Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική. Αλλά την έκανε αναγνώστης κάτω από το ρεπορτάζ για την νέα προσφυγή των δικαστών κατά του νέου νόμου για την ηλεκτρονική δήλωση πόθεν έσχες:
«Μπορεί να ρωτήσει κάποιος αν οι δικαστές τελικά θέλουν ή όχι να κάνουν δήλωση πόθεν έσχες;».
Η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως οι δικαστές επί σειρά ετών κατέθεταν δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης κανονικά. Όμως κλωτσάνε άσχημα στα δυο τελευταία νομοθετήματα της κυβέρνησης τα οποία έχουν προσβάλλει στο Συμβούλιο Επικρατείας.
Το πόθεν έσχες αποτέλεσε κεντρικό θέμα αντιπαράθεσης πέρυσι μεταξύ κυβέρνησης και δικαστών, τινάζοντας ουσιαστικά τη διαδικασία στον αέρα. Μάλιστα η εμπλοκή στην κατάθεση πόθεν έσχες εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας που εντόπισε η Ολομέλεια του ΣτΕ τον Οκτώβριο του 2017 μετά από προσφυγή των δικαστών, «πάγωσε» και τις διαδικασίες ελέγχων τους.
Το νέο νομοθέτημα πέρασε από τη Βουλή και εκτιμήθηκε πως έλυνε τα ζητήματα που είχε θέσει το Συμβούλιο Επικρατείας και ενσωμάτωνε τις (περισσότερες) διαφωνίες των δικαστών. Προφανώς όμως εκτιμήθηκε λάθος…
Κυβερνητικές πηγές ερμήνευαν τη νέα προσφυγή ως «έμμεση άρνηση των δικαστών να ελεγχθούν». Βέβαια επίσημη τοποθέτηση δεν υπήρξε αν και ο αρμόδιος υπουργός Δημ. Παπαγγελόπουλος θα τοποθετηθεί αφού διαβάσει τα επιχειρήματα των δικαστών στην νέα προσφυγή τους.
Ένα από τα επιχειρήματα των δικαστών είναι ο τρόπος επιλογής των μελών του οργάνου που θα κάνει τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης και ένα δεύτερο το γεγονός ότι συνεχίζει να υφίσταται υποχρέωση δήλωσης των μετρητών χρημάτων και των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας που υπάρχουν στην κατοχή τους . Όπως επίσης και η νομοθετική υποχρέωση εκτίμησης της αξίας των κινητών πραγμάτων από πιστοποιημένο εκτιμητή του υπουργείου Οικονομικών.
Πίσω από τις γραμμές υπάρχουν οι πρώτες σκέψεις για τις ενστάσεις των δικαστών. Ο νόμος προσαρμόζει, όπως ζητούσαν ο έλεγχός τους να γίνεται από την επιτροπή του άρθρου 3Α της Βουλής στην οποία θα προεδρεύει δικαστής και τα 6 από τα 11 μέλη θα είναι επίσης δικαστές.
- Η ένσταση εν προκειμένω είναι πως η επιλογή των δικαστών θα γίνεται από τους επικεφαλής των δικαστηρίων (που επιλέγονται από το υπουργικό Συμβούλιο) και όχι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
- Ένσταση, η οποία παραμένει άγνωστο αν διατυπώνεται, πιθανόν υπάρχει και για το γεγονός ότι στην 11μελη επιτροπή, αντί του συνηγόρου του Πολίτη, θα υπάρχει πλέον η Γενική Επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης, θέση την οποία κατέχει αυτή την περίοδο η κα Μαίρη Παπασπύρου.
- Ένσταση υπάρχει και στο γεγονός ότι με το νομοσχέδιο, είναι υποχρεωτική η δήλωση μετρητών άνω των 30.000 ευρώ (ήταν 15.000 πριν από την προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ) που δεν περιλαμβάνονται σε τραπεζικές καταθέσεις (σ.σ στο στρώμα) καθώς και των κινητών περιουσιακών στοιχείων (πίνακες, τιμαλφή κλπ) άνω των 40.000 ευρώ (ήταν 30.000 ευρώ).
Ο αντίλογος εκ μέρους της κυβέρνησης είχε διατυπωθεί στην εισηγητική έκθεση η οποία χρησιμοποίησε νομολογία και από το εξωτερικό (αλλά και εκθέσεις του ΟΟΣΑ) για να καταλήξει πως «αυξάνονται σημαντικά τα κατώτατα όρια μετρητών εκτός τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία θα πρέπει να δηλώνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, αλλά και η ελάχιστη αξία των κινητών σημαντικής αξίας τα οποία επίσης θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης.
Οι προσαρμογές αυτές γίνονται με βάση τα νεότερα νομολογιακά δεδομένα, ενώ επιχειρείται να ευρεθεί σημείο ισορροπίας μεταξύ των διεθνών προτύπων διαφάνειας, δια των οποίων αξιώνεται να αποτυπώνεται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, και της προστασίας της ιδιωτικότητας που αξιώνεται από το Σύνταγμα».
Μάλιστα γίνεται αναφορά στη νομολογία του ΕΔΔΑ κατά Πολωνίας με την οποία «έχει ήδη κριθεί ότι η απαίτηση συμπερίληψης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης δημοτικού συμβούλου κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10 χιλιάδων ζλότυ Πολωνίας (ήτοι νομίσματος με κατώτερη του ευρώ αξία) δεν συνιστά υπερβολική αξίωση από πλευράς Πολωνικού Κράτους, με δεδομένο ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ζητούνται από πρόσωπα από τα οποία αξιώνεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην οικονομική τους δραστηριότητα».
Σύμφωνα δε με έκθεση του ΟΟΣΑ «στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 80% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας».
Στην κυβέρνηση πάντως προφανώς υπήρξε έκπληξη με την νέα προσφυγή των δικαστών κι αυτό γιατί είχε προβλεφθεί και η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) είχε ενσωματωθεί στο νόμο. Ως γνωστόν η προσφυγές στο ΣτΕ δεν μπορούν να αφορούν νόμο αλλά διοικητικές πράξεις. Προφανώς λοιπόν οι δικαστές περίμεναν να εκδοθεί η απόφαση για τους υπόχρεους σε δήλωση και στράφηκαν κατά αυτού , με αποτέλεσμα να παρασύρουν προς «έλεγχο» και τον νόμο.
Στο ΣτΕ προσέφυγαν και οι 5 δικαστικές Ενώσεις με αίτημα προσωρινής διαταγή προς την πρόεδρο του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, έτσι ώστε να «παγώσει» άμεσα και ο νέος νόμος , στην συνέχεια να ανασταλεί και να ακυρωθεί.
Η δικάσιμος της κυρίας αγωγής προσδιορίστηκε την 1η Μαρτίου 2019 με εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Κουσούλη.