και πριν από καιρούς, το 18ο αιώνα, πολλοί σχωριανοί μας Καρβαλιώτες μετανάστευσαν στην Πόλη για νάβρουνε την τύχη τους.

Κάποιοι εξ αυτών γυρίσανε φτασμένοι και με τις τσέπες τους γιομάτες.

Και χτίσανε όμορφα σπίτια, δίπατα. Με αυλές και με μπαλκόνια.

Με όμορφες προσόψεις και με θεόρατες πόρτες.

Μ’επιγραφές που σμίλευαν οι κτήτορές τους.

“Κύριε φύλαξον τούς εν’αύτη, 1892 Μαϊ 4”. Σοφή ευχή, καλή ευχή.

Δεν έπιασε ωστόσο.

Έτος; Χίλια οκτακόσια τόσο. Μήνας; Ιούλιος. Μόνο οι ημερομηνίες έχουνε ξεμείνει στην κεφαλή της πόρτας για να θυμίζουνε τα τότες. Και για να ξεκαθαρίζουν τα ποιουνού.

Χορταριασμένα είναι πια τα περσσότερα από τα σπίτια μας.

Κλειδαμπαρωμένες οι αυλόπορτές τους.

Δωμάτια που κάποτες έσφιζαν από ζωή, είναι τώρα ρημαγμένα. Κι έχουν επιστραφεί πίσω στη φύση. Που τα κυριεύει, σβήνοντας τα σημάδια της απονιάς.

Να ψάχνει κανείς ίσιο δρόμο στην Καρβάλη, μάταιο μοιάζει. Μόνο ανηφοροκατηφόρες θα βρει στο διάβα του. Και στριφογυρίσματα. Όλα με έναν τρόπο κρέμονται, σαν εργόχειρο κεντημένο απάνου στα βράχια.

Ένα εργόχειρο καμωμένο με πόνο αιώνων. Πρώτα ήρθαν οι Άραβες. Ύστερα οι Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί. Ακρίτες ήμασταν, οι πρώτοι χαμένοι πάντα. Μυστήριο θάμα η επιβίωσή μας, μήτε μπορώ και να στο εξηγήσω. Ίσως που ήμασταν πολλοί σ’ετούτη την κωμόπολη. Ίσως που μείναμε μαζί. Μία κοινότητα συμπαγής κι αποφασισμένη.

Όταν επέστρεψαν εδώ οι Καρβαλιώτες απ’την Πόλη, αρχίνισαν ν’αγοράζουνε τη γη. Αλλάξανε οι όροι και πέρασαν σύντομα οι Τούρκοι στη δούλεψή μας. Τέτοια ήταν η δύναμη και η ισχύς μας εδώ που και τους νόμους τους Οθωμανικούς, τους αψηφάγαμε.

Κι εκκλησίες χτίσαμε και ελληνικά σχολεία. Και συλλόγους και συντεχνίες. Ένας Ελληνισμός άλλος απ’αυτόν που έχεις μάθει και συνηθίσει. Ασιατικός. Μία άλλη ποιότητα. Μία άλλη εκδοχή.

Κι ύστερα; Ναι, ήρθαν τα ύστερα. Τόχαμε μάθει πως έγινε μέγα κακό στη Σμύρνη. Τόχαμε μάθει. Πέρασαν όμως μήνες για νάρθει σε μας το χουνέρι. Μήνες που δεν ελπίζαμε, που υποθέταμε, που συλλογιόμασταν. Μέχρι το 1924 που ήρθαν και μας ανακοίνωσαν πως θα γίνει ανταλλαγή. Ναι, ανταλλαγή.

Έφτασαν τότες στο χωριό μας Τούρκοι πρόσφυγες, ταξιδεμένοι από χιλιόμετρα πολλά μακριά. Από την Καστοριά και την Κοζάνη, είπανε. Οι δύστυχοι είχαν κακοπεράσει στη διαδρομή και φτάσαν αποστεωμένοι. Πολλοί πεθαίναν, δεν τους σήκωνε ο τόπος. Κάποιους φτωχούς, τους πήραμε σπίτια μας και τους ταΐζαμε, γιατί οι ντόπιοι Τούρκοι καθόλου δεν τους νοιάστηκαν. Κι αργότερα απεφασίστηκε: κάποιες συνοικίες δικές μας έπρεπε ν’αδειάσουν ολότελα για να εγκατασταθούν εκεί οι πρόσφυγες.

Μέρος τρίτο: Τρωγλοδύτες

Περίεργο θα σου φανεί μα το σκέλος του οικισμού με τους ασφαλτοστρωμένους σήμερις δρόμους ή τα παλιά λιθόστρωτα καλντερίμια, με τα δίπατα αρχοντόσπιτα με τις μεγάλες πόρτες και τις αυλές είναι το νεώτερο και λιγότερο ενδεικτικό του τρόπου που ζούσαμε για αιώνες σ’αυτόν τον τόπο. Είναι ο οικισμός που χτίστηκε τον 18ο αιώνα και μετά.

Μα για να βρει κανείς την Καρβάλη και να την εγνωρίσει, πρέπει να προσπεράσει τα τελευταία σπίτια της που βρίσκονται γαντζωμένα στις άκρες των γκρεμνών της και να κατηφορίσει μέσα στο φαράγγι που χάσκει μπροστά τους. Να κάμνει μία κατάβαση πρέπει, στα πανάρχαια σπλάχνα της.

Και ν’ανακαλύψει τον τρωγλοδυτικό συνοικισμό της. Με τ’αμέτρητα λαξευμένα σπίτια, τα παρεκκλήσια, τους ναούς. Και τις στοές που σχηματίζουν σκοτεινούς λαβύρινθους βαθιά μέσα στα βράχια.

Εδώ ζούσαμε από παλιά κι ακόμα παλαιότερα, από τα χρόνια τα Βυζαντινά. Σφαλισμένοι από καιρούς κι οχτρούς και εποχές. Στις τρύπες αυτές που σκάψαμε με τον δικό μας κόπο, είχαμε δέσει τις ζωές μας.

Κι αν αναρωτήθηκες πριν πώς επιβιώσαμε τους τόσους επιβουλάτορες, ιδού η απάντηση που γύρευες: σφαλισμένοι μέσα στα έγκατα της γης μας. Που στα δύσκολα, σαν κήτος, μας δεχόταν στην κοιλιά της.

Τα σπίτια αυτά, τα λαξεμένα, έχουν χτιστές μονάχα τις προσόψεις τους. Και στις ταράτσες, βάναμε χώμα και σιάχναμε κήπους. Κι απάνου από τους κήπους, άλλα σπίτια. Φωλιές ανθρώπων μέσα στις πέτρες.

Στο τέλος της κατεβασιάς βρίσκεται η καρδιά και η ψυχή μας. Η αναφορά και τ’αγκυροβόλι μας.

Ο ναός τ’Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Μέρος τέταρτο: Η ανταλλαγή

Ήταν σπουδαία και ξεκουστή αυτή η εκκλησία. Καύχημα όλων και πατρίδα μας. Βλέπεις, εδώ ήταν θησαυρισμένο από το 390 μ.Χ. το σκήνωμα τ’ Αγίου Γρηγορίου. Που γεννήθηκε στο Νανζιανζό και τον εξεύρουμε ως έναν από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Το καμπαναριό, μας το κάμανε δώρο οι κάτοικοι της Οδησσού. Και το περίτεχνό μας τέμπλο, ο Τσάρος Νικόλαος ο Α’.

Εδώ ήρθαμε κι εκείνη τη μέρα, την αποφράδα. Όταν έφτασε επιτροπή από την Ελλάδα για να κανονίσουν την ανταλλαγή. Μας σύστησαν να μη φοβόμαστε. Μας ορμήνεψαν να πουλήσουμε ό,τι μπορούμε από την κινητή μας περιουσία. Και τα υπόλοιπα, μαζί μας. Μα γίνεται ν’αμπαλάρεις μ’ένα πρόσταγμα μια ολόκληρη ζωή; Και πώς ν’αφήκεις τη γη αυτή που σκάβεις τόσους αιώνες, τη μόνη γη που ξεύρεις;

Ναι, εδώ ήρθαμε εκείνη τη μέρα, την αποφράδα. Στην εκκλησία του Γρηγορίου Θεολόγου. Για την τελευταία λειτουργία. Πήραμε το λείψανο τ’Αγίου, τις εικόνες, τους πολυελαίους, τα δισκοπότηρα και τα καντήλια. Ξηλώσαμε από τον τρούλο το σιδερένιο σταυρό που ζύγιζε πολλές οκάδες. Και τα βάλαμε όλα σε καμιά πενηνταριά κάσες, που ζύγιζαν η καθεμιά από 50 έως 120 οκάδες. Εκποιήσαμε από τα δικά μας τα περιουσιακά όσα προλάβαμε, φορτώσαμε σε καμήλες ό,τι μπορούσαμε κι αντίο. Μα πώς να το πεις αυτό τ’αντίο το στερνό; Πώς να το εννοήσεις; Στο κατευόδιο έκλαιγαν οι Τούρκοι του Γκέλβερι μαζί μας και μας παρακαλούσαν να μη φύγουμε. Κάποιοι λιγοψυχήσαμε, μας συνετίσανε οι άλλοι. Ρωμιοί ήμαστε, πρέπει να πάμε στους Ρωμιούς. Τουλάχιστον θάμαστε ανάμεσα σε χριστιανούς εκεί, πόσο να κακοπάθουμε;

Πήραμε το δρόμο για τ΄Ακσεράι. Μα βγήκαν μπροστά στους αραμπάδες μας Τούρκοι από τα διπλανά χωριά. Το Περίστρεμμα και το Κιζίλκαγια. Να ξεπληρώσουν ήθελαν τα χρέη, δίνοντας μας στάρι. Μην τόχουνε βάρος στη συνείδησή τους. Μα τί να το εκάμνουμε το στάρι, φευγάτοι καθώς ήμασταν; Σαν είδαν πως η επιμονή τους, δεν έφερνε αποτέλεσμα, άρχίνισαν να βάνουν στα στόματα των παιδιών μας μπουκιές από πίτες με τυρί και μέλι. Και όλο παρακαλούσαν: “Φάε γιαβρίμ και πες χαλάλ!” Ορμηνέψαμε τα παιδιά να δεχθούν το πεσκέσι και να πουν “Χαλάλ ολσούν!” Όταν τ´άκουσαν το χαλάλ οι Τούρκοι, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν από τη χαρά τους!

Στο Ακσεράι μείναμε μία νύχτα και κατόπιν κινήσαμε για το Έρεγλι και μετά για τη Μερσίνα. Από όπου εμπαρκάραμε με πλοία πούχαν έρθει να μας πάρουν. Εμείς μπήκαμε σε ένα πλοίο τούρκικο ναυλωμένο, άλλοι σε καράβι ρωμέικο πούχε έρθει απ΄την Ελλάδα. Τέσσερις μέρες ταξιδεύαμε στη θάλασσα -κάποιοι από εμάς, πρώτη φορά την βλέπαμε. Άχου, απέραντη μάς φάνηκε και άγρια, γιαβρίμ. Από νερό, μόνο τη λίμνη ξεύραμε που βρίσκεται μπροστά απ’ την Καρβάλη.

Καταμεσίς του πέλαου και ανοικτά της Σκύρου, καπνός πολύς αρχίνησε να βγαίνει από τ´αμπάρι! Φωνές πολλές και κλάματα, τρομάξαμε πως πνιγόμασταν! Κάποιος κατάφερε και βούλωσε την τρύπα και ευτυχώς, γλιτώσαμε. Τότες είπαμε πως να, το έκαμε το θάμα του ο Άγιος πούχαμε μαζί στην κάσα!

Φθάσαμε στο Καραμπουρνού της Σαλονίκης, όπου μείναμε δυο βδομάδες σε καραντίνα. Από εκεί μας επήγαν στην Καβάλα με προορισμό ένα μέρος πούχε επιλεγεί για την εγκατάστασή μας. Τρεις μέρες περιμέναμε στην παραλία ώσπου να έρθουν και οι άλλοι δικοί μας από τον Πειραιά, αυτοί πούχαν ταξιδέψει με το ελληνικό καράβι. Ήταν όλοι τους σε χάλια απερίγραπτα. Αγνώριστοι, συμφοριασμένοι. Ισχνοί, κουρεμένοι, ψειριασμένοι, άντρες και γυναίκες. Αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε την ορφάνια μας. Τους είπαμε εμείς τα δικά μας, μας είπαν εκείνοι τα δικά τους. Το πλοίο που τους πήρε απ’τη Μικρασία, το λέγαν Αρχιπέλαγος. Καπετάνιος και ναύτες ήσαν Έλληνες βασιλικοί. Τους έβριζαν και τους έλεγαν τουρκόσπορους. Κατάβρεχαν κάθε τόσο το πάτωμα του παποριού και τα στρώματα που ήσαν ξαπλωμένοι για ν’αρρωστήσουνε και να πεθάνουν. Πράγματι πέθαναν καμπόσοι. Τους τύλιγαν στα στρώματά τους, τους έδεναν με σίδερα και τους πετούσανε στη θάλασσα.

