Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (16-3-2019)

0

Ενα γουέστερν με γαλλική υπογραφή, μια επιστροφή του Ζανγκ Γιμού στις πολεμικές τέχνες, ο Μαντς Μίκελσεν μόνος στα χιόνια, η Ιζαμπέλ Ιπέρ θανάσιμα επικίνδυνη. Μια κινηματογραφική εβδομάδα με ενδιαφέρον…

του Γιάννη Ζουμπουλάκη*

Οι αδελφοί Σίστερς (The Sisters Brothers, ΗΠΑ/Γαλλία/Ισπανία/Βέλγιο/Ρουμανία, 2018).
Γουέστερν του Ζακ Οντιάρ.

Με οδηγό ένα απολαυστικό μυθιστόρημα του Πάτρικ Ντε Γουίτ (αναζητήστε το οπωσδήποτε από τις εκδόσεις Ψυχογιός), ο Zακ Οντιάρ (γάλλος σκηνοθέτης ταινιών όπως ο «Προφήτης» και ο «Ντιπάν») δημιούργησε μια εφιαλτικά σκληρή αλλά συγχρόνως κωμική ταινία, την οποία σίγουρα θα λατρέψουν οι φίλοι του γουέστερν – και ίσως όχι μόνο. Ακόμα και ο τίτλος της, «The Sister Brothers» (Οι αδελφοί Αδελφές) φέρει κάτι το χαριτωμένα σαρδόνιο, πόσο μάλλον από τη στιγμή που τα δύο αδέλφια, οι Σίστερς (Χοακίν Φίνιξ, Τζον Σ. Ράιλι), είναι πληρωμένοι φονιάδες στην Αγρια Δύση του 1850.




Η τελευταία τους αποστολή είναι το ταξίδι που περιγράφει η ταινία, που με το καλημέρα δείχνει τις διαθέσεις της: μια σειρά από εν ψυχρώ δολοφονίες, πέντε-έξι άνθρωποι στον τόπο χωρίς ερωτήσεις. Οι φόνοι θα συνεχιστούν, τα δύο αδέλφια είναι πολύ καλά σε αυτό που κάνουν, έχουν πάρει από το κακό αίμα του πατέρα τους, το φάντασμα του οποίου δεν θα σταματήσει ποτέ να τους καταδιώκει. Μήπως όμως αυτό που κατά βάθος αναζητούν είναι πολύ πιο αγνό και ανθρώπινο;

Στην πλοκή θα μπλέξουν κι άλλοι χαρακτήρες (Ριζ Αχμέντ, Τζέικ Τζίλενχααλ), ενώ το φιλμ εμμένει αρκετά στον παροξυσμό της αναζήτησης χρυσού που στιγμάτισε μια ολόκληρη περίοδο. Ο Οντιάρ «κτίζει» απολαυστικά τους δύο βασικούς ήρωές του και συχνά σε αποπροσανατολίζει. Ο Φίνιξ δείχνει να είναι το αφεντικό της παρέας, όμως ο Ράιλι είναι τελικά ο πιο έξυπνος.

Πολύ δίκαια ο Αργυρός Λέοντας (βραβείο σκηνοθεσίας του τελευταίου φεστιβάλ της Βενετίας) δόθηκε σε αυτή τη θαυμάσια ταινία που σε κερδίζει, επίσης, γιατί είναι η «λοξή» ματιά ενός Ευρωπαίου πάνω στην αμερικανική Δύση του προπερασμένου αιώνα, το φόντο της οποίας, κάποτε, ήταν ένα σήμα κατατεθέν του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου. Βαθμολογία: 4

Οι αγώνες μας (Nos batailles, Bέλγιο/Γαλλία, 2018).
Δράμα του Γκιγιόμ Σενέζ.

Τι μπορεί να συμβεί όταν ο άνθρωπος της ζωής σου, εντελώς ξαφνικά και χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, αποφασίζει να σε παρατήσει σύξυλο με δύο ανήλικα παιδιά και να φύγει; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θέτει ο νεαρός γάλλος σκηνοθέτης Γκιγιόμ Σενέζ, γυρίζοντας μια ταινία αποκλειστικά μέσα από την οπτική του πατέρα (Ρομάν Ντουρίς).

Είναι εργάτης σε φάμπρικα, ικανότατος, δίκαιος, σίγουρος για τον εαυτό του και μαχητικός μπροστά σε κάθε μορφή αδικίας, ιδιαίτερα όταν αυτή εξαπλώνεται σαν επιδημία μπροστά στα μάτια του.

Το πώς διαχειρίζεται τη δυσάρεστη θέση στην οποία έχει βρεθεί μετά την εγκατάλειψη της γυναίκας του είναι ο καμβάς της ταινίας που καταφέρνει να αποφύγει τους μελοδραματισμούς αντιμετωπίζοντας το θέμα με γνώμονα την λογική.

Εξάλλου, ο πατέρας δεν έχει την πολυτέλεια να κλάψει τη μοίρα του γιατί η ζωή τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, τα προβλήματα δεν είναι μόνο στο σπίτι αλλά και στον εργασιακό του χώρο, η δύναμη που θα πρέπει να αντλήσει για να τα καταφέρει είναι ανυπολόγιστη. Βαθμολογία: 3

Σκιά (Shadow/Ying, Κίνα/Xoνγκ Κονγκ, 2018).
Δραματική περιπέτεια του Ζανγκ Γιμού.

Το εικαστικό σκέλος της προτελευταίας ταινίας του κινέζου auteur Ζανγκ Γιμού έχει σίγουρα περισσότερο ενδιαφέρον από εκείνο της πλοκής, η οποία, για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά μου προκάλεσε σύγχυση· κάτι που ενδεχομένως να έγινε εσκεμμένα αφού η σκιά του τίτλου προσδιορίζει τους σωσίες των βασιλιάδων της Κίνας της εποχής των Τριών Βασιλείων, οι οποίοι όποτε κρινόταν απαραίτητο καλούνταν να τους αντικαταστήσουν και να φορτωθούν το όποιο βάρος (η ιστορία τοποθετείται ανάμεσα στα 220 – 280).

Ο Γιμού επιστρέφει στη χορογραφία πολεμικών τεχνών, με την οποία τόσο έντεχνα είχε ασχοληθεί στα «Ιπτάμενα στιλέτα» και στον «Ηρωα», και κινηματογραφεί μια ιστορία έρωτα, προδοσίας, πολιτικών δολοπλοκιών και φυσικά θανάτου. Το φιλμ αρχίζει μέσα σε δωμάτια και αργά-αργά βγαίνει έξω στους δρόμους για να μετατραπεί σε κυριολεκτικό μακελειό· ένα λουτρό βίας και αίματος.

Ομπρέλες φτιαγμένες από λάμες στριφογυρίζουν θανάσιμα κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, μαχαίρια εισχωρούν στην ανθρώπινη σάρκα λες και αυτή είναι η θέση τους και συχνά η εικόνα πλησιάζει το ασπρόμαυρο χωρίς η ταινία να είναι ακριβώς ασπρόμαυρη. Το έντονο κόκκινο του αίματος παραπάνω από συχνά στιγματίζει ποιητικά το κάδρο μέσα από πλάνα πραγματικής έμπνευσης (παίζουν: Τσάο Ντενγκ, Λι Σουν, Ράιαν Ζενγκ κ.ά.).Βαθμολογία: 3

Arctic(Ισλανδία, 2018)
Περιπέτεια του Τζο Πένα.

Ενα κατακόκκινο μπουφάν που ξεχωρίζει στο κατάλευκο φόντο του χιονιού εντυπώνεται στη μνήμη από το πρώτο κιόλας πλάνο αυτής της ταινίας. Είναι το μπουφάν που φορά ο Μαντς Μίκελσεν καθ’ όλη την διάρκεια του «Arctic», μιας ακόμα εκδοχής του μύθου του Ροβινσώνα Κρούσου του Ντεφό, τοποθετημένης αυτή τη φορά στην Αρκτική, εκεί όπου το αεροπλάνο του ήρωα έχει πέσει.

Το αεροσκάφος έχει γίνει εδώ και καιρό σπίτι του, ο ίδιος έχει χάσει πια την έννοια του χρόνου. Μοναξιά, απομόνωση, προσπάθεια για επιβίωση, αγωνία για το σήμερα, τρόμος ανάμεικτος με την ελπίδα για το αύριο. Μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες δίνουν νόημα στην εφιαλτική ρουτίνα της καθημερινότητας του ήρωα και ο σκηνοθέτης Τζο Πένα ζητάει από τον θεατή υπομονή, επιφυλάσσοντας στην πορεία κάποιες εκπλήξεις που δίνουν ζωή στο παγωμένο θέαμα.

Η αντιμετώπιση μιας αρκούδας, η εμφάνιση μιας γυναίκας, ο ήχος ενός ελικοπτέρου. Η μόνη λύση είναι το ρίσκο της φυγής που κρύβει μέσα του περισσότερη ζωή από την αστάθεια. Εχουμε ξαναδεί τέτοιες ταινίες «επιβίωσης», ίσως και καλύτερες αν θυμηθεί κανείς τον «Ναυαγό» με τον Τομ Χανκς ή το «Ολα χάθηκαν» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Κάτι ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι το «Arctic», με τη διαφορά ότι η θάλασσα εδώ αντικαθίσταται από το χιόνι, τον σιωπηλό συμπρωταγωνιστή της ιστορίας και ακατανίκητο εχθρό του ανθρώπου.Βαθμολογία: 2 ½



Η χήρα (Greta, ΗΠΑ/ Ιρλανδία, 2018).
Ψυχολογικό θρίλερ του Νιλ Τζόρνταν.

Οι υποκριτικές ικανότητες της Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν χρειάζονται συστάσεις. Η έμπειρη γαλλίδα ηθοποιός αποτελεί εγγύηση σε ό,τι και αν παίξει, ικανή να ανεβάσει ακόμα και μια μέτρια ταινία απλώς και μόνο με την παρουσία της.

Εδώ, σε έναν ακόμη «νοσηρό» ρόλο, υποδύεται άψογα την Γκρέτα, γυναίκα-πάγο που με δόλωμα την τσάντα της, την οποία επίτηδες αφήνει στο βαγόνι ενός τρένου, κατορθώνει να εισβάλει επικίνδυνα στην ζωή της Φράνσες (Κλόε Γκρέις Μόρετζ) που τη βρήκε και της την επέστρεψε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νόστιμο κοκτέιλ παραδοσιακού θρίλερ (τύπου «Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει») και ψυχανάλυσης (η Γκρέτα βλέπει στη Φράνσες μια κόρη) με συναρπαστικά ξαφνιάσματα, ακόμα και αν σε κάποια σημεία η ταινία δεν πείθει σεναριακά. Ο σκηνοθέτης Νιλ Τζόρνταν έχει σίγουρα υπογράψει καλύτερα πράγματα – το «Παιχνίδι των λυγμών» και το «Τέλος μιας σχέσης» παραμένουν τα αριστουργήματά του – αλλά ποτέ δεν παρέδωσε κάτι το αδιάφορο. Βαθμολογία: 2 ½

Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Comments are closed.