Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (22-09-2018)

0

Ο βρετανός κωμικός Ρόουαν Ατκινσον στην καλύτερη κινηματογραφική στιγμή του υποδύεται τον βετεράνο κατάσκοπο Johnny English και χαρίζει χαμόγελα με γενναιοδωρία. Δίπλα του ο Χοακίν Φίνιξ ως παράλυτος, αλκοολικός γελοιογράφος και μια τρυφερή ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου που προασπίζεται τη ζωή των Καριωτών και λέει «άσε τα λεφτά και ζήσε»

Ο Johnny English ξαναχτυπά (Johnny English strikes again, HΠΑ / Αγγλία / Γαλλία , 2018) 
του Ντέιβιντ Κερ

Κωμωδία κατασκοπείας που σατιρίζει τις περιπέτειες τύπου Τζέιμς Μποντ με τον Ρόουαν Ατκινσον σε μεγάλη φόρμα, ενώ επαναλαμβάνει τον ρόλο του Τζόνι Ινγκλις, του μεγαλύτερου γκαφατζή πράκτορα στην ιστορία της ΜΙ6, ο οποίος ωστόσο πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά από τις κακοτοπιές και να χρησιμοποιεί τα λάθη του προς όφελός του. Το καλό με την ταινία είναι ότι, σε αντίθεση με τον «Κύριο Μπιν», που έκανε τον Ατκινσον γνωστό παγκοσμίως, δεν στηρίζεται στις επαναλαμβανόμενες μούτες του αλλά σε ένα ολοκληρωμένο, στρωτό, αστείο σενάριο, γεμάτο από χαριτωμένα γκαγκ, μερικά από τα οποία μπορούν να σε στείλουν στο πάτωμα από τα γέλια.
Η καλύτερη σκηνή της ταινίας είναι όταν ο παλαιών αρχών πράκτορας, ο οποίος θα πρέπει να σώσει τον κόσμο από τον κακοποιό που θέλει να διακόψει τη λειτουργία του Διαδικτύου, φορά τη μάσκα εικονικής πραγματικότητας και «αντιμετωπίζει» με μπαγκέτες βιολογικού ψωμιού σερβιτόρους, ταλαιπωρεί γιαγιάδες σε αναπηρικά καροτσάκια και ρίχνει από διώροφα τουριστικά λεωφορεία ανυποψίαστους ξεναγούς. Γι’ αυτή και μόνο τη σκηνή αξίζει όλη η ταινία στην οποία συμπρωταγωνιστούν η Εμα Τόμσον (καρικατούρα της πρωθυπουργού Μέι) και η Ολγκα Κουριλένκο (που έχει υπάρξει Bond girl). Βαθμολογία: 3




Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει (Ελλάδα, 2018) 
του Γιώργου Πανουσόποπουλου

Αν και πριν από τη δημιουργία αυτής της ταινίας ο Γιώργος Πανουσόπουλος δεν είχε πάει ποτέ του στην Ικαρία, η αίσθηση που αφήνει είναι ότι γνωρίζει πολύ καλά τη νοοτροπία των Καριωτών, τόσο ώστε να τους τιμήσει με κάτι σαν ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας, μια τρυφερή ηθογραφία που μιλά για τον ανέμελο, μακριά από τα χρήματα τρόπο ζωής τους. Η άφιξη δύο ανθρώπων της πόλης στο νησί (Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Σερζ Ρεκέ Μπαρβίλ) θα σημάνει γι’ αυτούς ένα παράξενο ξάφνιασμα, αφού όλα όσα ήξεραν θα πρέπει πια να τα ξεχάσουν. Στο Αρμενάκι, όπως λέγεται το νησί, το χρήμα δεν μετρά καθόλου (αντιθέτως, όπως ακούμε, «λερώνει») και η έξω καρδιά είναι το Α και το Ω. Χορός και τραγούδι, γλέντι στη διαπασών, λαϊκά δικαστήρια με τσίπουρα στην πλατεία του χωριού, ένα καλοκαίρι διαρκείας και στη διαπασών. Μπορεί μεν το όνειρο να διαρκέσει λίγο, για όσο όμως διαρκέσει αξίζει τον κόπο. Βαθμολογία: 3

Μην ανησυχείς, δεν θα πάει μακριά με τα πόδια (Don’t worry he won’t get far on foot, ΗΠΑ, 2018)  του Γκας Βαν Σαντ

Ο γελοιογράφος του Πόρτλαντ Τζον Κάρναχαν δεν είναι γνωστός στην Ελλάδα, ίσως να μην έγινε ποτέ γνωστός ούτε και στους περισσότερους Αμερικανούς. Μιλώντας όμως με κινηματογραφικούς όρους, η ιστορία του έχει αρκετό ενδιαφέρον για όλους, έτσι τουλάχιστον όπως την παρουσιάζει ο Γκας Βαν Σαντ εμμένοντας στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής ενός καταραμένου ταλέντου: ο Κάρναχαν έμεινε σχεδόν ολοκληρωτικά παράλυτος όταν εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ έπεσε θύμα τροχαίου.

