Ελληνική αγένεια: 10 πράγματα που σε σκοτώνουν σ’ αυτήν την πόλη

0

 Από κάποιο διεστραμμένο, συνωμοτικό τακτ δεν το λέμε ποτέ ανοιχτά. Δεν το λέμε κι από φόβο για το γιουρούσι που θα προκαλέσει η διαπίστωσή μας. Όμως, η αλήθεια είναι αυτή: είμαστε βαθειά, αμετανόητα αγενείς. Κανονικά γαϊδούρια.

της Χριστίνας Γαλανοπούλου

Ζέχνει η Αθήνα (κυριολεκτικώς), ζέχνει κι από αυτή τη νοοτροπία, το πιο βαρύ μας ελάττωμα, ένα κράμα αδιαφορίας, συνδρόμου ανωτερότητας, στιγμιαίας κακοήθειας, θράσους και (ψευτο)μαγκιάς.   Δεν έχει ηλικία αυτό το χάλι, δεν έχει γένος, δεν έχει καταγωγή, δεν έχει ώρα, μπορεί να έχει πτυχίο και λόγω κρίσης σηκώνει όποια αιτιολόγηση βρίσκεται πρόχειρη. Όμως, είναι ψέμα. Ήμασταν πάντα αγενείς, πάντα έτοιμοι για το χειρότερό μας, πάντα πρόθυμοι να δικαιώσουμε τον τίτλο και φυσικά αλίμονο σ’ όποιον μας το πει ανοιχτά. Στη χειρότερη περίπτωση θα τον γδάρουν στα σχόλια, στην καλύτερη θα του πουν ότι γενικεύει και βάζει τους πάντες στο ίδιο τσουβάλι.

Μόνο που –ασχέτως των υπέροχων εξαιρέσεων- μιλάει για εμάς το κάθε μας βήμα σ’ αυτή την πόλη, οι αντιδράσεις μας σε ό,τι μας ξεβολεύει, ο τρόπος να κοινοποιούμε με στόμφο και υπερβολική αυτοπεποίθηση την παρουσία μας, αγνοώντας τα στοιχειώδη, τα απολύτως ανθρώπινα. Τα βλέπεις με μια γρήγορη ματιά στην πόλη από την ώρα που ξημερώνει, μέχρι το επόμενο ξημέρωμα.

Φανερά ή κρυφά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε καλύτεροι, πιο έξυπνοι, πιο ικανοί από τους περισσότερους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Δεν το ομολογούμε, όχι πάντα, αλλά, πώς να γίνει τώρα, υπερέχουμε.

 

Περπατάμε χωρίς καμία συναίσθηση του σώματός μας, χωρίς καμία συναίσθηση των άλλων. Κουνάμε χέρια πόδια, κρατάμε το τσιγάρο ράθυμα, ας προσέχουν οι άλλοι, θα πάρουμε παραμάζωμα ό,τι βρίσκεται στην ακτίνα μας, επειδή ΕΜΕΙΣ βιαζόμαστε. Ομοίως, θα σταθούμε μες τη μέση απολύτως χαλαροί, επειδή ΕΜΕΙΣ κάνουμε τη βόλτα μας (και όλα μπορούν να περιμένουν). Θα ρωτήσουμε κάποιον μια πληροφορία, χωρίς να πούμε «ευχαριστώ», λες και είναι υποχρέωση του. Θα πατήσουμε/ σπρώξουμε χωρίς «συγνώμη», αλλά θα απαντήσουμε χυδαία, αν μας κάνουν παρατήρηση. Θα παρκάρουμε στην αναπηρική θέση, θα αγνοήσουμε τον ποδηλάτη, θα πετάξουμε αυτό που μας περισσεύει από το παράθυρο του αυτοκινήτου, θα περάσουμε σαν βολίδες από τη ΛΕΑ, θα πουλήσουμε τσαμπουκά, αν μας υποδείξουν το λάθος. Υπάρχει πρόβλημα, φίλε μου;

 

Ένας αιώνας αστικές συγκοινωνίες δεν είναι αρκετός, απλώς δεν (μας) φτάνει. Θα σπρώξουμε για να μπούμε πριν κατεβούν οι επιβάτες. Θα σβαρνίσουμε τα πάντα με την τσάντα για να προλάβουμε την άδεια θέση. Δεν θα κατεβάσουμε ποτέ από τον ώμο το σακ-βουαγιάζ, θα το παρκάρουμε πάνω στα κεφάλια των καθήμενων, είναι μια χαρά εκεί. Θα κάτσουμε με τα πόδια ορθάνοιχτα να ακουμπούν στους διπλανούς. Με το εισιτήριο τη θέση αγοράσαμε, όχι τη διαδρομή. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη κάποια ριφλέξ για τις όρθιες εγκύους, για τους πολύ ηλικιωμένους, για τους ανθρώπους με κινητικές δυσκολίες. Αλλά και πάλι θα προηγηθεί ή θα έπεται καβγάς. Όσο για τις μητέρες με καρότσι, ας πρόσεχαν. Όσο ενήμερες κι αν είναι ότι κανείς δεν θα βοηθήσει στο να βγει το καρότσι από το Μετρό, τον ηλεκτρικό, το λεωφορείο, πάντα δοκιμάζουν μία καινούρια κατάπληξη, όταν κάποιος από το πλήθος τις «κράζει» που καθυστερούν. Να πάρει ταξί άλλη φορά.   Με το εισιτήριο τη θέση αγοράσαμε, όχι τη διαδρομή.

