Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (21-4-2018)

0

Με 12 νέες ταινίες η κινηματογραφική εβδομάδα που αρχίζει από την Πέμπτη μόνον σύγχυση προκαλεί

«Το νησί των σκύλων» («Isle of dogs», ΗΠΑ / Γερμανία, 2017) 

Μόνο ένας σκηνοθέτης σαν τον Γουές Αντερσον θα μπορούσε να φτιάξει μια ταινία όπου τα σκουπίδια να αποκτούν την όψη διαμαντιών, γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει στην τελευταία δημιουργία του «Το νησί των σκύλων» («Isle of dogs», ΗΠΑ / Γερμανία, 2017), ένα κινούμενο σχέδιο για μικρά, αλλά κυρίως μεγάλα παιδιά. Αδέσποτα σκυλιά πρωταγωνιστούν, μια άγρια αλλά ταλαιπωρημένη συμμορία τετράποδων με χρυσή ψυχή που το μόνο που ζητούν είναι μια θέση στον κόσμο, και όχι στον πάτο του κάλαθου των αχρήστων  σε ένα απομονωμένο νησί-σκουπιδότοπο όπου τα έχουν πετάξει.

Ομως οι μάγκες δεν θα το βάλουν κάτω, και με τη βοήθεια ενός ανθρώπου θα δώσουν τη μάχη τους εναντίον του αδίστακτου δημάρχου που τα έχει φέρει σε αυτή τη θέση. Και όλα αυτά μέσα από μια πραγματικά εμπνευσμένη δημιουργία, ένα χρωματικό καλειδοσκόπιο ύψιστης αισθητικής και τεχνικής (stop motion), το οποίο αποδεικνύει ότι ο Αντερσον είναι ένας ανήσυχος δημιουργός ακόμη και στο κινούμενο σχέδιο (είχε προηγηθεί ο «Απίθανος κύριος Φοξ» το 2009). Κάθε μικρή λεπτομέρεια, από τις ταμπέλες μέχρι τους υποτίτλους, έχει τη σημασία της και προσθέτει το δικό της λιθαράκι προς χάρη του γενικότερου συνόλου σε αυτό το βαθιά φιλοσοφημένο, βαθιά οικολογικό κινούμενο σχέδιο το οποίο συγχρόνως αποτίει έναν φόρο τιμής στην ιαπωνική κινηματογραφική (και όχι μόνο) κουλτούρα (ακούγονται οι φωνές των Μπράιαν Κράνστον, Εντουαρντ Νόρτον, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Μπιλ Μάρεϊ κ.ά.) Βαθμολογία: 3½




 «Οικογενειακός φίλος» («Le fils de Jean», Γαλλία / Καναδάς, 2017)

H δεύτερη ταινία της εβδομάδας που χαίρει προσοχής είναι ο «Οικογενειακός φίλος» («Le fils de Jean», Γαλλία / Καναδάς, 2017) του Φιλίπ Λιορέ, πρώην ηχολήπτη που στράφηκε με επιτυχία στη σκηνοθεσία (έχουμε δει στην Ελλάδα την ταινία του «Welcome», ένα ελπιδοφόρο δράμα για την αγωνία των μεταναστών μέσα από την ιστορία της σχέσης πατέρα – γιου ανάμεσα σε έναν γάλλο και έναν αφγανό έφηβο στη Γαλλία). Το πατρικό στοιχείο παίζει ρόλο και στον «Οικογενειακό φίλο» όπου βλέπουμε τη ζωή ενός 33χρονου Παριζιάνου (Πιερ Ντελαντοσάμ), συζύγου και πατέρα, να αλλάζει ριζικά όταν μέσω ενός τηλεφωνήματος μαθαίνει ότι ο πατέρας του, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ, έχει πεθάνει στον Καναδά. Το ταξίδι που αποφασίζει να κάνει στην ξένη χώρα θα τον φέρει αντιμέτωπο με διάφορες εκπλήξεις, αλλά κυρίως με τον εαυτό του σε αυτό το καλοφτιαγμένο υπαρξιακό δράμα που χωρίς να είναι μια σπουδαία ταινία, αντιμετωπίζει με εντιμότητα το δύσκολο θέμα της, γι’ αυτό και μπορεί να αγγίξει. Βαθμολογία: 3

 

«Καλπάζοντας με το όνειρο» («Rider», ΗΠΑ, 2017)

Πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Κλόε Ζάο, το «Καλπάζοντας με το όνειρο» («Rider», ΗΠΑ, 2017) είναι μια έντιμη ταινία που αναφέρεται στη σκληρή ζωή των αναβατών του ροντέο, των σύγχρονων καουμπόι, που τσακίζουν αμείλικτα το σώμα τους προσπαθώντας να δαμάσουν ταύρους και άγρια άλογα για να βγάλουν το ψωμί τους. Αλλά όχι μόνον για αυτό. Κάποιοι φαίνεται ότι το κάνουν επειδή πραγματικά τους αρέσει, είναι η Ζωή τους και εκεί εξάλλου βρίσκεται το πιο ενδιαφέρον σημείο της ταινίας: εστιάζοντας σε έναν τέτοιον αναβάτη (Μπρέιντι Τζαντρό) επισημαίνει πόσο δύσκολη είναι η προσαρμογή σε κάτι διαφορετικό στην πορεία, αν στραβώσει κάτι. Ολοι αυτοί οι αναβάτες εθίζονται τόσο πολύ σε αυτό που κάνουν, που έτσι και πάθουν κάτι και δεν μείνουν παράλυτοι για όλη τους τη ζωή, δεν είναι και σε θέση να κάνουν τίποτε άλλο. Η κινηματογράφηση της Ζάο είναι λιτή και στακάτη, η φύση της Αγριας Δύσης λειτουργεί οργανικά και οι ερμηνείες έχουν έναν πηγαίο νατουραλισμό, παρότι ο κεντρικός ήρωας δεν έχει τίποτε το γοητευτικό επάνω του. Ο χειρισμός του θέματος είναι αξιοπρόσεκτος αλλά το ίδιο τα θέμα τόσο δυσάρεστο και στενάχωρο που δεν σου προκαλεί καμία όρεξη για να το δεις. Βαθμολογία: 2



«Μποέμισσα ψυχή» («Djam», Ελλάδα /  Γαλλία / Τουρκία, 2017)

Ταινία περιπλάνησης με κεντρικό πρόσωπο μια νεαρή αεικίνητη γυναίκα (πηγή ενέργειας η Δάφνη Πατακιά που παίζει με ειλικρινές πάθος τον ρόλο), η «Μποέμισσα ψυχή» («Djam», Ελλάδα /  Γαλλία / Τουρκία, 2017) του Τόνι Γκατλίφ έχει τα πάντα εκτός από «κανονική» ιστορία. Ισως όμως αυτό να είναι μέρος της γοητείας της. Γιατί τελικά είναι αυτό το αυθόρμητο, «χύμα» κινηματογραφικό ύφος του αθίγγανου γάλλου σκηνοθέτη των ταινιών «Gadjo Dilo», «Vengo», «Exlis», που ορίζει το ταξίδι της Djam από τη Μυτιλήνη στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αφορμή του ταξιδιού η ανεύρεση ενός εργαλείου για τον θείο της (Σιμόν Αμπκαριάν), όμως βαθύτερος στόχος της ταινίας είναι το υπαρξιακό ταξίδι της κοπέλας που προσπαθεί να βάλει σε τάξη το παρελθόν, το παρόν, ίσως και το μέλλον της, αναζητώντας απεγνωσμένα τον εαυτό της (το αν τον βρίσκει τελικά είναι μια άλλη ιστορία). Και ο Γκατλίφ ενδιαφέρεται να κινηματογραφήσει τα επεισόδια που η Djam ζει κατά τη διάρκειά του ταξιδιού, τα οποία σχετίζονται με το τραγούδι, τον χορό, το μπουζούκι, τη νεανική τρέλα, την οικονομική κρίση και κυρίως τις ρίζες της, πάνω στις οποίες δεν θα διστάσει ακόμη και να ουρήσει. Βαθμολογία: 2

 

«Ιστορίες φαντασμάτων» («Ghost stories», Αγγλία, 2017)

