Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στην Αθήνα. Τα πρώτα τμήματα υποδέχθηκαν ο στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας υποστράτηγος Καβράκος, ο νομάρχης και οι δήμαρχοι Αθήνας και Πειραιά για να παραδώσουν την ανοχύρωτη πόλη, στην είσοδο του καφενείου Παρθενών στους Αμπελόκηπους στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας.
Η πλειοψηφία των Αθηναίων αντιλήφθηκε την παράδοση της πόλης όταν στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί υψώθηκε στην Ακρόπολη η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
27 Απριλίου, τελευταίο ανακοινωθέν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, από τον Κώστα Σταυρόπουλο την ώρα που τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονταν στην Αθήνα, Αρχείο ΕΡΤ
Στις 29 Απριλίου, στην υπό κατοχή πλέον πρωτεύουσα η πολιτική ρήξη στην κορυφή που είχε εκδηλωθεί τις τραγικές ημέρες του Απριλίου ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον κατακτητή από τον στρατηγό Τσολάκογλου. Το πολιτικό καθεστώς άλλαξε και το Βασίλειο της Ελλάδος μετατράπηκε σε Ελληνική Πολιτεία.
[…]
Η νέα κυβέρνηση κλήθηκε να «επικυρώσει» τις –ήδη ειλημμένες από τον κατακτητή– πρώτες της «κυβερνητικές αποφάσεις»: τον καθορισμό ζωνών κατοχής (γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής), την καταβολή τερατωδών «εξόδων κατοχής» στους κατακτητές, την αποδοχή του χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματος των κατακτητών –«κατοχικού μάρκου» και «μεσογειακής δραχμής»– τη δέσμευση αποθεμάτων και επιχειρήσεων, την καταλήστευση που οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα στις ελλείψεις και την πείνα. Το κράτος και οι μηχανισμοί του κατέρρευσαν ολοκληρωτικά ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση της εγκατάλειψης και της προδοσίας.
[..]
Ο κατοχικός λιμός
[…] Τον Μάιο του1941 η έλλειψη τροφίμων ήταν φανερή στην Αθήνα και μέχρι τον Ιούνιο στις επαρχίες. Τον Ιούλιο ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα Μακ Βη έκανε λόγο «για πορεία προς την πείνα».
Στο ιδιόχειρο ημερολόγιο του Δ. Βουτυρά διαβάζουμε:
«Μέρες απαίσιες. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ‘πεσε χολέρα, πανούκλα κι όλες οι αρρώστιες που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ‘πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία. Δεν μπόρεσαν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγαλύτερους και τους ρίχνουν μέσα».
Το 50% των θανάτων που καταγράφονται στο Ληξιαρχείο Αθηνών κατά το χρονικό διάστημα της Κατοχής σημειώθηκε τα έτη 1941-1942. Ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 40-45.000 ανθρώπους εκείνο το χειμώνα.
Ο λιμός δεν περιορίστηκε μόνο το χειμώνα 1941-1942 αλλά μια σοβαρή επισιτιστική κρίση κυριάρχησε στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ξενικής κατοχής. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε έκθεσή του μετά την απελευθέρωση της χώρας εκτιμούσε ότι 250.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα από την πείνα.
Ποιος πεθαίνει από την πείνα
Ο λιμός ήταν θανατηφόρος για όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα και βρέθηκαν χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο ή κοινωνική διασύνδεση που θα μπορούσε να τους γλιτώσει από τα χειρότερα. Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους τραυματίες και αρρώστους του στρατού της Αλβανίας που αφέθηκαν εν πολλοίς στην τύχη τους στα νοσοκομεία. Αλλά και οι υγιείς επαρχιώτες πρώην συνάδελφοι τους δεν είχαν πολύ καλύτερη τύχη. Μη μπορώντας να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έγιναν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά και αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Χαρακτηριστική περίπτωση οι άνδρες της πρώην 5ης Μεραρχίας Κρήτης.
Οι πρόσφυγες του 1922 ήταν μια άλλη κατηγορία που δοκιμάστηκε σκληρά. Λίγα χρόνια μετά την άφιξη τους, παρέμεναν σε παραπήγματα στις προσφυγικές γειτονιές όντας οι περισσότεροι εργάτες σε βιομηχανίες ή κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Με την οικονομική κρίση που προκάλεσε η κατοχή έμειναν οι περισσότεροι χωρίς δουλειά και εισόδημα ενώ επιπλέον δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν. [..]
[…] Το 1944 όταν ο πληθωρισμός έλαβε τρομακτικές διαστάσεις η κατάσταση χειροτέρεψε όχι μόνο για τους μισθωτούς αλλά και για τη μεσαία τάξη. Οι άνθρωποι αυτοί αφού ξεπούλησαν κάθε κινητό και ακίνητο περιουσιακό τους στοιχείο άρχισαν να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες. Ένα μεγάλο τμήμα της προπολεμικής αστικής τάξης δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της κατοχής καταστράφηκε οικονομικά ξεπουλώντας τεράστιες περιουσίες.
Ο μεγάλος πανικός της πείνας ζωγραφίζονταν ανάγλυφα στα τραβηγμένα πρόσωπα:
[…]Όσοι είχαν τα μέσα, στοίβαζαν τις κονσέρβες στην αποθήκη τους, τρομοκρατημένοι από τα πτώματα του δρόμου που έδιναν το παράδειγμα «προς αποφυγήν». Οι άλλοι έτρωγαν ό, τι και αν έβρισκαν, χωρίς επιλογή και διάκριση, γιατί τους κατείχε ο φόβος και η αγωνία μη τυχόν πάθουν αβιταμίνωση ή «πρήξιμο». «Τον πρώτο πεθαμένο που αντίκρισα από πρήξιμο, αισθάνθηκα φόβο γιατί πεινούσα κι εγώ», γράφει ο Λ. Ένα τεράστιο κύμα πολυφαγίας και βουλιμίας είχε σαρώσει κάθε κοινωνική συμβατικότητα και το θέαμα ήταν να βλέπει κανείς ανθρώπους που διαρκώς μασούσαν. Η λαχανίδα χωρίς λάδι έδινε και έπαιρνε ώσπου στο τέλος εθεωρήθηκε υπεύθυνη για το πρήξιμο και εγκαταλείφθηκε. (…). Στα συσσίτια οι γκρίνιες και οι φαγωμάρες διάνθιζαν την πολύωρη αναμονή και έδιναν κουράγιο στους πιο ανυπόμονους. Οι πιο εξαντλημένοι και με πρησμένα κάποτε τα πόδια βαρυγκωμώντας περίμεναν και αυτοί. Όταν το συσσίτιο τέλειωνε, χωρίς να προλάβουν να πάρουν όλοι, όπως συνέβαινε συχνά, η ουρά διαλύονταν με φωνές και αντεγκλήσεις. Μόνοι οι πιο αδύναμοι αποχωρούσαν κούτσα-κούτσα, γογγύζοντας και κλαυθμηρίζοντας το στερεότυπο εκείνο «πεινάω». Λεφούσι τα παιδιά ανάκατα με την αλητεία ρίχνονταν στα σκουπίδια και στα απορρίμματα. Έψαχναν να βρουν κάτι φαγώσιμο. Και πολλές φορές δίπλα στους ξυλισμένους, που κείτονταν στο πεζοδρόμιο, έβλεπε κανείς να παραστέκουν άνθρωποι βουβοί και ακίνητοι»
Η θέα των πτωμάτων ήταν ένα αδιάφορο και συνηθισμένο θέαμα: «έχουμε συνηθίσει», γράφει ο Χρ. Χρηστίδης, «η αγωνία και η κατάπληξη που αισθάνθηκα τις πρώτες ώρες που είδα άνθρωπο χάμου ξυλιασμένο, δεν υπάρχουν πια». Το ίδιο διαπιστώνει στο ημερολόγιό του και ο Α. Πανσέληνος: «πεθαμένοι μες στο δρόμο και κανείς πια δεν τους πλησιάζει. Κανείς δε νοιάζεται πια». «Φαίνεται πως συνηθίσαμε και τίποτε πια δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν. Μια μεγάλη, ομαδική αναισθησία εμπρός στον ακατάπαυστο κίνδυνο. Αναισθησία, παχυδερμία, ρουτίνα», γράφει και ο Θεοτοκάς. Η πείνα ωθώντας τους ανθρώπους σε ένα ξέφρενο κυνήγι τροφής καταρρέει τους ηθικούς φραγμούς και μεταβάλλει τις ιδέες, τις πεποιθήσεις και τις ιδεολογίες τους. Μία άμεση συνέπεια αυτής της «οπισθοδρόμησης» είναι η αύξηση της εγκληματικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «Απάτες, κλοπές, διαρρήξεις, εγκλήματα, αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Μαυρουδής.
Ο αγώνας για την επιβίωση θα αποτελέσει έναν από τους κεντρικούς άξονες του αγώνα της Αντίστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Η κατάσταση του λιμού ύστερα από το 1942 θα αντικατασταθεί από μια φάση μόνιμου και χρόνιου υποσιτισμού. Η καθημερινή πάλη για την ανεύρεση τροφής ήταν μια σκληρή πραγματικότητα συνώνυμη με την Κατοχή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ http://freeathens44.org/