«Δημοπρασίαι Κυριακής 1 Μαρτίου. Θα πωληθώσι διάφορα είδη ζωγραφικής (Μποκατσιάμπη, Βικάτου, Μπραέσσα κ.λπ.), αρζαντερί, κρυστάλ, πορσελάναι»
«Το Βήμα», 27/2/1942
του Βασίλη Γ. Μανουσάκη* από το http://www.efsyn.gr/
«Οι παλιές μεσαίες τάξεις φθίνουν οικονομικά, ζούνε ξεπουλώντας περιουσιακά στοιχεία, έργα τέχνης, έπιπλα κ.λπ. σκεύη και ρούχα και τουαλέτες που αγοράζουν οι καινούργιοι πλούσιοι της μαύρης αγοράς. Ουσιαστικά αυτές οι τάξεις βρίσκονται σε πτώχευση.
Οι καινούργιοι πλούσιοι είναι άτομα τυχοδιωκτικά που δρουν σαν μέσα σε μια ζούγκλα κι ό,τι αρπάξει ο καθένας.
Φυσικά αρκετοί είναι οι παλαιοί πλούσιοι που προσαρμόστηκαν και ξανακάνουν χρήματα με τη μέθοδο των νεόπλουτων, όμως πιο πολλοί είναι οι απροσάρμοστοι που κατρακυλούν αργά ή γρήγορα από τον πλούτο στη φτώχεια.
Συνηθισμένο το παράδειγμα του μαυραγορίτη (μπορεί να είναι παλιός κλητήρας ή σοφέρης) που μόλις αισθανθεί στερεός οικονομικά βγαίνει γυρεύοντας δυο πράγματα στην αγορά: ένα πιάνο και ένα δάσκαλο της γαλλικής για τα παιδιά του.
Στα μάτια των ανθρώπων αυτών το πιάνο και τα γαλλικά αποτελούν, σα να πούμε μια καθιέρωση της κοινωνικής προαγωγής».
(Θεοτοκάς 1987, σ. 387-8, καταγραφή 6/1/1943).
Νεόπλουτοι σε δύσκολους καιρούς
Οι κοινωνικές μεταβολές που χαρακτήρισαν την περίοδο της Κατοχής ήταν τόσο έντονες που γίνονταν σχετικά εύκολα ορατές σε έναν οξυδερκή παρατηρητή της εποχής του, όπως ο Θεοτοκάς.
Η ανατροπή των οικονομικών δεδομένων και κυρίως η έκρηξη του πληθωρισμού και της μαύρης αγοράς δημιούργησαν από τις πρώτες κιόλας κατοχικές εβδομάδες τις βάσεις για μια μεγάλης έκτασης αναδιανομή εισοδήματος.
Η μαζική αναδιανομή συσσωρευμένου πλούτου που ακολούθησε την κατάκτηση ήταν λογική συνέπεια της διπλής προσπάθειας μαυραγοριτών, εργολάβων και προμηθευτών των κατακτητών και εισαγωγέων που εκμεταλλεύονταν τη σταθερή ισοτιμία του μάρκου για φθηνές εισαγωγές:αφ’ ενός να προστατέψουν τα κέρδη τους από τον πληθωρισμό και αφ’ ετέρου να μετατρέψουν την οικονομική τους άνοδο σε κοινωνική, επιδεικνύοντας τον πλούτο τους και υιοθετώντας (με τον τρόπο τουλάχιστον που εκείνοι καταλάβαιναν) κάποιες από τις συνήθειες της παλιάς αστικής τάξης της χώρας.
Το ενδιαφέρον για αγαθά που ώς τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των αστικών πληθυσμών, όπως η προμήθεια πιάνου και δάσκαλου της γαλλικής, δεν ήταν φαινόμενο που περιοριζόταν στους μαυραγορίτες της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων.
Οι αγρότες της επαρχίας, που είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να αυξάνεται το 1941-42, επιδίωκαν πολλές φορές παρόμοια αποκτήματα.
Οπως παρατηρούσε ο γνωστός ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος κατά τη διάρκεια ταξιδιού στους Δελφούς, την άνοιξη του 1942, οι αγρότες της περιοχής «απέκτησαν όλοι πράγματα που ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί να τα αγοράσουν: ραπτομηχανές, ρολόγια ασημένια, πιάτα, πολυθρόνες κ.λπ. Αυτά τα φέρνουν μαυραγορίτες από τη δυστυχισμένη Αθήνα και τα ανταλλάσσουν με λάδι».
Η εντύπωση που αποκόμισε ήταν πως, αν και θα έχυναν το αίμα τους για την απελευθέρωση της χώρας, οι κάτοικοι της επαρχίας «χωρίς να θέλουν να το ομολογήσουν, θα προτιμούσαν να εξακολουθήσει κανένα χρόνο αυτή η κατάσταση. Ως τώρα πλήρωσαν όλα τα χρέη τους και έζησαν λαμπρά. Μια νέα χρονιά θανατηφόρα για την πρωτεύουσα θα τους κάνει πρωτευουσιάνους. Ολοι θέλουν ν’ αγοράσουν σπίτια και αν αυτό είναι δύσκολο, τουλάχιστον οικόπεδα στην Αθήνα» (Βυζάντιος 1994, σ. 249-250, καταγραφή 27/5/1942).
Η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων αγροτών και κτηνοτρόφων δεν μεταφράστηκε σε καθολική βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης μετά την Κατοχή.
Ωστόσο μέρος των κερδών των πρώτων μηνών της Κατοχής χάθηκε λόγω της απειρίας τους στη διαχείριση χρημάτων σε περίοδο πληθωρισμού.
Οπως αναφέρει η έκθεση «επί της Οικονομικής εν γένει καταστάσεως της Ελλάδος» του διευθυντή Α’ της Γεν. Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού, Κωνσταντίνου Βερναρδή (Κάιρο 8/12/1943):
«Επωφελούμενοι των μεγάλων τιμών οι γεωργοί κατόρθωσαν να αποθησαυρίσωσι μεγάλας ποσότητας χαρτονομισμάτων άτινα κατά το πρώτον έτος της Κατοχής εκράτουν κρυμμένα εις τα σεντούκια των. Οταν όμως βραδύτερον αντελήφθησαν, ότι τα φυλασσόμενα χαρτονομίσματα εξηνεμίζεντο ημέρα την ημέρα λόγω της πτώσεως της αξίας της δραχμής, έσπευσαν αφ’ ενός να απαλλαγώσι των κατεχομένων παρ’ αυτών χαρτονομισμάτων διά της αποπληρωμής των παντός είδους χρεών των ιδία προς την Αγροτικήν Τράπεζαν, της αγοράς κτημάτων ώς και της επενδύσεως τούτων εις οιουδήποτε είδους αξίας, αφ’ ετέρου δε να ζητώσι προς πώλησιν των προϊόντων των ανάλογα είδη ως είχον ανάγκην, αρνούμενοι πλέον να πωλήσωσι προϊόντα επί καταβολή δραχμών» [Αρχείο Τσουδερού (ΓΑΚ), Αποστολή Γ, φάκελος Δ’].
Εξάλλου την τελευταία –και περισσότερο βίαιη– περίοδο της Κατοχής οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι έγιναν συχνά θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των κατακτητών και των συνεργατών τους, χάνοντας συχνά την παραγωγή, τα ζώα, το σπίτι ή ακόμα και τη ζωή τους.
Αλλες κατηγορίες κατοχικών νεόπλουτων είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στη διάσωση (ή και τον πολλαπλασιασμό) του νεοαποκτηθέντος πλούτου, όταν τουλάχιστον δεν προτιμούσαν να τον ξοδέψουν για καλοπέραση, όπως έκανε ο μαυραγορίτης εραστής της Μελίνας Μερκούρη «Αλέξης», που θεωρούσε πως «η ζωή έπρεπε να είναι διασκέδαση» αφού πίστευε πως «θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου»(Μερκούρη 1995, σ. 79).
Το πλήθος των διαφημίσεων κέντρων διασκέδασης, καζίνων, μπαρ και ακριβών εστιατορίων, που συναντάει κανείς στις κατοχικές εφημερίδες, επιβεβαιώνει πως στάσεις ζωής σαν κι εκείνη του «Αλέξη» δεν ήταν τόσο σπάνιες όσο θα μπορούσε να περιμένει κανείς στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι πιο συνετοί και έμπειροι προτιμούσαν πάντως να αποταμιεύσουν μέρος τουλάχιστον του πλούτου τους, επενδύοντας σε χρυσά νομίσματα, μετοχές, ακίνητα (στην πρωτεύουσα πουλήθηκαν περίπου 43.000 ακίνητα) ή άλλα αγαθά που θα διατηρούσαν την αξία τους, όπως κοσμήματα, σερβίτσια και υαλικά.
Κάποια από τα αγαθά αυτά ήταν νέα, άλλα ήταν προϊόν της ταχύτατης φτωχοποίησης των μεσαίων (και τμήματος των ανώτερων) στρωμάτων, που, όπως κατέγραφε και ο Θεοτοκάς, αναγκάζονταν να πουλήσουν τις περιουσίες τους για να επιβιώσουν.
Επενδύοντας στις τέχνες
Μία από τις λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό μεθόδους αποθησαύρισης των κατοχικών κερδών ήταν η αγορά έργων τέχνης.
Η ταχύτατη άνοδος της τιμής των τροφίμων και δευτερευόντως της χρυσής λίρας έκανε αρχικά τα έργα τέχνης να μοιάζουν με ευκαιρίες, συντελώντας έτσι στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος ανθρώπων που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τις τέχνες.
Το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον ώθησε σύντομα τις τιμές προς τα πάνω, συμβάλλοντας και στην ταυτόχρονη αύξηση του τζόγου και της απάτης.
Οπως γράφει στο ημερολόγιό του ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος:
«Οι έμποροι των έργων ζωγραφικής όμως κάνουν χρυσές δουλειές. Αφού πούλησαν ό,τι υπήρχε από έργα πεθαμένων ζωγράφων, άρχισαν να πουλάνε τάχατες παλιά έργα άγνωστων καλλιτεχνών. Αυτή η φάμπρικα, που κατέστρεψε κάθε κίνηση στην τέχνη, άρχισε από πέρυσι και κατάκτησε αμέσως το νοήμον κοινό. Ο Ρωμιός, που είναι μέσα του έμπορος, και μάλιστα έμπορος παίκτης, αμέσως προτίμησε το έργο τού τάχατες αγνώστου ζωγράφου, με την ελπίδα ότι μπορεί να έχει βρει θησαυρό, ενώ αγοράζοντας από τους γνωστούς ζωντανούς καλλιτέχνες δεν πρόκειται, τουλάχιστον σύντομα, να ωφεληθεί μεγάλα πράγματα. Ετσι μεγάλα ποσά που διατίθενται από τους καινούργιους πλουσίους που δημιούργησε η νέα κατάσταση καταλήγουν στα πορτοφόλια διαφόρων επιτηδείων» (Βυζάντιος, 1994, σ. 197-8, καταγραφή 20/9/1941).
Ανάμεσα στους πελάτες των εμπόρων τέχνης και των καλλιτεχνών ήταν και Γερμανοί (όπ.π., σ. 198-9), αλλά και λιγοστοί ξένοι εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού.
Το ενδιαφέρον τους όμως συχνά στρεφόταν γύρω από τις αρχαιότητες.
Και μπορεί κάποιοι αξιωματικοί να εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να προβούν σε αρπαγές από μουσεία και συλλογές, άλλοι όμως προσέφευγαν στην τοπική αγορά για να καλύψουν τα γούστα τους, αν και συχνά έβρισκαν τους πωλητές λίγο δύσκολους.
Οπως γράφει στο βιβλίο του ο Σουηδός διπλωμάτης και πρόεδρος της Σουηδο-ελβετικής Επιτροπής Διαχείρισης του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Πολ Μον, στην οδό Πανδρόσου υπήρχε «αγορά αρχαιοπωλών, με καλό τζίρο», αλλά έπρεπε «να παζαρεύει κανείς εδώ με το παλιό ανατολίτικο στιλ, γιατί οι τιμές μπορούν να διπλασιαστούν μέσα σε μία νύχτα» (Μον 2000, σ. 156).
Σύντομα πάντως ο πληθωρισμός επηρέασε και τους στρατιωτικούς μισθούς των κατακτητών μειώνοντας τις ατομικές αγορές ειδών πολυτελείας, αν και κάποιες αγορές για τη διακόσμηση των στρατώνων και των σπιτιών στα οποία φιλοξενούνταν συνεχίστηκαν.
Οι προτιμήσεις του «νοήμονος κοινού»
Για το μεγαλύτερο λοιπόν διάστημα της Κατοχής οι κύριοι αγοραστές ήταν Ελληνες.
Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στους αγοραστές ή στα χρήματα που ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν, αυτό που φαίνεται πως παρέμενε σταθερό ήταν η προτίμησή τους σε ζωγραφικά έργα μιας συγκεκριμένης σχολής (και δευτερευόντως σε χαλιά).
Εναν μήνα μετά την προηγούμενη καταγραφή του ο Βυζάντιος γράφει:
«Μα χωριστά από τα κέντρα διασκεδάσεως, στην οδό Βουκουρεστίου άνοιξαν μικρά παλιατζίδικα που κάνουν χρυσές δουλειές, με τίτλους “Baroque” κτλ. πουλάνε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός από αντικείμενα πραγματικής αξίας. […] Το σοβαρότερό τους εμπόριο είναι τα χαλιά, χαλιά που είναι υπερτιμημένα κατά χίλια τοις εκατό […].
Μεγάλη πέραση έχουν τα έργα ζωγραφικής με τον όρο να μην είναι σύγχρονων ζωγράφων. Είναι απίστευτο, αλλά πιο εύκολα πουλιέται ένα έργο έστω σύγχρονο χωρίς υπογραφή παρά υπογεγραμμένο από έναν γνωστό καλλιτέχνη μας.
Εκείνα όμως που κυρίως πουλιούνται πανάκριβα είναι τα λεγόμενα συλλήβδην “École Hollandaise”. Με αυτή την ονομασία της Ολλανδικής Σχολής κάθε μαύρο και χαλασμένο έργο πουλιέται στους νοήμονες αγοραστές.
Μια σπείρα ολόκληρη, οργανωμένη, κανονίζει τις ανύπαρκτες τιμές αυτών των έργων… Εργα που θα τα έβρισκε κανείς ακόμη πριν από λίγους μήνες στα παλιατζίδικα, πουλήθηκαν δύο και τρία εκατομμύρια. […] Πουλήθηκε Βολανάκης μισό εκατομμύριο…
Θα μου απαντήσετε, τι αξίζει το μισό εκατομμύριο. Βεβαίως όχι μεγάλα πράγματα, αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι με αυτό το ποσό θα μπορούσε ν’ αγοράσει τουλάχιστον είκοσι έργα ζωγράφων σύγχρονων που έχουν την τεχνική αξία του Βολανάκη, τότε θα καταλάβει πως όλη αυτή η φάμπρικα είναι φτιαχτή» (όπ.π., σ. 203-4).
Ο ίδιος περιγράφει επίσης την παραγγελία, από μια μάλλον άγνωστη σε αυτόν (και όχι ιδιαίτερα σχετική με τη ζωγραφική) κυρία, ενός έργου της «Φλαμανδικής Σχολής, πενήντα πόντους επί εβδομήντα… αλλά να είναι αληθινό» και καταλήγει στη διαπίστωση πως, αφού η κυρία θα πλήρωνε «ό,τι της ζητούσαν» για ένα τέτοιο έργο, αυτό «αν δεν βρεθεί θα φτιαχτεί τάχιστα» (σ. 198).
Μπορεί η «υπερτίμηση» που αναφέρει παραπάνω ο Βυζάντιος να ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του πληθωρισμού, ωστόσο η αύξηση της ζήτησης στα έργα τέχνης υπήρξε αδιαμφισβήτητη.
Αποτέλεσμά της ήταν η ίδρυση νέων επιχειρήσεων στον κλάδο, όπως η «Κ. Κωνσταντινίδης και σία», με μοναδικό αντικείμενο την «εμπορία έργων τέχνης»(«Οικονομικός Ταχυδρόμος» 20/10/1941) ή το «κατάστημα έργων τέχνης και χαλιών το “Ιράν”» που άνοιξε σε ένα πρώην παντοπωλείο της οδού Βουλής ο Μιλτιάδης Αγιάνογλου, κατάστημα που του επέτρεψε «ύστερα από χρόνια στενοχώριας και πραγματικών στερήσεων» να κάνει «χρυσές δουλειές» γνωρίζοντας «μέρες οικονομικής άνεσης» (Χρηστίδης 1971, σ. 169 και 541, καταγραφή 30/12/1941).
Δεν ήταν όμως μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία που έδειξε ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στον τομέα της τέχνης.
Το κατοχικό κράτος αποφάσισε να προωθήσει την πώληση έργων τέχνης, οργανώνοντας «ένα είδος πρατηρίου ζωγραφικής στη γωνία των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου», ενώ τον επόμενο Μάρτιο άνοιξε και μονιμότερη έκθεση (Βυζάντιος 1994 σ. 131, καταγραφή 29/12/1941, και Ματθιόπουλος, 2007, σ.278).
Οι κινήσεις αυτές είχαν στην πραγματικότητα διπλή λειτουργία: αφ’ ενός βοηθούσαν τους σύγχρονους καλλιτέχνες να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και αφ’ ετέρου πρόσφεραν «επενδυτικές ευκαιρίες» σε όσους τις είχαν ανάγκη.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για τα έργα τέχνης απασχόλησε και τις ξένες εφημερίδες.
Η ιταλική Corriere della Sera έγραφε ύστερα από σχεδόν έναν χρόνο (28/9/42) πως η ζήτηση ζωγραφικών έργων, περισσότερο ή λιγότερο ονομαστών, ήταν πρωτοφανής στην Ελλάδα και ήταν αποτέλεσμα «της από τινός χρόνου δημιουργίας μιας νέας πελατείας: της τάξεως των οψιγενών φίλων των τεχνών πηγαζούσης εκ του προσφάτου πλουτισμού».
Ανέφερε μάλιστα ότι η τιμή πολλών έργων είχε εκτοξευτεί από 10.000-15.000 σε 300.000-800.000 δραχμές, γνωστοί ζώντες ζωγράφοι, όπως οι Γερμενής και Γεραλής, ξεπερνούσαν το εκατομμύριο, ενώ επιβεβαίωνε και την προτίμηση του νέου κοινού στους παλαιότερους, είτε αυτοί ήταν Ελληνες εκπρόσωποι της σχολής του Μονάχου είτε ξένοι τοπιογράφοι:
● Ιακωβίδης έφτασε τα 8.000.000 δραχμές,
● Λύτρας πουλήθηκε για 10.000.000,
● η «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας» του Βολανάκη έπιασε τα 15.000.000,
● μία μικρή εικόνα του Γάλλου Bertier πουλήθηκε 6.000.000
● και μία ακόμα μικρότερη του Corot 25.000.000 (μετάφραση του άρθρου στο Αρχείο του ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1942/Φ12Υ1, πρέσβης Ι. Ραφαήλ προς ΥΠΕΞ, Αγκυρα, Οκτ. 1942).
Η σκοτεινή πλευρά της τέχνης
Καλλιτέχνες όπως ο Βολανάκης και ο Λύτρας, ακριβώς λόγω της ζήτησης που είχαν, αποτελούσαν διαχρονικά κάποιους από τους αγαπημένους ζωγράφους των πλαστογράφων.
