Η φωτισμένη είσοδος της οδού Πτολεμαίων

0
Οταν πέσει το φως της ημέρας, ο όγκος των πολυκατοικιών υποχωρεί και η «παράλληλη» πόλη έρχεται στιλπνή στο ημίφως της νύχτας.Εχει γοητεία να παρακολουθεί κανείς τη μεταμόρφωση μιας πόλης όταν βυθίζεται στο σκοτάδι και όταν αποκτά ποιότητες σχεδόν ψευδαισθητικές καθώς οι σκιάσεις και οι φωτισμοί τη μεταμορφώνουν σε σκηνή του θεάτρου.

Η Αθήνα δεν είναι διάφανη τη νύχτα όσο ορισμένες πόλεις του ευρωπαϊκού Βορρά, όπου μπορεί κανείς να δει τα φωτισμένα διαμερίσματα, τις βιβλιοθήκες, τις τραπεζαρίες, τις κινήσεις των ανθρώπων. Η Αθήνα έχει συστολή, παρότι επιδεικνύει χιλιάδες μπαλκόνια, διαθέτει όμως το δικό της χάρισμα της ημιδιαφάνειας, της ενδιάμεσης κατάστασης ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και στη δημόσια ζωή με έναν τρόπο τόσο χωνεμένο, ώστε ανάμεσά τους έχει εγκαθιδρυθεί ισορροπία ή έστω ανοχή.

Πρόσφατα περπατούσα στο Παγκράτι, κοντά στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, με κατεύθυνση εκείνη την θερμή αστική πεδιάδα, ανάμεσα στην Αρχελάου και στην Παυσανίου, όταν το βλέμμα μου σκάλωσε σε μία είσοδο πολυκατοικίας. Είχε βραδιάσει και τα φώτα είχαν ανάψει. Είχα προσπεράσει αδιάφορος σκόρπια φωτισμένα παράθυρα, αλλά κοντοστάθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Πτολεμαίων γιατί εμφανίστηκε μπροστά μου σαν μια φωτισμένη, διάφανη κουρτίνα. Είχε την αύρα μιας εικαστικής εγκατάστασης, καθώς το φως διαχεόταν από μέσα και χυνόταν στο χλωμό πεζοδρόμιο. Ηταν μια πολυκατοικία ιδιαιτέρως συμπαθητική, από τις καλές της εποχής, και η εποχή αυτή, υπολόγισα, ήταν εκείνη η χρυσή επταετία 1957-1964, που θα μπορούσε κανείς να διαστείλει μπρος ή πίσω κατά 2-3 χρόνια. Και το Παγκράτι, σε εκείνο το σημείο, ανέβαινε τότε μετά τη δημιουργία της Βασιλέως Κωνσταντίνου, της προοπτικής ή της ολοκλήρωσης του Χίλτον και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Ηταν μια νέα πόλη μέσα στην πόλη.

Εκεί, σε αυτόν τον αναγεννησιακό πυρετό της Αθήνας, τοποθετούσα την πολυκατοικία που μου είχε ανακόψει τον βηματισμό. Και σκέφτηκα ότι, αν είχα περάσει με το φως της ημέρας, πιθανότατα δεν θα την είχα προσέξει. Ηταν όμως η φωτισμένη είσοδος, που καταύγαζε με μια φωταψία σχεδόν ναρκισσιστική τον έρημο δρόμο, που με έβαλε σε σκέψεις. Ηταν μια από εκείνες τις εξώθυρες, τις τόσο χαρακτηριστικές της εποχής, με σύνθεση μεγάλων γυάλινων επιφανειών και μεταλλικών στοιχείων. Το διπλό πόμολο είχε εκείνο το τυποποιημένο σχέδιο της αντικριστής καμπύλης, σαν άνθη στο ύφος του New Look.

Ηταν όμως από τις ελάχιστες εξώθυρες που είδα έτσι φωτισμένη, σαν να μην είχε τίποτε να φοβηθεί ή να κρύψει. Εδειχνε αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια και συναίσθηση ενός δημόσιου ρόλου. Ηταν μία κίνηση υπέρ της πόλη

Μου ήρθε στον νου η πρωτοβουλία της «Φωτεινής Κυψέλης», που προσπαθεί, σε μια άλλη περιοχή της Αθήνας, να πείσει τους Αθηναίους να γυρίσουν τον διακόπτη και να δουν τη διαφορά. Εχουν χαθεί τόσα καταστήματα και οι δρόμοι τη νύχτα έχουν σκοτεινιάσει. Και όσες βιτρίνες υπάρχουν τη νύχτα κρύβονται πίσω από ρολά. Οι είσοδοι των σπιτιών μένουν σβηστές ή μισοφωτισμένες. Γι’ αυτό χαιρέτισα την εξωστρέφεια της πολυκατοικίας της οδού Πτολεμαίων και προσπάθησα να φανταστώ τους δρόμους στις συνοικίες γεμάτους από εισόδους-πυγολαμπίδες, φανούς και δαδιά τόλμης και αγάπης για την πόλη. Οι πολυκατοικίες έχουν ένα ρόλο να επιτελέσουν. Να μην αμύνονται μόνο, αλλά να προσφέρουν.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ από την έντυπη Κθημερινή

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.