Κόκκινα δάνεια -καταναλωτικά, αλλά και επιχειρηματικά- ύψους άνω των πέντε δισ. ευρώ αναμένεται να αλλάξουν χέρια μέχρι τα τέλη Μαρτίου.
της Αγγελικής Βελεσιώτη
Νέοι δικαιούχοι θα είναι τα ξένα funds, τα οποία έχουν ήδη ξεκινήσει να «σκανάρουν» την επίμαχη αγορά. Οι τράπεζες, άλλωστε, έχουν δεσμευθεί να εισπράξουν περί τα 11,6 δισ. ευρώ για την περίοδο Ιουνίου 2017-Δεκεμβρίου 2019.
Πιο αναλυτικά, πέρα από τη Eurobank, που ήταν η πρώτη η οποία ολοκλήρωσε την πώληση 1,5 δισ. ευρώ προβληματικών καταναλωτικών δανείων και δη στο 3% της ονομαστικής τους αξίας, σειρά έχει η Πειραιώς, η οποία έχει δεσμευθεί να βγάλει προς πώληση δύο πακέτα μη εξυπηρετούμενων δανείων -έχουν γίνει οι σχετικές ενέργειες- αξίας δύο δισ. ευρώ.
Τέλος, στα 2,5 δισ. ευρώ ανέρχεται η ονομαστική αξία του προς πώληση χαρτοφυλακίου της Alpha Bank, ενώ η Εθνική Τράπεζα πουλά κόκκινα δάνεια ύψους δύο δισ. ευρώ.
Οσον αφορά στα στεγαστικά, η πρόθεση των τραπεζών να μην προχωρήσουν -τουλάχιστον άμεσα- σε πωλήσεις δεν αναιρεί το γεγονός ότι από τις αρχές του χρόνου έπαυσε και τύποις να ισχύει η όποια προστασία για ακίνητα αξίας έως 140.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ενωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδος (ΕΕΚΕ) εξέδωσε ανακοίνωση δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές προς κόκκινους οφειλέτες, τα δάνεια των οποίων πρόκειται το προσεχές διάστημα να μεταβιβαστούν σε funds.
Ειδικότερα, οι δανειολήπτες θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
• Αναγγελία της μεταβίβασης δανείου γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο (δηλαδή, πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου σε τρίτον, ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «αιφνιδιάζεται»).
• Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου, πλην των περιπτώσεων στις οποίες έχουν προκαθοριστεί σταθερά κριτήρια προσδιορισμού του.
Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «φορτώνεται» μια δανειστική σύμβαση με δυσμενέστερους όρους από αυτούς τους οποίους είχε αρχικά υπογράψει με την τράπεζα.
• Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχουν προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής, μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, να διακανονίσουν τις οφειλές τους βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013).
Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, δηλαδή οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και οι Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, διά της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.
• Εκ της ανωτέρω παραγράφου προκύπτει η αυτοτελής υποχρέωση των Εταιριών να εκκινούν εκ νέου τη διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ανεξαρτήτως αν αυτή είχε ξεκινήσει όσο το δάνειο το διαχειριζόταν η Τράπεζα (πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου του σε τρίτον).
• Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και έναντι των ως άνω αναφερόμενων Εταιριών, δηλαδή ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν έχει κανένα κώλυμα να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειό του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβαστεί σε τρίτον από τη δανείστρια τράπεζα.
πηγή:Έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου