Η Πρωτοχρονιά του 1895 είναι η μέρα-ορόσημο για την ανατροπή της κυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη και την απομάκρυνση του ίδιου από την πολιτική με αιτία την προσπάθειά του να αυξήσει τον τότε… ΕΝΦΙΑ. Το σχετικό νομοσχέδιο, στην πτωχευμένη τότε Ελλάδα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα που πυροδότησε την «έκρηξη», αυτή τη φορά των ισχυρών.
του Σταύρου Μαλαγκονιάρη*
Το νομοσχέδιο προέβλεπε αύξηση στους φόρους οικοδομής και επιτηδεύματος. Η κατάθεσή του στη Βουλή έγινε η αφορμή για να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο ανατροπής του Τρικούπη από έναν συνασπισμό των πιο ετερόκλητων δυνάμεων.
Πρωταγωνιστής (ποιος άλλος;) το Παλάτι, που ταυτιζόμενο με τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων, ηγήθηκε, ουσιαστικά, του αντιτρικουπικού αγώνα, οδηγώντας, την κρίσιμη στιγμή, σε παραίτηση την κυβέρνηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε βασιλιάς Γεώργιος δεν… δυσκολεύτηκε να συμφιλιωθεί ακόμα και με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, άλλοτε πολέμιο του κατεστημένου και του θρόνου, Θ. Δηλιγιάννη, αφού παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές.[¹]
Η κυβέρνηση είχε βέβαια χάσει σταδιακά τα ερείσματά της στις λαϊκές τάξεις λόγω της σκληρής φορολογίας που επέβαλε μετά την πτώχευση της χώρας και τη στάση πληρωμών προς το εξωτερικό, τον Δεκέμβρη του 1893.
Οι συνθήκες
Η κατάσταση για τους οικονομικά ασθενέστερους ήταν τραγική. Οι εισπράκτορες των φόρων, ιδιώτες ή δημόσιοι υπάλληλοι, «μετέρχονται τω όντι βιαίαν και ενίοτε άδικον κατά την είσπραξιν συμπεριφοράν», όπως κατήγγειλε, στις 20 Δεκεμβρίου 1894, σε ομιλία του στη Βουλή, ο βουλευτής Αττικής Κων. Σταυρόπουλος, που είχε αποχωρήσει από την πλειοψηφία.[²]
Το ενδεκάμηνο, που μεσολάβησε από την πτώχευση μέχρι τον Νοέμβρη του 1894, «είχε διαρρεύσει μέσα σε βάναυσες και ιταμές προκλήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδος».
Μάλιστα, πίσω από τις βίαιες αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κρύβονταν συχνά Ελληνες κεφαλαιούχοι, που είχαν τοποθετήσει τα χρήματά τους σε ελληνικά χρεόγραφα στα χρηματιστήρια του εξωτερικού. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτά είχε παίξει ο Αντώνιος Βλαστός από το Παρίσι, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετούσε στην Ελλάδα ο Ανδρέας Συγγρός.[³]
Τον Νοέμβρη ξεκίνησαν να γίνονται κινήσεις και στον στρατό καθώς αρκετοί αξιωματικοί και ορισμένοι διανοούμενοι ίδρυσαν μια εθνικιστική συνωμοτική οργάνωση, την «Εθνική Εταιρεία», της οποίας ο ρόλος επρόκειτο να αποβεί μοιραίος για την Ελλάδα, ιδίως κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1897.[⁴]
Στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, μια σειρά από αποχωρήσεις βουλευτών από το κόμμα του Τρικούπη μείωσαν τη δύναμη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα η σκόπιμη απουσία βουλευτών της αντιπολίτευσης να οδηγεί σε διακοπή της συνεδρίασης λόγω έλλειψης απαρτίας.
Σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση προώθησε για ψήφιση τον προϋπολογισμό του 1895 έχοντας απέναντί της όλες τις μερίδες της αντιπολίτευσης (Δηλιγιάννης, Καραπάνος, Σωτηρόπουλος, Κωνσταντόπουλος, Ράλλης κ.ά.), που ξεπέρασαν τις οξύτατες διαφωνίες τους και διαμόρφωσαν κοινό μέτωπο κατά του Τρικούπη.
Παράλληλα, με τον προϋπολογισμό κατατέθηκε ένα νομοσχέδιο που έκρυβε «παγίδες» καθώς ο τίτλος του και το πρώτο άρθρο αφορούσαν την κατάργηση των διοδίων (διαπύλια τέλη), που αποτελούσαν έσοδο των δήμων, ενώ το κυρίως μέρος του έφερνε νέα δυσβάσταχτη φορολογία.
Συγκεκριμένα, επέβαλλε έναν νέο φόρο στο σιτάρι, με επίπτωση στην τιμή του ψωμιού, και αύξανε κατά 20% τη φορολογία στην οικοδομή και στα επιτηδεύματα. Απ’ αυτούς τους φόρους ένα μέρος θα δινόταν, αντισταθμιστικά, στους δήμους.
Η μάχη στη Βουλή
Η αντιπολίτευση με την τεχνητή έλλειψη απαρτίας «μπλόκαρε» τις συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία να αναγκαστεί να ψηφίσει τη συνέχιση των συνεδριάσεων ακόμα και μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Οπως φαίνεται από τα πρακτικά της Βουλής, μια σειρά από πολίτες και φορείς περιοχών κυρίως της Θεσσαλίας είχαν ταχθεί υπέρ του νομοσχεδίου καθώς τα διόδια ήταν γι’ αυτούς μια πολύ σημαντική επιβάρυνση.
Αντίθετα, στην Πελοπόννησο, όπου είχε πάρει… επάνω του τον αντιτρικουπικό αγώνα ο Δηλιγιάννης, η αντίδραση κατά του νομοσχεδίου εκφραζόταν με μαζικά συλλαλητήρια σε Ηλεία, Πάτρα και Καλαμάτα.
Στην Αθήνα, όπου δήμαρχος ήταν ο Δημήτριος Σηλυβριώτης έχοντας αντικαταστήσει τον θανόντα Μιχαήλ Μελά, οι κτηματίες και οι επιτηδευματίες τέθηκαν από πολύ νωρίς κατά του νομοσχεδίου.
Ετσι, λίγες μέρες μετά την προώθησή του στη Βουλή, το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε ψήφισμα, «εκφράζοντας την ευχή να μην επιμείνει η Κυβέρνηση στην ψήφιση του νομοσχεδίου περί καταργήσεως των διαπύλιων τελών».[⁵]
Λίγες μέρες αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου, οι κτηματίες Αθήνας-Πειραιά πραγματοποιούν μια μικρή σε μέγεθος συγκέντρωση κατά της αύξησης του φόρου οικοδομών και των επιτηδευμάτων, ενώ την ίδια μέρα πραγματοποιούν στην πόλη συγκέντρωση και οι οινοπαντοπώλες τασσόμενοι υπέρ της κατάργησης των διοδίων.
Η μικρή συγκέντρωση των κτηματιών θα περνούσε απαρατήρητη εάν στη διάρκειά της δεν οριζόταν μια τριμελής επιτροπή η οποία να πραγματοποιήσει συναντήσεις για να διαμαρτυρηθεί για τη μεγάλη φορολογία, ιδιαίτερα στην οικοδομή.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, αφού ολοκληρώνονται οι εθιμοτυπικές εκδηλώσεις, με την παρουσία του βασιλικού ζεύγους στη δοξολογία στη Μητρόπολη και το χειροφίλημα στη βασίλισσα στα ανάκτορα, ο Γεώργιος δέχεται σε ιδιαίτερη συνάντηση την παραπάνω επιτροπή.
Η επιτροπή κτηματιών και επιτηδευματιών φεύγει ικανοποιημένη καθώς ο Γεώργιος όχι μόνο τους άκουσε, αλλά τους υποσχέθηκε ότι «θα συννενοηθή μετά της κυβερνήσεώς του και θα υποδείξει εις αυτήν όσα είπαμε» για να τροποποιηθεί το νομοσχέδιο των διαπύλιων».[⁶]
Στο παλάτι
Πραγματικά, στις 2 Ιανουαρίου, στις 11.30 το πρωί, ο Τρικούπης καλείται από τον Γεώργιο και πηγαίνει, εκτάκτως, στα ανάκτορα.
Οι εφημερίδες γράφουν ότι για περισσότερο από μισή ώρα συζητήθηκαν το σταφιδικό, που απασχολούσε την Πελοπόννησο, και ο νόμος για τα διαπύλια.
Προφανώς ο βασιλιάς έκανε τις… υποδείξεις του στον πρωθυπουργό, ακόμα και εάν κάτι τέτοιο αποτελούσε εξωθεσμική παρέμβαση, θέλοντας να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα.
Είναι άγνωστο τι του απάντησε ο Τρικούπης, αλλά στις 4 Ιανουαρίου κάλεσε σε συνάντηση την επιτροπή και εκεί φάνηκε ότι είχε απορρίψει τις βασιλικές υποδείξεις.
Από τους διαλόγους που μετέφεραν οι εφημερίδες της εποχής, φαίνεται ότι η βασική τροποποίηση που ζητούσαν οι κτηματίες ήταν αντί της νέας φορολογίας επί των οικοδομών και των επιτηδευμάτων να επιβληθεί φόρος στον καπνό.
Ο πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών διαφώνησε λέγοντας ότι «κατά την προ διετίας αύξησιν [του φόρου του καπνού] από 3 δραχμών εις 5,20 (…) εισέπραξε το δημόσιον ολιγώτερα ή όσα εισέπραττε μετά την πρώτην φορολογίαν», για να προσθέσει ότι δεν ήθελε να πλήξει την παραγωγή (σ.σ. και την ανταγωνιστικότητα) ενός εξαγώγιμου είδους, όπως ο καπνός.
Η συνάντηση είχε καταλήξει σε ναυάγιο. Ο Τρικούπης με την απάντησή του είχε «αδειάσει» τον βασιλιά. Τα τελευταία λόγια είναι αποκαλυπτικά του αδιεξόδου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις» (φ. 4.1.1895), παρά τις επισημάνσεις της επιτροπής ο Τρικούπης επέμεινε ότι «αι μεν οικοδομαί αποφέρουν ικανά εισοδήματα, όπως υποστώσι και την πρόσθετον φορολογίαν, οι δε επιτηδευματίαι είναι αρκετά εύρωστοι όπως υποστώσι και νέαν αφαίμαξιν».
«Κύριε Πρόεδρε πολύ τεντώνεις το σχοινί, πρόσεξε μην εύρης τον μπελά σου. Ο λαός τον οποίον επτώχυνες θα σου στήση ανάθεμα», ήταν η αποχαιρετιστήρια φράση του μεγαλύτερου σε ηλικία μέλους της επιτροπής.
Λίγες ώρες αργότερα και ενώ στην Αθήνα κυκλοφορούν φήμες για παραίτηση της κυβέρνησης, προγραμματίζεται για την επόμενη μέρα συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας.
Παρότι κάθε εφημερίδα παρουσίαζε τη συγκέντρωση ανάλογα με την κομματική προσέγγισή της, ωστόσο φαίνεται ότι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ομως, εκτός από τους επιτηδευματίες και τους κτηματίες είχαν κινητοποιηθεί και μικροϊδιοκτήτες.
Επειτα από σύντομες ομιλίες ξεκίνησε πορεία στην οδό Σταδίου για να φτάσουν οι διαδηλωτές έξω από τη Βουλή (στεγαζόταν στη Παλαιά Βουλή), όπου άρχισαν να αποδοκιμάζουν τους βουλευτές.
Κάποια στιγμή, αστυνομικοί και χωροφύλακες επιχειρούν να απομακρύνουν τους συγκεντρωμένους.
«Υψούνται ράβδοι, ρίπτονται λίθοι, έρχονται εις χείρας πολίται μετ’ αστυφυλάκων. Αλλοι τρέχουν δεξιά και άλλοι αριστερά, ενώ άλλοι κραυγάζουν προς τους στρατιώτες.
-Βρε τι κτυπάτε: Λαός δεν είσαστε και σεις;».
Κάποια στιγμή η φρουρά της Βουλής παίρνει τα όπλα και ο κόσμος φεύγει τρέχοντας προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ μέσα στη Βουλή γίνονται οξείες αντιπαραθέσεις μεταξύ βουλευτών.
Η κατάσταση είναι «εκρηκτική». Νέο συλλαλητήριο προγραμματίζεται για την Κυριακή 8 Ιανουαρίου και αυτή τη φορά θα συμμετέχουν και φοιτητές.
Η κυβέρνηση, όπως συνηθιζόταν τότε, είχε ενισχύσει την αστυνομία με μονάδες του στρατού και η Αθήνα βρέθηκε «εν καταστάσει πολιορκίας», σύμφωνα με τους τίτλους εφημερίδων.
Ο διάδοχος
Οι διοργανωτές προετοίμαζαν τη συγκέντρωση για την πλατεία Ομονοίας, αλλά η αστυνομία εκτελώντας κυβερνητικές εντολές απαγόρευσε να γίνει εκεί και με επέμβαση ανάγκασε τον κόσμο να κατευθυνθεί μέσω της οδού Πατησίων έξω από την πόλη, όπως ήταν τότε το Πεδίον του Αρεως.
Εκεί βρισκόταν σε εξέλιξη μια αντισυγκέντρωση «τρικουπικών» και φτάνοντας οι «αντιτρικουπικοί» έγιναν ορισμένα μικροεπεισόδια.
Τότε, σαν να τα… περίμενε, εμφανίζεται κατ’ εντολή του πατέρα του έφιππος ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τον υπασπιστή του και αξιωματικούς της συνοδείας του και δίνει εντολή να αφεθεί ο λαός να διαδηλώσει ελεύθερα το φρόνημά του…
Ο Κωνσταντίνος φεύγει για τη Σχολή Ευελπίδων, εκεί όπου είναι σήμερα τα δικαστήρια, και στον χώρο συμβαίνει μια απίστευτη αντιπαράθεση.
Εμφανίζεται ο διευθυντής της αστυνομίας Βλαχόπουλος και ζητάει να διαλυθεί το συλλαλητήριο.
Την ίδια ώρα, τον πλησιάζει ο φρούραρχος Στράτος και του λέει να μη διαλύσει το συλλαλητήριο.
«Εκτελώ, απαντά ο Βλαχόπουλος, διαταγές του υπουργού των Στρατιωτικών».
«Και εγώ, είπε ο φρούραρχος, του διαδόχου».
«Εγώ θα διαλύσω το συλλαλητήριο και αναλαμβάνω πλήρη την ευθύνην», λέγει ο Βλαχόπουλος.
«Πολύ καλά», απαντά ο φρούραρχος και φεύγει προς τη Σχολή Ευελπίδων.
Τότε εφορμούν αστυφύλακες και εύζωνοι και διαλύουν με τη βία το πλήθος, που απομακρύνεται και συγκεντρώνεται έξω από τα ανάκτορα, όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή.[⁷]
Εκεί σπεύδει ο διάδοχος, καλεί τον φρούραρχο και διατάσσει να απομακρυνθούν το ιππικό και η αστυνομία και ο λαός να αφεθεί εντελώς ελεύθερος.
Τα ξαφνικά φιλολαϊκά αισθήματα της βασιλικής οικογένειας δεν ήταν παρά η «απάντηση» του Γεώργιου στον «ανυπάκουο» Τρικούπη, που πλέον δύσκολα θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του.
Πραγματικά, το ίδιο βράδυ συγκαλείται εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο, ενώ οργιάζουν οι φήμες για παραίτηση του διευθυντή της αστυνομίας και του υπουργού Στρατιωτικών Τσουδερού.
Την επόμενη μέρα ο Τρικούπης έχει σειρά συναντήσεων με υπουργούς, βουλευτές του κόμματός του και συνεργάτες και στις 10 Ιανουαρίου πηγαίνει στα ανάκτορα.
Ο ίδιος δήλωνε ότι «δεν εσκόπουν να παραιτηθώ», όμως δεν πρέπει και να περίμενε να «καλύψει» την κυβέρνηση ο Γεώργιος μετά την άρνηση του πρωθυπουργού να κάνει τις αλλαγές που επιθυμούσε στο νομοσχέδιο για τα διόδια (διαπύλια τέλη).
Ετσι, όπως εξήγησε ο Τρικούπης, «λόγου γενομένου περί των σκηνών της παρελθούσης Κυριακής εθεώρησα, ότι μοι επιβάλλετο ν’ αναφέρω την παρατηρηθείσαν αντίθεσιν μεταξύ των διαταγών, τας οποίας η Κυβέρνησις είχε δώσει και της στάσεως την οποίαν ετήρησε η Α.Υ. ο Διάδοχος ως αρχηγός του στρατού. Ο Βασιλεύς επιδοκίμασε την στάσιν του Διαδόχου και τούτο με ηνάγκασε να καταθέσω την αρχήν».
Αργότερα, ο ίδιος είπε «σε υπουργούς και σε βουλευτές ότι η κυβέρνησις παρητήθη συνεπεία διαφωνίας προς τον βασιλέα». [⁸]
Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τρικούπη ο βασιλιάς όρισε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Αρχικά προτάθηκε ο σχηματισμός της στον Μιλτιάδη Κανάρη, αλλά μετά την άρνησή του κλήθηκε στα ανάκτορα ο πρώην πρεσβευτής στο Παρίσι Ν. Δηλιγιάννης, ξάδελφος του Θεόδωρου.
Ο Νικόλαος Δηλιγιάννης σχημάτισε κυβέρνηση, ενώ στο Χρηματιστήριο καταγραφόταν μεγάλη πτώση των μετοχών και οδήγησε τη χώρα σε εκλογές.
Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 16 Απριλίου 1895 και σε αυτές θριάμβευσε ο παλιός πολέμιος του κατεστημένου και του θρόνου, Θ. Δηλιγιάννης, που έκανε την προεκλογική του εκστρατεία με συνθήματα όχι μόνο κατά των φόρων (ως συνήθως) αλλά και «υπέρ του Στέμματος, του έθνους και των θεσμών».
Πηγές:
[¹], [³], [⁴] Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Τόμος ΙΔ’, Εκδοτική Αθηνών, Σελ. 36-37.
[²] Εφημερίδα «Ακρόπολις», φ. 21.12.1894.
[⁵] Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση ΛΖ’ της 17ης Δεκεμβρίου 1894.
[⁶] Εφ. «Ακρόπολις», φ. 3 και 6.1.1895.
[⁷], [⁸] Εφημερίδες «Το Αστυ», «Ακρόπολις» 9, 10, 11/1/1895.
Πηγή: http://www.efsyn.gr/*