Την πρώτη φορά που τον είδαμε χιόνιζε. Παραμονή πρωτοχρονιάς, το κρύο τσουχτερό, πελάτες πουθενά. «Το χιόνι μας έλειπε τώρα», σχολίασε από την πόρτα του μαγαζιού του ο Τάκης. «Κανείς δε θα βγει για ψώνια, μαύρες γιορτές θα κάνουμε», σιγοντάρισε η κυρία Ελένη από απέναντι. Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας. «Ώρα να κλείνουμε», είπα, έτσι για να πω κι εγώ κάτι, να συνεισφέρω το κατιτίς μου στη συζήτηση.
[Έτσι μιλάμε πια, εμείς οι έμποροι. Αποσπασματικά. Μονόλογοι που δεν τέμνονται πουθενά. Μιλάμε για το ίδιο – την οικονομική κατάσταση, την κατάρρευση της αγοράς, την έλλειψη ρευστού – αλλά ο καθένας σκέφτεται την πάρτη του, τα δικά του βάρη. Ούτε κοιταζόμαστε πια. Στρέφουμε το βλέμμα στον άδειο δρόμο και παραμιλάμε φωναχτά. Έτσι μιλάμε πια, εμείς οι άνθρωποι].Και τότε εμφανίστηκε αυτός από το πουθενά. Κατέβηκε τον δρόμο γρήγορα χωμένος στο παλτό του κι έστριψε αποφασιστικά στη στοά του παλιού εμπορικού που εδώ και χρόνια ρήμαζε αβοήθητο. Καμιά αβεβαιότητα στο βήμα του, ήξερε ακριβώς πού πάει και τι πρέπει να κάνει. Πλησίασε τους άστεγους της στοάς, έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και τα μοίρασε ακριβοδίκαια σε όλους. Σε δευτερόλεπτα είχε αδειάσει το εμπόρευμα, χαιρέτησε τους εμβρόντητους ταλαίπωρους με ένα νεύμα και ξεμάκρυνε γρήγορα.
Από τότε, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, περνάει από τη γειτονιά, στρίβει στη στοά, μοιράζει τσιγάρα και εξαφανίζεται. Ποτέ δεν κοντοστέκεται σε κάποια βιτρίνα, ποτέ δεν περιμένει στη στάση, ποτέ δεν ανταλλάζει κουβέντα με κανέναν. Ούτε καν με τον Γιώργο, τον κουλουρά της γωνίας που τον ξέρουν και οι πέτρες εδώ. «Δεν μου αρέσει η φάτσα του», λέει ο Τάκης. «Μα είναι δυνατόν να δίνει τσιγάρα σε άστεγους? Αυτό τους λείπει?», σιγοντάρει η κυρία Ελένη από απέναντι.
[Ποτέ κανένας μας δεν έδωσε τίποτα σ΄ αυτούς τους ανθρώπους. Ούτε τυρόπιτα, ούτε καφέ, ούτε καν μια καλημέρα. Η κυρία Ελένη δε, έχει ζητήσει επανειλημμένα από την αστυνομία να τους πάρει από εκεί. «Βρωμίζουν τη γειτονιά, είναι εστία μολύνσεως», λέει και τονίζει την κάθε συλλαβή. Πάντα έτσι κάνει, όταν ξεστομίζει δύσκολες λέξεις].
Κι αυτοί οι ίδιοι έκπληκτοι παρακολουθούν το νεαρό με το παλτό που τους χαρίζει τσιγάρα. Είναι που είναι ασυνήθιστοι σε ανάλογες χειρονομίες. Είναι που δεν περίμεναν να φροντίζει κάποιος όχι για τα απαραίτητα (φαί, κουβέρτες), αλλά για τη διασκέδασή τους, το μεράκι, το πάθος τους. Πίσω από τη θαμπή βιτρίνα μου είδα τον Μένιο, τον πιο παλιό της στοάς, να χαμογελάει στο νεαρό, απλώνοντας το χέρι.
[Ο κυρ Μένιος δεν ήταν πάντα άστεγος. Λίγα χρόνια πριν ήταν ένας από εμάς. Ανησυχούσε για το ΦΠΑ, πλήρωνε το ενοίκιο, κατσούφιαζε όταν χιόνιζε και άδειαζε ο δρόμος. Έβγαινε κι αυτός στο πεζοδρόμιο, να εδώ λίγο πιο πάνω από το καπνοπωλείο που τώρα είναι τα γραφεία της Χρυσής Αυγής και κατέθετε το δικό του μονόλογο στη γειτονιά των εμπόρων].
«Δε μου αρέσει η φάτσα του», επιμένει ο Τάκης. «Για ποιος περνιέται? Εμείς δεν έχουμε να φάμε κι αυτός μοιράζει τσιγάρα». Τσιγάρα στους άστεγους. Τσιγάρα στα φαντάσματα της στοάς. Στους ανθρώπους που κάθε μέρα αντικρίζουμε και ποτέ μας δε μιλάμε. Ακόμα και ο κυρ Μένιος με τον καιρό αφομοιώθηκε, μάζεψε, έγινε μια άμορφη, ξεδοντιάρικη μάζα, κρυμμένη κάτω από σαρακοφαγωμένες κουβέρτες και ξεχάσαμε ότι κάποτε, όχι πολύ παλιά, ήταν ένας από εμάς. Ενώ τώρα δεν είναι. Γιατί αν δεν αγκομαχά για το ΦΠΑ, δε λογίζεται δικός μας.
[Κάπνιζε και παλιά ο κυρ Μένιος. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, δεκάδες γόπες συνωστίζονταν στη βάση της νεραντζιάς έξω από το μαγαζί του. Ρουφούσε το καπνό μανιωδώς, πάντα βιαστικά. Χθες όμως, τον είδα να απολαμβάνει το δώρο του νεαρού, να ρουφάει τον καπνό αργά, να γεμίζει τα πνευμόνια του με δαύτον κι έπειτα να τον αδειάζει στον αέρα κάνοντας κυκλάκια. Αργά κι ιεροτελεστικά, όπως αρμόζει σε κάποιον που δεν βιάζεται και ξέρει να απολαμβάνει].
Θα ήθελα πολύ να τον ρωτήσω γιατί το κάνει. Γιατί προσφέρει σ’ αυτούς τους ανθρώπους μια απόλαυση που σε καμία περίπτωση δεν ταιριάζει με τη ζωή τους. Οι περισσότεροι είναι μονίμως άρρωστοι, βήχουν, έχουν πυρετό, παραμιλάνε. Ακόμα και οι πιο εξαθλιωμένοι όμως, όταν βλέπουν το νεαρό χαμογελούν. Αυτός ποτέ δε στέκεται, δεν ανοίγει συζήτηση μαζί τους. Τους μοιράζει τα τσιγάρα, χαιρετά και φεύγει. Θα έλεγε κανείς ότι τρέμει μην ακούσει κάτι. Κάτι σαν ευχαριστώ, ίσως.
Η κυρία Ελένη από απέναντι, βρήκε τον τρόπο. Απευθύνθηκε στα «παλικάρια με τα μαύρα» και θα καθαρίσουν στο πι και φι τη στοά. «Αφού η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται, το κράτος αδιαφορεί, πρέπει να κάνουμε εμείς κάτι». Έτσι λέει η κυρία Ελένη. Και σκύβοντας συνωμοτικά μου ψιθυρίζει : «τους είπα ψέματα ότι είναι και αλλοδαποί που κοιμούνται στην στοά…καταλαβαίνεις, για να ενδιαφερθούν…».
«Και ο κυρ Μένιος?» της λέω, «τι θα απογίνει ο κυρ Μένιος? Εδώ είναι η γειτονιά του». Κουνάει το κεφάλι, σα να απευθύνεται σε μικρό παιδί που δεν καταλαβαίνει τίποτα : «Ας πρόσεχε ο κυρ Μένιος…ας πρόσεχε…».[Έχει δίκιο η κυρία Ελένη. Δεν είναι πια ένας από εμάς ο κυρ Μένιος. Σ’ αυτόν τον τόπο μόνο οι νοικοκυραίοι επιζούν].
Το ερώτημα όμως παραμένει. Ποιος είναι ο νεαρός με το παλτό και γιατί μοιράζει τσιγάρα σε ανθρώπους με αναπνευστικά και όχι μόνο προβλήματα?
Άγγελος πρέπει να είναι. Που θέλει να τους πάρει από τη στοά της κυρίας Ελένης και να τους πάει μια ώρα αρχύτερα στην αντίπερα όχθη. Πόσο χειρότερα θα είναι εκεί?
[Μόνο να μην έχει νοικοκυραίους. Μόνο αυτό, τίποτε άλλο].