Η κατάστασή του έφτασε στα όρια της απελπισίας γιατί το πάθημα δεν του έγινε μάθημα· αντιθέτως τον βύθισε ακόμα πιο βαθιά στο ποτό, πέρασε κυριολεκτικά μέσα από την κόλαση ως τη στιγμή που ανακάλυψε μια κρυμμένη «χρυσή» φλέβα του: άρχισε να βγάζει τη χολή και την οργή του στο πολιτικά ανορθόδοξο σκίτσο και στις αιρετικές γελοιογραφίες. Και έγινε διάσημος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που παρότι είναι πολύ δυσάρεστο στην παρακολούθηση, παραμένει από την αρχή ως το τέλος συνεπές, η ταινία καταλήγει σε ένα λεπτομερές ψυχογράφημα μιας προσωπικότητας πολύ δύσκολης στη συμπεριφορά, την οποία ο Χοακίν Φίνιξ τιμά με μια σκληρή σωματική ερμηνεία που ίσως τον οδηγήσει στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. Βαθμολογία: 3



Το σπίτι με το ρολόι στον τοίχο (The House with a Clock in Its Walls, ΗΠΑ, 2018)
του Ελι Ροθ

Στη δεκαετία του 1950, ένα ορφανό παιδί (Οουεν Βακάρο) τίθεται υπό την προστασία του θείου του (Τζακ Μπλακ), ο οποίος αποδεικνύεται μάγος με πολλά κρυμμένα μυστικά που σχετίζονται με ένα ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο του μπαρόκ σπιτιού του. Παιδική ενηλικίωση την οποία ο σκηνοθέτης λαϊκιστικών ταινιών τρόμου Ελι Ροθ («Κανίβαλοι») χειρίζεται αμήχανα συνδυάζοντας τη νεκρομαντεία και τα φαντάσματα στα ίχνη που χάραξε ο πάλαι ποτέ Χάρι Πότερ, χωρίς όμως το εκτόπισμα, τη γοητεία, το ξάφνιασμα των έργων της Τζόαν Κ. Ρόουλινγκ. Τελικά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της άρρυθμης φαντασίας είναι οι δηλητηριώδεις ατάκες που εκτοξεύονται ανάμεσα στον Μπλακ (με ύφος Ορσον Γουέλς) και την (σχεδόν αγνώριστη) Κέιτ Μπλάνσετ που υποδύεται την καλύτερή του φίλη, επίσης μάγισσα. Βαθμολογία: 1 ½

Χάσαμε τον δρόμο, στοπ! (Contromano, Iταλία, 2018) 
του Αντόνιο Αλμπανέζε
Ο ιταλός κωμικός Αντόνιο Αλμπανέζε είναι ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής αυτής της συμπαθητικής αλλά «μικρής» κοινωνικής σάτιρας, στην οποία ένας μέσος Ιταλός (Αλμπανέζε) αναγκασμένος να καταπίνει τα κακώς κείμενα που έχουν οδηγήσει τη χώρα του στην κατάντια, ξεσπά και απάγει έναν σενεγαλέζο μικροπωλητή για να τον μεταφέρει στη χώρα του. Εκείνος δεν φαίνεται να έχει αντίρρηση και σαν να μην έφτανε αυτό, στην παρέα προστίθεται και η… αδελφή του. Το αποτέλεσμα είναι ένα πλακατζίδικο road movie μέσω του οποίου ο Αλμπανέζε αποφεύγοντας κατά το δυνατόν τον διδακτισμό, αποπειράται έναν ανάλαφρο, καλών προθέσεων (μα και προβλέψιμο) σχολιασμό για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό που επικρατούν σήμερα στην Ιταλία.

Επίσης στις αίθουσες

Υπεράνω υποψίας (The catcher was a spy) του Μπεν Λιούιν.

Η αληθινή ιστορία του ευφυούς παίκτη του μπέιζμπολ Μο Μπεργκ (Πολ Ραντ) ο οποίος στα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στρατολογήθηκε από το Γραφείο Υπηρεσιών Ασφαλείας και εκπαιδεύθηκε ως κατάσκοπος προκειμένου να βρει τα ίχνη του γερμανού επιστήμονα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και να εμποδίσει την κατασκευή ατομικής βόμβας για τους ναζί. Βαθμολογία:  

Επανέκδοση

Η Κλεό από τις 5 (Cléo de 5 à 7, Γαλλία, 1962) της Ανιές Βαρντά.

Το οδοιπορικό μιας νέας γυναίκας στο Παρίσι του 1961 ενώ περιμένει τα αποτελέσματα σοβαρών ιατρικών εξετάσεων. Μια ενδιαφέρουσα βόλτα στο Μονπαρνάς συνδυασμένη με το ακόμα πιο ενδιαφέρον ταξίδι στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας (Κορίν Μαρσάν) πάνω στην οποία η Ανιές Βαρντά, στην καλύτερη ταινία της, καθρεφτίζει τη θέση τής γυναίκας στη δεκαετία του 1960, τη δεκαετία των μεγάλων, ριζιοσπαστικών αλλαγών, τη δεκαετία της σεξουαλικής επανάστασης. Σε ανανεωμένη, ψηφιακή κόπια.Βαθμολογία: 4

Βαθµολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη

*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.