Στην ακμή του φαινομένου, το 1942, μια υπόθεση πώλησης πλαστού έργου του Λύτρα είχε μάλιστα φτάσει μέχρι και τις εφημερίδες, με την εκτόξευση κατηγοριών έναντι καλλιτεχνών, ακόμα και του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, που φέρονταν να δρουν ως εμπειρογνώμονες σε τέτοιες πωλήσεις (Ματθιόπουλος, 2007, σ. 272-3).
Οπως αναφέρει σε συνέντευξή του ένας ανώνυμος μεταπολεμικός πλαστογράφος, ο Βολανάκης, ο Λύτρας και ο Ιακωβίδης δεν σταμάτησαν να πλαστογραφούνται.
Οι αγοραστές που «εξυπηρετούσε» ο εν λόγω πλαστογράφος επί χούντας κάποιες φορές ήταν οι ίδιοι με εκείνους που συναντάμε στην Κατοχή, αφού όπως αναφέρει επρόκειτο για «μια συνομοταξία ανθρώπων που είχαν βγάλει εύκολα λεφτά με διαγωνισμούς δοσμένους από τη στρατιωτική κυβέρνηση, την ώρα που οι αριστεροί διώκονταν. Κάποιοι από αυτούς ήταν μαυραγορίτες στην Κατοχή ή τον Εμφύλιο».
Καταθέτει μάλιστα πως από τα κόλπα που χρησιμοποιούσαν (και χρησιμοποιούν) οι «επιτήδειοι» είναι να βγάζουν ένα πλαστό έργο σε πλειστηριασμό σε υψηλή τιμή και, αν αυτό δεν βρει αγοραστή, τουλάχιστον θα «έχει πάρει το λούστρο ότι βγήκε στο σφυρί», ώστε να μπορεί να πουληθεί ευκολότερα (Μ. Πουρνάρα, «Ενας πλαστογράφος εξομολογείται», «Καθημερινή» 7/12/2008).
⇕ Λύτρας, Ιακωβίδης και Φλαμανδική Σχολή (κάτω πίνακας του Χερλάρ ντε Λερές) αποτελούσαν, μαζί με τον Βολανάκη, τους αγαπημένους καλλιτέχνες του «νοήμονος αγοραστικού κοινού» της Κατοχής.
Δεν είναι γνωστό αν ανάμεσα στους πίνακες που κυκλοφορούν και σήμερα βρίσκονται κάποιες από τις κατοχικές πλαστογραφίες του Βολανάκη ή άλλων ζωγράφων.
Το βέβαιο πάντως είναι πως κυκλοφορούν διάφορα έργα με την υπογραφή Βολανάκη τα οποία απεικονίζουν βύθιση τουρκικού πλοίου (γεγονός που είναι γνωστό ότι ο Βολανάκης ζωγράφισε παραπάνω από μία φορές), όπως ο πίνακας που είδαμε ότι πουλήθηκε επί Κατοχής.
Ενας από τους γνωστούς πίνακες βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος και ένας άλλος σε ιδιωτική συλλογή στην Ελλάδα, αλλά αρκετοί ακόμα έχουν εμφανιστεί σε δημοπρασίες τα τελευταία χρόνια.
Το artnet.com, για παράδειγμα, έχει στο αρχείο του τη δημοπρασία τριών διαφορετικών εκτελέσεων ενός πίνακα με τίτλο «The burning of a Turkish frigate»(διαστάσεων 92×135, 90×131 και 79×154 εκ.), μία με τίτλο «The burning of a Turkish battleship» (το οποίο μάλιστα είναι πανομοιότυπο με το πρώτο, 92×135) και μία με τίτλο «The burning of a Turkish flagship» (100×165,5).
Μπορεί να μην έχει σχέση με την αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, αλλά σε κάποιες δημοπρασίες τέτοια έργα έχουν μείνει απούλητα ή/και έχουν επανεμφανιστεί ελάχιστα χρόνια αργότερα.
Η αύξηση της προσφοράς έργων τέχνης το 1941-42 ήταν λοιπόν κυρίως αποτέλεσμα των πωλήσεων των πεινασμένων μισθωτών, συνταξιούχων και γενικά χαμένων του πρώτου ειδικά χειμώνα της Κατοχής, αλλά και της δραστηριότητας της «φάμπρικας» που αναφέρει ο Βυζάντιος.
Αργότερα είχαμε ένα τρίτο κύμα, εκείνο που προερχόταν από τις εβραϊκές περιουσίες.
Αν και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας οι Εβραίοι ήταν σχετικά ολιγάριθμοι και μικρό μόνο μέρος τους κατείχε έργα τέχνης, στη Θεσσαλονίκη τα θύματα αποτελούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και οι περιουσίες προς πώληση ή αρπαγή ήταν αρκετά περισσότερες.
H ειδική γερμανική μονάδα που εκτελούσε πολλές από τις αποστολές αυτές (Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg), ενδιαφέρθηκε ειδικά για τις βιβλιοθήκες και τα αρχεία των ισραηλιτικών κοινοτήτων, αλλά δεν παρέλειψε και άλλα αντικείμενα, όπως κειμήλια του Αγίου Ορους, ενώ είναι γνωστό ότι προχώρησε σε αρπαγές έργων τέχνης πανευρωπαϊκά.
Πανευρωπαϊκό φαινόμενο
Η πώληση ή λεηλασία κοσμημάτων, έργων τέχνης, χρυσών λιρών και ακινήτων και η χρησιμοποίησή τους ως μέσου αποθησαύρισης μαυραγοριτών, συνεργατών των κατακτητών ή όσων μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη θέση τους στον μηχανισμό κατοχής δεν ήταν φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό.
Η ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε την πώληση έργων της λεγόμενης «εκφυλισμένης τέχνης» (ουσιαστικά δηλαδή της μοντέρνας τέχνης, την οποία θεωρούσε αντιγερμανική και τη συνέδεε με τον «εβραιομπολσεβικισμό») για την εξεύρεση πολύτιμου συναλλάγματος, αλλά και άλλων έργων που θεωρούσε «συμβατά» με το γερμανικό πνεύμα.
Πολλά από τα ανεπιθύμητα έργα καταστράφηκαν και κάποιες χιλιάδες ακόμα πουλήθηκαν μέσω μιας μικρής ομάδας έμπιστων εμπόρων τέχνης.
Χιλιάδες ακόμα λεηλατήθηκαν ή αγοράστηκαν από τις γερμανικές αρχές από τις κατεχόμενες χώρες.
Αν και ομολογουμένως έσωσαν κάποια έργα από την καταστροφή, οι έμπιστοι αυτοί έμποροι τέχνης κατάφερναν παράλληλα να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη εμπλουτίζοντας συχνά όχι μόνο τη συλλογή υψηλά ιστάμενων στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά και την προσωπική τους.
Ο Hans Posse, γενικός διευθυντής της κρατικής πινακοθήκης της Δρέσδης και του Μουσείου του Φίρερ, σημείωνε σε έκθεσή του πως μέχρι το τέλος του 1940 είχαν εξαχθεί από την Ολλανδία προς τη Γερμανία έργα αξίας 8 εκατομμυρίων φιορινιών.
Από αυτά είχε πουλήσει ο ίδιος στον Χίτλερ και στον Γκέρινγκ έργα συνολικής αξίας 3 εκατομμυρίων (Petropoulos 2000, σ. 69).
Ανάμεσα μάλιστα στα έργα που οι έμπιστοι έμποροι αγόρασαν για τον Γκέρινγκ ήταν και ένα του Van Meegeren, του πλέον πετυχημένου Ολλανδού πλαστογράφου της περιόδου, το οποίο πουλήθηκε το 1942 ως έργο του Jan Vermeer στην αστρονομική τιμή των 1.650.000 φιορινιών (Whynne, 2006, σ. 257-8).
Κάποια από τα έργα που λεηλατήθηκαν ή αγοράστηκαν την περίοδο εκείνη εξακολουθούν να αγνοούνται ή να ψάχνουν τον ιδιοκτήτη τους.