 

Είμαστε «ασήκωτοι», γνωστό αυτό από παλιά. Το πρωί η «καλημέρα» είναι μια μηχανική υποχρέωση. «Καλημέρα» με χαμόγελο είναι άθλος. Γενικώς, δεν χαμογελάμε, μη μας δουν για μπόσικους και μας κλέψουν στα ρέστα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τον πελάτη ή υπάλληλο που επιμένει να μας χαμογελάει, όσο αγγούρια κι αν είμαστε, δεν τον καταλαβαίνουμε. Δεν την πιάνουμε τη λεπτή υπογράμμιση της  κατάστασής μας. Έχουμε ανάγκη να μας το πουν χοντρά.  Κι εμείς χοντρά θα αγνοήσουμε ουρές, πρωτόκολλα, κανόνες, θα μπούμε εκεί που δεν πρέπει, θα κάνουμε χαμό, γιατί «έχουμε κι άλλες δουλειές», τα είπαμε αυτά.  Στο τηλέφωνο, ομοίως, με προστακτική θα κάνουμε τη δουλειά μας, χωρίς καλημέρες, καλησπέρες και λεπτότητες. Γιατί να μιλάμε στον πληθυντικό; Άντε, τέλειωνε.

 

Δεν ακούμε – ακόμη κι αν πρόκειται για οδηγίες επιβίωσης. Θα διακόψουμε, που να χαλάσει ο κόσμος. Θα πεταχτούμε στη μέση μιας κουβέντας για να πούμε το δικό μας, τη βλακεία μας, συνήθως. Και φυσικά, τα ξέρουμε όλα. Μας έχει τύχει κάτι παρόμοιο και το χειριστήκαμε καλύτερα από ‘σένα, ανόητε. Θα κάνουμε το δικό μας και θα το κάνουμε, φωνάζοντας. Θα σηκώσουμε το εστιατόριο στο πόδι, γιατί έτσι είμαστε εμείς, αλέγροι, το βαγόνι θα μάθει με το «νι» και με το «σίγμα» τις υποθεσούλες μας γιατί έτσι μιλάμε εμείς στο κινητό, θα καβαλήσουμε τους πάντες σε μια κουβέντα, για να ακουστούμε. Θα αφήσουμε τα παιδιά μας αμολητά παντού. Είναι παιδιά και εμείς πολύ κουρασμένοι. Ας φωνάξουν. Ας φωνάξουν κι οι διπλανοί, τι έγινε; Γυρίζοντας σπίτι θα μπει η τηλεόραση τέρμα. Τι πειράζει που είναι μεσημέρι. Είναι το σπίτι μου κι ό,τι θέλω κάνω. Το κατάλαβες ή να φωνάξω κι άλλο; Το πρόβλημα τού να ζεις σε μια πόλη όπου η ευγένεια θεωρείται αναπηρία

 

Θέμα ταμπού. Όποιος το θίξει, καίγεται. Ας είναι. Σε δημόσιο ή σε ιδιωτικό WC η πικρή αλήθεια αφορά σχεδόν πάντα τις γυναικείες τουαλέτες. Το ότι οι άντρες δεν σηκώνουν το καπάκι είναι οικουμενικό ανέκδοτο, καλοδεχούμενο. Όποιος τολμήσει να πει κάτι για τις κυρίες, φλερτάρει με τον Άδη. Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: το πιγκάλ δεν το ξέρουμε. Και το καλαθάκι των απορριμμάτων μας κουράζει. Θα ρίξουμε ό,τι δεν χρειαζόμαστε πια στη λεκάνη. Θα στουμπώσουμε την πόλη. Θα λερώσουμε το σύμπαν, αρκεί να μη λερωθούμε εμείς. Το δικό μας το λουλουδάκι δεν αντέχει τις μολύνσεις. Θα ξεχάσουμε να τραβήξουμε το καζανάκι. Θα βγούμε όλο χάρη και αέρα, θα ελέγξουμε αν τα μαλλιά μας δείχνουν ακόμη τόσο ωραία και θα φύγουμε. Δεν θα πλύνουμε χέρια. Μ’ αυτά τα χέρια θα χαιρετήσουμε κόσμο, θα πιάσουμε φαγητό, θα χαϊδέψουμε. Το αυτό ισχύει και για τους κυρίους, φυσικά. Bonus extra: θεωρούμε ντροπή το να ενημερώσουμε αυτόν που έπεται να μην μπει, επειδή εκεί μέσα θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να ξεθυμάνει ο χαμός. Κι όμως δεν είναι ντροπή, είναι ένδειξη ευθύνης. Τώρα, ας τραβήξουμε όλοι μαζί το καζανάκι.