Εντέλει φθάσαμε όσοι απομείναμε ζωντανοί στο χώρο που μας υπέδειξαν. Δέκα χιλιόμετρα ανατολικά απ’την Καβάλα, σε μια τοποθεσία πούταν άλλοτε τσιφλίκι ενός κάποιου Σισμάνογλου. Πούχε σιάξει το σανατόριο.

Μα ήταν το μέρος δύσβατο, κατσαρό, βαλτώδες. Γιομάτο θάμνους ακανθωτούς. Που έσκιζαν τα ρούχα μας σαν κάμαμε να πάμε από το ένα τσαντίρι στ’άλλο. Κι ύστερα ήρθε το κρύο και η βροχή. Κι ένας αέρας παγωμένος. Όλα απάνου μας, σ’εμάς τους εκτεθειμένους τρωγλοδύτες. Πούμασταν πια ξένοι παντού. Καμπόσοι δεν αντέξαν. Τους θάβαμε και κατέβαιναν τη νύχτα τα τσακάλια. Έσκαβαν τους τάφους και τρώγανε τους πεθαμένους. Το Μάη μήνα κατεβήκαμε κοντά στη θάλασσα. Και είπαμε πως είτε θα πεθάνουμε, είτε θα ζήσουμε, ενδιάμεσο δεν έχει.

Και χτίσαμε μια δεύτερη πατρίδα να κατοικήσουμε. Όχι εύκολο δεν ήταν. Μα όταν ο άνθρωπος δεν έχει επιλογές, απλώς να προσπαθήσει του απομένει. Μας πήρε μήνες και χρόνια. Μας πήρε ζωές ολόκληρες. Αλλά εντέλει τον πρασινίσαμε τον τόπο. Μεγαλώσανε τα δέντρα και καρποφόρησαν οι κόποι. Και το βαφτίσαμε το μέρος, Νέα Καρβάλη.

Επιμύθιο: Η πατρίδα

Στέκομαι σιωπηλός στο κέντρο του Ναού. Τ’Άγιου Γρηγορίου του Θεολόγου. Εδώ στην Καρβάλη. Που είναι πλέον τζαμί. Κι έχει στρωθεί το δάπεδό του με χαλιά για την προσευχή των μουσουλμάνων.

Παρατηρώ τον άμβωνα που παραμένει σχεδόν άθικτος. Να τον εκουβαλήσουν οι Καρβαλιώτες δεν εμπόρεσαν. Διεσώθη όμως. Και να τον δεις μπορείς ακόμα, σαν έρθεις μέχρις εδώ.

Ύστερα το βλέμμα μου υψώνεται στον ασβεστωμένο τρούλο. Γύρω του στριφογυρίζει η ιστορία αυτού του τόπου. Οι άνθρωποι που λάξευαν μία πατρίδα μέσα στους βράχους. Που γράφανε τα τούρκικα μ’ελληνικά γράμματα. Που Ακρίτες ήσαν πάντοτε κι Ακρίτες παραμείναν.

Μια σκάλα υπόγεια οδηγεί έξω από τον ναό, σε μία κατασκότεινη αίθουσα π’αναβλύζει ακόμα τ’αγίασμα. Συνεχίζει αυτός ο τόπος να δακρύζει.

Περπατώ στην αυλή του ναού, ανάμεσα στις ταφόπλακες με τους σταυρούς κι αναγνωρίζω ονόματα. Τα διαβάζω μεγαλόφωνα για ν’ακουστούν ξανά, έστω και μια φορά, σ’αυτή την ησυχία. Λες και καλώντας τα ονόματά τους, ανατρέπω για μια στιγμή τη λήθη τους. Ανακαλώ τη θύμισή τους.

Κοιτάζω για μία φορά ακόμη την Καρβάλη. Που στέκει σαν σκηνικό υπερβατικό, σαν μια πατρίδα άδεια. Και την ευχαριστώ.

Που μούδειξε και μούμαθε απ’την αρχή. Πως ακόμα κι ερημότοποι αβίωτοι όπως ετούτος, ακόμα και μέρη που τα εκατοικούνε αγρίμια κι εφιάλτες, ακόμα κι εποχές που μετριούνται από τον ένα επιβουλάτορα στον επόμενο, μπορούν ν’ανθίσουν. Και να γενούν πατρίδες.

Και όταν αυτό το καταλάβεις, τότες όλα πιο όμορφα, σου φαίνονται. Πιο ήσυχα, πιο ήρεμα κι απλά. Μαλακώνει το μέσα σου και βρίσκει ο πόνος, παρηγοριά.

πηγή: http://pigkouinos.blogspot.gr/

 

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.