Ένας επιμορφωτικός περίπατος με την αρχαιολόγο Πέγκυ Ρίγγα με αφορμή την ανακοίνωση για τη μεταφορά της «Κοιμωμένης» του Γιαννούλη Χαλεπά, του πιο εμβληματικού έργου της νεοελληνικής γλυπτικής, στην Εθνική Γλυπτοθήκη
της Μερόπης Κοκκίνη
[…] Είναι όμορφα και ήσυχα πολύ στο Πρώτο Νεκροταφείο. Ειδικά αυτή την εποχή που η φύση οργιάζει –και σε πολλές περιπτώσεις κάνει μόνη της τη δουλειά της, ιδιαίτερα στους παραμελημένους τάφους–, είναι μια ωραία ιδέα για βόλτα στο κέντρο της πόλης και μια ευκαιρία να το θαυμάσει κανείς ως ένα υπαίθριο μουσείο ή μια ανοιχτή γλυπτοθήκη. Φυσικά, αυτή η προτροπή δεν είναι κάτι καινούργιο, μια και ήδη από το 1840 το Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας αναφέρεται στους τουριστικούς οδηγούς της εποχής ως η υπαίθρια γλυπτοθήκη της πόλης.
Όπως με ενημερώνει η αρχαιολόγοςΠέγκυ Ρίγγα: «Καθώς διαβάζουμε σε περιοδικά της εποχής, συγκαταλεγόταν από τα μέσα του 19ου αιώνα στα αξιοθέατα της πόλης. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την εποχή του Ρομαντισμού, οπότε η μελαγχολία που αποπνέουν παρόμοιοι χώροι ήταν όχι μόνο ανεκτή αλλά ιδιαίτερα αρεστή. Κυρίαρχο στοιχείο της περιόδου είναι η έμφαση στο συναίσθημα όχι τόσο εναντίον της λογικής όσο εναντίον της μονόπλευρης κυριαρχίας της λογικής.
Το κλασικιστικό μοτίβο της «Κοιμωμένης» ή «Αναπαυομένης» έχει δοθεί και από άλλους γλύπτες στο ίδιο νεκροταφείο – κανένα όμως από τα έργα αυτά δεν έχει τη θερμότητα του έργου του Χαλεπά, που υπερβαίνει τα όρια του νεοκλασικισμού στην κατεύθυνση της προσωπικής του ερμηνείας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε μόνο το πρόπλασμα, ότι το μαρμάρινο έργο βγήκε από τα χέρια δύο Τήνιων μαρμαρογλυπτών και αρχικά δεν έφερε την υπογραφή του Χαλεπά! Ωραίες, τρυφερές, γαλήνιες υπάρξεις, οι «κοιμώμενες» είναι μια άλλη μορφή αγγέλων του θανάτου. Πρόκειται για ήπιες, χαμηλόφωνες παραφράσεις ευρωπαϊκών προτύπων.
Το 1896 έγινε το πρώτο γενικό τοπογραφικό σχέδιο του νεκροταφείου, θεωρημένο από τον δήμαρχο της Αθήνας Λάμπρο Καλλιφρονά με αφορμή τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, με την προοπτική να προσελκύσει ξένους επισκέπτες, καθώς οι διεθνείς τουριστικοί οδηγοί το αναφέρουν ήδη ως αξιοθέατο, με την παρατήρηση ότι “είναι όμορφα διευθετημένο και πλούσιο σε μαρμάρινα μνημεία, δυστυχώς όχι πάντα καλόγουστα”».
Αναρωτιέμαι αν μπορεί να δει κανείς την ιστορία της Αθήνας μέσα από τα μνήματα του Πρώτου, μια και εδώ έχουν ταφεί πολλές γνωστές προσωπικότητες του δημόσιου βίου. Η Πέγκυ Ρίγγα έχει άλλη γνώμη. Πιστεύει πως εδώ μπορούμε να δούμε μια ιστορία της Αθήνας, και όχι την Ιστορία. «Σίγουρα ο περιηγητής θα συναντήσει πολλά γνωστά ονόματα από τον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών και της πολιτικής. Εδώ είναι θαμμένοι πολλοί αγωνιστές του ’21, δηλαδή αυτοί που επέτρεψαν κατά κάποιον τρόπο τη δημιουργία αυτού του νεκροταφείου, αφού συνέβαλαν στην ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά και μορφές που σημάδεψαν τη νεότερη Ιστορία. Θα συναντήσει εικαστικούς, αρχιτέκτονες, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, λογοτέχνες και συγγράφεις κάθε είδους. Δεν θα δει όμως ποτέ την Ιστορία ολόκληρη, παρά μόνο θραύσματα αυτής. Καθένας θα την αναγνώσει διαφορετικά, γιατί θα ψάξει να βρει τους τάφους των ανθρώπων που τον αντιπροσωπεύουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα δημιουργήσει μια εκδοχή της ιστορίας της Αθήνας, αλλά αυτή θα είναι αποκλειστικά δική του.