 

Θα αφήσουμε τον σκύλο στο μπαλκόνι. Για πάντα. Ενίοτε και δεμένο. Συνήθως, χωρίς άμμο. Να γαβγίζει, να σέρνει τις αλυσίδες, να κλαίει απαρηγόρητος νύχτες ολόκληρες. Έλα, μωρέ. Μέχρι να γυρίσω από τις διακοπές όλο και κάποιος γείτονας θα ανάβει κανά φως στο μπαλκόνι για να μην κλαψουρίζει. Σ’ ενοχλεί; Έχεις νεύρα, να το κοιτάξεις.! 

 

Φυσικά και μπορούμε να φοράμε ό,τι θέλουμε, όπου θέλουμε, αν έτσι μας αρέσει. Το dress code είναι για τους αργόσχολους. Για ‘μας βγαίνουν ανέκδοτα σε γάμους, βαφτίσεις, παρελάσεις, για ‘μας μάχεται η πολιτική ορθότητα και το body shame. Σε γάμο με σαγιονάρα, σε «σοβαρή» εκδήλωση με στράπλες, στις πλημμύρες με ψηλοτάκουνα κι όποιος έρχεται σε δύσκολη θέση, δικό του θέμα. Φυσικά και μπορούμε να τρώμε όπως θέλουμε. Τα μαχαιροπήρουνα είναι γι’ αυτούς τους κρύους που το παίζουν κάποιοι. Εμείς είμαστε ζωντανοί άνθρωποι, εκφραζόμαστε μέσα απ’ όλα μας. Πιάσε καλή θέση στον μπουφέ και φάε να το ‘φχαριστηθείς – κι ο Χριστός με τα χέρια έτρωγε, μην ακούμε αηδίες.

 

Άνετα. Απλώς μη συμφωνείς μαζί μας. Τον χαρακτηρισμό τον έχουμε κάτω από τη γλώσσα. Είναι το πρωτάθλημα που παίρνουμε πάντα, εδώ και χρόνια, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος. Προφορικά ή με το πληκτρολόγιο στο χέρι, απλώς τόλμησε να πεις το αντίθετο από αυτό που πιστεύουμε και θα σε κάνουμε σκόνη. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε, τα επιχειρήματα είναι για τους αδύναμους. Το θέμα είναι ποιος θα ρίξει την πρώτη και δεν ξέρουμε αν το κατάλαβες, αλλά μάλλον άργησες.

Δεν ξέρουμε πότε να σταματήσουμε. Θα ρωτήσουμε τα πιο απίστευτα, για να ‘χουμε υλικό για μετά. Φυσικά και θα συζητήσουμε για κάποιον χωρίς να είναι παρών. Το κάνουν όλοι. Φυσικά και θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα για όλους, είναι στην ανθρώπινη φύση: να ψαχουλεύει, να κατασκοπεύει, να μαθαίνει άπλυτα, να τα χρησιμοποιεί αν παραστεί ανάγκη. Αν μας πιάσουν, θ’ αρνηθούμε τα πάντα ή μπορεί και όχι, θα αντικρούσουμε, θα επιτεθούμε, σαν γνήσιοι ηλίθιοι θα επιμείνουμε και θα βγάλουμε τρελούς τους άλλους. Τι σημασία έχει. Εσύ, γιατί δεν παντρεύτηκες ακόμη είπαμε; Παιδιά δεν θες;

Ίσως η ρίζα του κακού (μας). Φανερά ή κρυφά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε καλύτεροι, πιο έξυπνοι, πιο ικανοί από τους περισσότερους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Δεν το ομολογούμε, όχι πάντα, αλλά, πώς να γίνει τώρα, υπερέχουμε. Σκεφτόμαστε καλύτερα, ενεργούμε καλύτερα, έχουμε περισσότερα χαρίσματα από τον μέσο όρο κι ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε, αυτό που πραγματικά πιστεύουμε για τους άλλους, είναι ταπεινωτικό. Δεν κάνουμε ποτέ λάθος, κι όταν μας κατηγορούν για κάτι τέτοιο απλώς μας αδικούν, κυρίως το σύμπαν μας χρωστάει. Και να πείτε σ’ αυτή που τα γράφει αυτά ότι ζει στην πόλη, αν δεν το κατάλαβε. Ας πάει κι αλλού να μείνει και τα λέμε. Πήξαμε στους κριτές και τους υπεράνω.

Και φυσικά έχει να κάνει και με το πώς μας εμπνέει να φερθούμε αυτή η πόλη, όλες οι μεγαλουπόλεις. Ποιον πολιτισμό περνάει στα κύτταρά μας, πόσο νοιάζεται για εμάς για να της το επιστρέψουμε. Αλλά μετά φεύγουμε από αυτά που μπορούμε να διορθώσουμε εμείς και η κουβέντα πάει αλλού, διαγράφοντας τον ίδιο φαύλο κύκλο. Ας δούμε τα δικά μας πρώτα, λοιπόν.

πηγή: www.lifo.gr

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.