Στις «Ιστορίες φαντασμάτων» («Ghost stories», Αγγλία, 2017), τωνΤζέρεμι Νάισον και Αντι Νάιμαν, ο δεύτερος πρωταγωνιστεί στον ρόλο ενός σκεπτικιστή καθηγητή Ψυχολογίας, ο οποίος αποφασίζει να σκαλίσει παλιές, ανεξιχνίαστες υποθέσεις μεταφυσικής οι οποίες σχετίζονται με φαντάσματα. Η έρευνά του τον φέρνει σε συναντήσεις  με τους ανθρώπους που είχαν έρθει σε επαφή με φαντάσματα και το  αποτέλεσμα είναι μια καλοφτιαγμένη συρραφή εμπειριών τρόμου, η οποία προφανώς κρύβει μια ανατρεπτική έκπληξη για το τέλος. Η ταινία έχει κάτι από τη ρετρομπαρόκ τρομακτική ατμόσφαιρα περασμένων μεγαλείων του βρετανικού τρόμου (δεκαετία του 1970), την οποία χωρίς αμφιβολία προτιμούμε από την κουραστική «ρεαλιστική» ρουτίνα των ταινιών «Paranormal activity». Συμπρωταγωνιστεί ο Μάρτιν Φρίμαν – ο δρ Γουότσον του «Σέρλοκ», με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στον ρόλο ενός αλαζονικού πλουσίου η ιστορία του οποίου συνδέεται με τις υπόλοιπες. Βαθμολογία: 2

 

 «Amityville: The awakening», ΗΠΑ, 2018)

Φαντάσματα σε μία ακόμη ταινία αυτής της εβδομάδας, σε ένα ξαναζεσταμένο φαγητό για την ακρίβεια, το «Amityville: Το ξύπνημα» («Amityville: The awakening», ΗΠΑ, 2018) του Φρανκ Καλφούν. Πρόκειται για το τελευταίο «βαγόνι» ενός τρένου ταινιών που δημιουργήθηκε το 1979 με το «Εξοχικό σπίτι του μυστηρίου της Αμιτιβιλ» (μάλιστα, στη νέα ταινία προβάλλονται ως και αποσπάσματά της!). Ολα τα κλισέ του είδους βρίσκουν μια θέση στην ταινία, στην οποία ακόμα και η σκηνή όπου βλέπουμε την πρωταγωνίστρια Μπέλα Θορν να κυκλοφορεί με σλιπάκι έτοιμη να τρομάξει μοιάζει «δανεική» από το «Αλιεν» του Ρίντλεϊ Σκοτ, με τη Σιγκούρνεϊ Γουίβερ ενδεδυμένη παρομοίως και σε μια παρόμοια κατάσταση τρόμου. Βαθμολογία: 1

 

«Το τελευταίο φιλί του Κάιζερ», ( «The exception», Αγγλία / ΗΠΑ, 2016)

>Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλαν Τζαντ «Το τελευταίο φιλί του Κάιζερ», η ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Λεβό (πρωτότυπος τίτλος «The exception», Αγγλία / ΗΠΑ, 2016) επιστρέφει στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εστιάζει στην περίπτωση ενός «ατίθασου» γερμανού αξιωματικού της Βέρμαχτ (Τζέι Κόρτνεϊ) που καλείται να προστατεύσει τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’ της Γερμανίας (Κρίστοφερ Πλάμερ) στην Ολλανδία επειδή πιθανότατα ο τελευταίος  είναι στόχος της ολλανδικής αντίστασης. Μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ, ο Κάιζερ μπήκε φυσικά στο περιθώριο και ο Χίτλερ του επέτρεψε να ζήσει απλώς και μόνο για να ικανοποιήσει κάποιους φανατικούς υποστηρικτές του. Στο αξιόλογο αυτό σκηνοθετικό ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας ο Λεβό συνδέει καλά μια συνωμοσία, ένα ερωτικό δράμα (ο αξιωματικός ερωτεύεται μια υπηρέτρια – Λίλι Τζέιμς) και μια δύσκολη εποχή όπου τίποτε δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Χωρίς να αποτελεί κάτι αξέχαστο, η ταινία βλέπεται με ενδιαφέρον και φυσικά έχει το ατού του πάντα πολύτιμου Κρίστοφερ Πλάμερ σε έναν ρόλο που προκαλεί περισσότερο από κάθε τι θλίψη. Γιατί βέβαια η μόνη εξουσία που έχει πια ο παρηκμασμένος και παλιομοδίτικων αντιλήψεων Κάιζερ, είναι απέναντι στο… υπηρετικό προσωπικό ενός πύργου όπου κυνηγά πάπιες.Βαθμολογία: 2 ½




«Thelma»

Η ψυχογενής επιληψία, το πέρασμα στην εφηβεία, η ομοφυλοφιλία, η διάλυση της οικογενειακής εστίας, οι μεταφυσικές δυνάμεις και ο τρόμος είναι θέματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσπαθεί να θίξει η ταινία «Thelma» του Γιοακίμ Τρίερ (ο νορβηγός σκηνοθέτης του «Ηχου της σιωπής» και του «Οσλο» και μακρινός συγγενής του Λαρς Φον Τρίερ). Με άξονα ένα «προβληματικό» κορίτσι, τη Θέλμα (Εϊλι Χάρμπο), η ζωή του οποίου είναι γεμάτη πόνο και ανομολόγητα μυστικά, η ταινία αναζητεί τρόπους για να συνδέσει όλα τα παραπάνω σε ένα συμπαγές σύνολο, κάτι που δεν γίνεται ποτέ εφικτό με πειθώ. Αντιθέτως, όσο η ώρα περνά και οι αποκαλύψεις «ψήνονται», τόσο νιώθεις τον εαυτό σου να απομακρύνεται από το σύνολο – εξαιρετικά δυσάρεστο εγχείρημα. Βαθμολογία: 1 ½

 

«Κωστής Παπαγιώργης: Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος»

Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα ντοκιμαντέρ για τον διανοούμενο – φιλόσοφο – στοχαστή Κωστή Παπαγιώργη (1947- 2014), όμως το «Κωστής Παπαγιώργης: Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος» (Ελλάδα, 2017) της Ελένης Αλεξανδράκη ούτε κρύο προκαλεί ούτε ζέστη. Ούτε ενθουσιάζει, ούτε απογοητεύει. Ο Παπαγιώργης δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν ήθελε την έκθεση, παρά μόνον μέσω των κειμένων και των βιβλίων του. Στην ουσία λοιπόν πρόκειται για μια συρραφή απόψεων – ως επί το πλείστον θετικών –  για έναν μοναχικό υπηρέτη της σκέψης και της γραφής, από ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον θαύμασαν· ανάμεσά τους η Ζυράνα Ζατέλη, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Τάκης Παπαϊωάννου και ο Στέλιος Ράμφος. Μαρτυρίες δεν υπάρχουν (πόσω μάλλον αποκαλύψεις) και σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας ο Ακύλας Καραζήσης και ο Αργύρης Πανταζάρας διαβάζουν κείμενά του. Αρα δεν το λες τόσο ντοκιμαντέρ όσο κάτι σαν καλοδεχούμενο φόρο τιμής απέναντι σε έναν «γενναίο γραφιά που με τρεις λέξεις μπορούσε να χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά ή στο κούτελό σου» όπως αναφέρεται κάποια στιγμή στην ταινία. Μια συχνά φλύαρη όμως ταινία, με πολλές περιττές σκηνές από τη ζωή στη σύγχρονη Αθήνα οι οποίες τρυπώνουν απλώς για να γεμίσουν κενά τα οποία, προφανώς, δεν θα μπορούσαν να γεμίσουν διαφορετικά. Βαθμολογία: 2

 

«Μπλε βασίλισσα»

Μετά το «Short fuse», το «Do it yourself» και το «Πέντρο Νούλα» η μόδα του ελληνικού κινηματογραφικού νεονουάρ συνεχίζεται με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Σιπσίδη, ένα γκανγκστερικό αλαλούμ με δεκάδες επιρροές που δεν αξίζουν σχολιασμό ούτε ως κακές αντιγραφές-μιμήσεις ξένων ταινιών. Αλλο κάνω σινεμά και άλλο κάνω πλακίτσα με την κάμερα (παίζουν Μιχάλης Οικονόμου, Δημήτρης Ημμελος, Θέμης Πάνου κ.ά.).Βαθμολογία: 0

Προβάλλονται επίσης τα ντοκιμαντέρ «Krisis» (Γερμανία, 2018) του Βόλφγκανγκ Ράινκε, μια ματιά στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Σεπτέμβριο του 2016, και το ντοκιμαντέρ «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη που με φόντο το Ρίο ντε Τζανέιρο εξερευνά την έννοια της ταυτότητας μέσα από το φύλο, το καρναβάλι και τον πολιτικό ακτιβισμό  

Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ




Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.