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα περισσότερα ταφικά μνημεία ανήκουν σε άνδρες και γυναίκες που δεν διακρίθηκαν ούτε οι ίδιοι ούτε η ζωή τους. Πολύ συχνά μοιάζει ο τάφος να είναι ό,τι πιο σημαντικό τούς έτυχε. Ακόμη και σήμερα συναντάς ανθρώπους που καμαρώνουν απλώς με το γεγονός ότι ο οικογενειακός τους τάφος βρίσκεται εδώ. […]
Στο Πρώτο Νεκροταφείο έχουμε μικρές έως και πολύ μεγάλες κατασκευές που χαρακτηρίζονται για το ρομαντικό-κλασικιστικό ύφος τους. Στην πλειονότητά τους είναι μνημεία στα οποία τον τόνο δίνουν στοιχεία της κλασικής αρχιτεκτονικής. Έχουμε και περιπτώσεις αντιγραφής γνωστών μνημείων της αρχαιότητας, όπως το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, του γνωστού μας ως «φανάρι του Διογένη» στην Πλάκα. Υπάρχουν ωστόσο και άλλων ρυθμών μνημεία, αιγυπτιακού, γοτθικού ή βυζαντινού, καθώς και τάφοι με στοιχεία διαφόρων ρυθμών, κυρίως από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν η αρχιτεκτονική διακρίνεται εν γένει από εκλεκτικιστικές τάσεις. Αντίθετα, η γλυπτική είναι σχεδόν στο σύνολό της κλασικιστική, με το βλέμμα στραμμένο στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες, έστω μέσω ερμηνειών ευρωπαϊκής, τις περισσότερες φόρες, προέλευσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι μαρμαρογλύπτες που ήρθαν στην Αθήνα, τα αδέρφια Μαλακατέ από τα Υστέρνια της Τήνου, ονόμασαν το εργαστήριό τους «Ερμογλυφείον», γεγονός που σημαίνει ότι επιδίωκαν τη συσχέτιση με την αρχαιότητα. Λίγο αργότερα, οι Φυτάληδες έφτιαξαν σε πρόπλασμα τον τάφο του Μιχαήλ Τοσίτσα, το εξέθεσαν στο εργαστήριό τους και καλούσαν με ανακοινώσεις στον Τύπο το κοινό να το επισκεφτεί, 3-5 το απόγευμα, «κατά τους νεώτερους χρόνους προς τα αρχαία έθιμα αποβλέποντες και τους παλαιούς μας προγόνους μιμούμενοι».
Η αποκαλούμενη «στηληφιλία» που παρατηρείται, δε, είναι μοναδική περίπτωση στον κόσμο. Το πρόβλημα, φυσικά, είναι κατά πόσο γνώριζαν οι γλύπτες τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες από πρώτο χέρι και σε τι ποσοστό ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν μπόρεσαν να δώσουν προσωπικές, πρωτότυπες λύσεις, τη στιγμή που είχε παγιωθεί ήδη το κλασικιστικό στυλ από τα μέσα του 18ου αι. στη Δυτική Ευρώπη.
Στο Πρώτο Νεκροταφείο υπάρχουν πάνω από 12.000 μνήματα και 700 μνημεία, που εκτείνονται σε έκταση 225 στρεμμάτων. Μια επίσκεψη δεν φτάνει. Επίσης, από τη στιγμή που μιλάμε για έναν κήπο ουσιαστικά, η αίσθηση αλλάζει από εποχή σε εποχή. Δεν είναι μια αίθουσα μουσείου, είναι ένας ζωντανός χώρος που αλλάζει μέρα με τη μέρα. Τώρα την άνοιξη η ζωή θριαμβεύει άλλη μία φορά επί του θανάτου.
Είναι πολλοί οι σημαντικοί γλύπτες που έχουν γλυπτά τους μέσα στο κοιμητήριο. Και δεν είναι μόνο γλύπτες αλλά και ζωγράφοι, χαράκτες, ακόμη και αρχιτέκτονες. «Μιλάμε για ενάμιση αιώνα νεοελληνικής τέχνης, που εκτείνεται από την εποχή του Ρομαντισμού και του Νεοκλασικισμού μέχρι και τον Μοντερνισμό. Είναι ίσως και θέμα προσωπικών αισθητικών προτιμήσεων. Εγώ, για παράδειγμα, έχω αδυναμία στην τέχνη του 19ου αιώνα, οπότε με συγκινούν περισσότερο τα έργα του Χαλεπά, του Βιτσάρη, των αδερφών Μαλακατέ, των αδερφών Φυτάλη, του Φιλιππότη κ.ά. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω την αξία των έργων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα, όπως αυτά του Τόμπρου και του Ζογγολόπουλου» λέει η Πέγκυ Ρίγγα.
Τι γνωρίζουμε όμως για την ίδρυση, τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του Πρώτου;
«Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποτέ ιδρύθηκε, ούτε ποιος ήταν ο αρχικός σχεδιαστής του. Είναι βέβαιο ότι λειτουργούσε πριν από τον Δεκέμβριο του 1837, όταν έγγραφο αναφέρεται στην περιτείχιση του χώρου. Την 1η Δεκεμβρίου 1834 η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μεταφέρεται στην Αθήνα και φαίνεται ότι αμέσως αρχίζει η διαδικασία δημιουργίας σύγχρονου νεκροταφείου. Με το διάταγμα του 1834 «Περί νεκροταφείων και ενταφιασμού των νεκρών απαγορεύεται ο ενταφιασμός στον περίβολο των ναών για λόγους υγιεινής και καθορίζεται ότι κάθε δήμος πρέπει να κατασκευάσει με δική του δαπάνη νεκροταφείο που να απέχει τουλάχιστον 100 μέτρα από την πόλη. Ο χώρος πρέπει να βρίσκεται βόρεια ή ανατολικά της πόλης, αν είναι δυνατόν πάνω σε κάποιον λόφο, όπου πνέουν άνεμοι, για να αερίζεται καλά, να είναι ευρύχωρος και να περιτειχίζεται με φράκτη. Το δε προς την πόλιν αντικρίζον μέρος να είναι δενδρόφυτον». Με βάση το διάταγμα επιλέχθηκε ο λόφος του Μετς, που βρισκόταν νοτιοανατολικά της πόλης, σε τόπο καλά αεριζόμενο. Εδώ βρίσκονταν και οι ανεμόμυλοι της Αθήνας, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Στην ίδρυσή του ίσως να συνετέλεσε και το γεγονός ότι ήταν ήδη χαραγμένη η σημερινή οδός Αναπαύσεως, η οποία ταυτίζεται με την αρχαία οδό που οδηγούσε από τις Διομείες Πύλες στο Σούνιο. Ο ίδιος αυτός δρόμος, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, συνέδεε την περιοχή με την πόλη μέσω της Πύλης του Αδριανού. Πιθανώς, στην επιλογή να συνετέλεσε και η παριλίσια θέση του (παλιές θρησκευτικές και μεταφυσικές δοξασίες σχετικά με το νερό ως στοιχείο καθαρμού, αλλά και καθαρά για λογούς υγιεινής).
Στα επόμενα χρόνια επεκτάθηκε, ανεγέρθηκαν οι ναοί και τα απαραίτητα κτίσματα με πρότυπο το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας τον Κεραμεικό. Το 1842 συντάχθηκε ο κανόνας λειτουργίας του. [,,,]
Το πεντελικό μάρμαρο είναι σχεδόν το αποκλειστικό υλικό που χρησιμοποιείται. Οι μαρμαροτεχνίτες, Τηνιακοί οι περισσότεροι, χρησιμοποιούν το λευκό πεντελικό μάρμαρο κατά παραγγελία των πλούσιων πελατών τους.
Πενθούν πνεύμα.
Πρόκειται συνήθως για τη γυμνή ή ντυμένη φτερωτή, νεανική, ερμαφρόδιτη μάλλον μορφή με χαμηλωμένο κεφάλι, που κρατά μια ανεστραμμένη δάδα σε διάφορες στάσεις. Δεν συναντάται στα αρχαία ελληνικά επιτύμβια της κλασικής περιόδου, ούτε και στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Ο Canova πρώτος έπλασε τον εικονογραφικό τύπο του πενθούντος πνεύματος, δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσα στην εικονογραφία της αρχαιότητας και τις ανάγκες της νεότερης εποχής, με καταβολές στην ελληνιστική και στη ρωμαϊκή τέχνη.
Τον ταφικό αυτό τύπο τον επανέφερε στη νεότερη Αθήνα κυρίως ο Χριστιανός Ζίγκελ, διακεκριμένος Βαυαρός γλυπτής.
Το παλαιότερο μνημείο αυτού του τύπου είναι το επιτύμβιο του Μιχαήλ Πατουχίου, έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ (1855). Αποτελεί παραλλαγή του πενθούντος πνεύματος, η μοναδική περίπτωση που απεικονίζεται σε αυτό τον τύπο, και μάλιστα γυμνή, σύμφωνα με τον τύπο που απαντά στο μνημείο Stuart του Canova στη Ρώμη το 1819.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίζεται μια βασική παραλλαγή του τύπου, με το πενθούν πνεύμα ολόγλυφο άλλοτε να θρηνεί κι άλλοτε να στοχάζεται πάνω στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Πολύ κοντά στο πενθούν πνεύμα είναι το μοτίβο της γυμνής ή ντυμένης γυναικείας μορφής πάνω στον τάφο που θρηνεί κι εμφανίζεται για πρώτη φορά στο επιτύμβιο ανάγλυφο της οικογένειας Λουριώτη, έργο του Γ. Φυτάλη (1856).
Αντίστοιχες ολόγλυφες μορφές απαντούν στο α’ μισό του 20ού αι.
το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO