Καταρχήν, η αποζημίωση απόλυσης πρέπει να καταβάλλεται ολόκληρη κατά τον χρόνο της απόλυσης, χωρίς να επιτρέπεται η μερική ή η ελλιπής καταβολή της.
του δικηγόρου-εργατολόγου Γιάννη Καρούζου
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 3 του νόμου 3863/2010, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα τμηματικής καταβολής της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όταν αυτή υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών. Μάλιστα, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τυχόν συμφωνία περί μερικής καταβολής της αποζημίωσης, όταν αυτή δεν υπερβαίνει το ποσό των δύο μηνών, είναι άκυρη. Ελλείψει δε διάκρισης μεταξύ τακτικής (με προειδοποίηση) και άτακτης (χωρίς προειδοποίηση) καταγγελίας, η διάταξη περί τμηματικής καταβολής εφαρμόζεται σε αμφότερες τις περιπτώσεις.
Ειδικότερα, στην ανωτέρω διάταξη ορίζεται ότι, όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Επομένως, είναι άκυρη η συμφωνία για καταβολή της αποζημίωσης τμηματικά, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πέρα από τον ως άνω περιγραφόμενο στο νόμο.
Επί τμηματικής καταβολής της αποζημίωσης, το κύρος της απόλυσης τελεί υπό τον όρο ότι θα καταβληθεί ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό. Η γενόμενη απόλυση δηλαδή, καθίσταται έγκυρη μόνο με την πληρωμή και της τελευταίας δόσης στην καθορισμένη ημερομηνία. Τυχόν καθυστέρηση πληρωμής μίας από τις διμηνιαίες δόσεις, έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η οποία (ακυρότητα) ανατρέχει στην ημέρα της απόλυσης, με συνέπεια όλος ο χρόνος που διέρρευσε να θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
Ως εκ τούτου, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές του χρόνου αυτού, από τις οποίες όμως δικαιούται να εκπέσει το ποσό που ο μισθωτός έλαβε ως αποζημίωση. Το ίδιο ισχύει και την περίπτωση καταβολής δόσης λιγότερης από την οφειλόμενη, ενώ μεταγενέστερη συμπλήρωση αυτής δεν θεραπεύει την ακυρότητα.
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ελλειμματική καταβολή της αποζημίωσης δεν επιφέρει ακυρότητα της απόλυσης, όταν δικαιολογείται κατά την καλή πίστη, όπως σε περίπτωση εύλογης αμφιβολίας για την έκταση της αποζημίωσης.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η ανωτέρω ρύθμιση αφορά περιοριστικά μόνο τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και όχι τους εργατοτεχνίτες, καθώς οι τελευταίοι λαμβάνουν αποζημίωση απόλυσης υπολογιζόμενη σε ημερομίσθια.
πηγή: www.e-forologia.gr