Το 2012 ανακαλύφθηκαν στη συλλογή του Cornelius Gurlitt, γιου ενός άλλου από τους έμπιστους εκείνους εμπόρους, 1.406 έργα τέχνης, με συνολική εκτιμώμενη αξία ενός δισεκατομμύριο ευρώ, αρκετά από τα οποία έχει επιβεβαιωθεί πως είχαν βίαια αφαιρεθεί από τους ιδιοκτήτες τους (συνήθως Εβραίους) την περίοδο του πολέμου.
Η διαπίστωση πως σε περιόδους αύξησης της οικονομικής ανισότητας αυξάνεται και η κατανάλωση ειδών πολυτελείας, όπως τα ακριβά έργα τέχνης, δεν είναι βέβαια νέα, ούτε αφορά αποκλειστικά τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει για την αγορά έργων τέχνης στην κατεχόμενη Γαλλία, το φαινόμενο εκεί ίσως ήταν ακόμα περισσότερο έντονο.
Το 1941-45 οι πωλήσεις έργων τέχνης εκτοξεύτηκαν στο διπλάσιο και τριπλάσιο των προπολεμικών, αύξηση μεγαλύτερη από εκείνη άλλων πολυτελών αγαθών.
Αιτία ήταν ότι στην περίπτωση της Γαλλίας η τέχνη αποδείχθηκε περισσότερο προσοδοφόρα, τόσο από τον χρυσό όσο και από τις άλλες εναλλακτικές (Oosterlinck 2013).
Η συγκεκριμένη μορφή επένδυσης προσέφερε και άλλα προτερήματα, όπως το χαμηλότερο δημόσιο προφίλ (όταν το επιθυμούσε τουλάχιστον ο αγοραστής), η μικρότερη (ή καθόλου) φορολογία, η πλήρης νομιμότητα (σε αντίθεση με τις προμήθειες π.χ. χρυσού στη μαύρη αγορά) καθώς και ασφάλεια τόσο απέναντι στον πληθωρισμό όσο και απέναντι σε μεταπολεμικές διεκδικήσεις των πωλησάντων, όπως έγινε με την περίπτωση των ελληνικών κατοχικών ακινήτων.
Σύμφωνα μ’ έναν μελετητή της κατοχικής αγοράς τέχνης της Γαλλίας, η Κατοχή, παρά τα όποια προβλήματα, «ήταν θεόσταλτη για την αγορά έργων τέχνης του Παρισιού», αφού έβαλε τέλος στην παρατεταμένη κρίση της δεκαετίας του 1930, όταν οι τιμές είχαν πέσει ώς και κατά 70% (Feliciano 1997, σ. 123).
Στην Ελλάδα, με την πολύ μικρότερη –σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη– αγορά έργων τέχνης, τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου και τις ανεπαρκείς καταγραφές τέτοιων αγοραπωλησιών, είναι δύσκολο να εξαχθούν το ίδιο ακριβή συμπεράσματα για την έκταση του φαινομένου και την αποδοτικότητα των έργων τέχνης ως μεθόδου αποθησαύρισης.
Η μικρότερη εξοικείωση του κατοχικού αγοραστικού κοινού και η πρωτοφανής έκταση του πληθωρισμού φαίνεται πως καθιστούσαν τον χρυσό, και ειδικά τα χρυσά νομίσματα, περισσότερο περιζήτητη (και πιθανότατα περισσότερο αποδοτική, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) μορφή επένδυσης.
Για τους γνώστες όμως, καθώς και για όσους μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την άγνοια των σοφέρ, κλητήρων ή λοιπών νεόπλουτων, η Κατοχή προσέφερε σημαντικές ευκαιρίες για επενδύσεις σε έργα τέχνης, κάποια από τα οποία πιθανότατα κρέμονται ακόμα και σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές που δημιουργήθηκαν την περίοδο 1941-44, ενώ σημαντικό ήταν και το κοινωνικό όφελος που προέκυψε από την κοινωνική καταξίωση που προσέφεραν αυτά τα έργα τέχνης (συχνά ακόμη και τα πλαστά) στους νέους τους ιδιοκτήτες.
* διδάκτορας Ιστορίας του ΑΠΘ
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος