Η Μικρασιατική εκστρατεία και η ακόλουθη Μικρασιατική καταστροφή επηρέασαν καταλυτικά τόσο τον ελληνισμό της Μ. Ασίας όσο και την πορεία του ελληνικού κράτους.
Στα τέλη Απριλίου του 1919 ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Lloyd George και οι πρόεδροι της Γαλλίας Κλεμανσό και των Η.Π.Α. W. Wilson έδωσαν την άδεια στην Ελλάδα να καταλάβει στρατιωτικά την περιοχή της Σμύρνης με κάποια ενδοχώρα, φαινομενικά για την τήρηση της τάξης και την προστασία των μειονοτικών πληθυσμών, ώσπου να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις της Entente και την ηττημένη κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Οθωμανική Αυτοκρατορία, ουσιαστικά όμως για να αποτελεί ο ελληνικός στρατός ασπίδα προστασίας για τα λιγοστά αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα, τα οποία είχαν καταλάβει διάφορες πλουτοπαραγωγικές πηγές και συγκοινωνιακούς κόμβους στη Μ. Ασία.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος πίστεψε πως θα υλοποιείτο έτσι η «Μεγάλη Ιδέα» και αποδέχτηκε την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μέσα σ’ αυτές τις περιστάσεις τμήμα του ελληνικού στρατού αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2/15 Μαΐου 1919 (η πρώτη ημερομηνία είναι με το παλιό και η δεύτερη με το νέο ημερολόγιο.). Παράλληλα η διοίκηση της κατεχόμενης περιοχής ανατέθηκε στον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη.
Κατά τον επόμενο ενάμιση χρόνο (Μάιος 1919 – Οκτώβριος 1920) οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, για να αντιμετωπίσουν τον «κλεφτοπόλεμο» που έκαναν οι αντάρτες του Μουσταφά Κεμάλ, προέλασαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας καθιστώντας έτσι δυσχερή τον ανεφοδιασμό τους.
Την 1η Νοεμβρίου 1920 έγιναν στην Ελλάδα εκλογές, τις οποίες «κέρδισε» η Ενωμένη Αντιπολίτευση με το σύνθημα ότι θα τερμάτιζε τη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ στις 22 Νοεμβρίου διεξήχθη νόθο δημοψήφισμα για την επάνοδο του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το θρόνο και τη χώρα το 1917 ύστερα από ναυτικό αποκλεισμό που είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι.
«Ακύρωσαν» κάθε διπλωματική ευκαιρία
Η παλινόρθωσή του έδωσε το πρόσχημα στις δυνάμεις της Entente, κυρίως την Ιταλία και τη Γαλλία, να προσεγγίσουν διπλωματικά το Μουσταφά Κεμάλ. Παρά την αλλαγή του κλίματος η φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών δεν εκμεταλλεύτηκε το 1921 καμιά διπλωματική ευκαιρία για μια έντιμη απαγκίστρωση από το Μικρασιατικό μέτωπο. «Μια διαπραγμάτευσις, διεξαγομένη ευθύς μετά την μεταπολίτευσιν της 1ης Νοεμβρίου με βάσιν την εκκένωσιν της Μ. Ασίας έναντι οριστικής κατακυρώσεως της (Ανατολικής) Θράκης και διεθνούς εξασφαλίσεως των εν Ανατολία εθνικών μειονοτήτων είχε, μέχρι των μέσων του 1921, πολλάς πιθανότητας επιτυχίας» (Φάνης Κλεάνθης, Έτσι χάσαμε τη Μικρασία, ιστορική έρευνα, σ. 188, Αθήνα 1983).
Τον Αύγουστο του 1921 ο ελληνικός στρατός, παρά τη γενναιότητα που επέδειξε, ηττήθηκε στο Σαγγάριο κυρίως εξαιτίας της έλλειψης πολεμοφοδίων και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στη γραμμή Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καρά Χισάρ.
Για ένα περίπου χρόνο η γραμμή του μετώπου έμεινε αμετακίνητη. Οι Έλληνες κατείχαν μια ζώνη 100 περίπου χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όπως δήλωνε στη Βουλή στις αρχές Οκτωβρίου 1921 ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης. Όμως το ηθικό, η αυτοπεποίθηση και η προσδοκία της νίκης είχαν αλλάξει στρατόπεδο.
Διαφαινόταν ότι ήταν πλέον θέμα χρόνου η αντεπίθεση του Κεμάλ, η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και η καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού.
Παρά ταύτα η φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών με νομοσχέδιο που εισήγαγε για ψήφιση στη Βουλή την 31 Μαΐου 1922 έκλεινε προληπτικά την είσοδο στην Ελλάδα των αναμενόμενων προσφύγων. Στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 1ης Ιουνίου 1922) δημοσιεύτηκε το περιεχόμενο του νομοσχεδίου αυτού:
«Περί παρανόμου μεταφοράς προσώπων, ομαδόν (= ομαδικά) ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»
«Απαγορεύεται η εις την Ελλάδα αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής, εφ’ όσον ταύτα δεν είναι εφοδιασμένα διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. Δ.(=βασιλικών διαταγμάτων)».
«Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβει όπως διευκολύνη ή δεχθή την εις την Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η απαγόρευσις προσώπων, τιμωρείται διά φυλακίσεως 6 τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από 3.000 – 10.000 δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον».
«Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος η καταδικαστική απόφασις δύναται να επιφέρη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Αι υποθέσεις αύται εισάγονται δι’ απευθείας κλήσεως ενώπιον του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου. Το ενεργήσαν παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον (=δεσμευμένο από το κράτος) διά την πληρωμήν της χρηματικής ποινής, της Λιμενικής αρχής υποχρεουμένης να μην επιτρέπη τον απόπλουν μέχρι της καταβολής της χρηματικής ποινής».
Υπάρχουν και άλλες γραπτές πηγές που δείχνουν την προσπάθεια της φιλοβασιλικής κυβέρνησης να αποτρέψει την άφιξη στην Ελλάδα Μικρασιατών προσφύγων. Στις 17 Αυγούστου 1922, όταν είχε αρχίσει η κατάρρευση του μετώπου, ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης έστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση των Αθηνών: «Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού». Την επόμενη μέρα ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης του απάντησε: « Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος» (εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, φύλλα από 5 έως 13 Ιανουαρίου 1930).
Βέβαια, όταν ο Κεμάλ κατέλαβε τη Σμύρνη, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να μείνει άπραγη μπροστά στο δράμα του μικρασιατικού ελληνισμού. Έστειλε πλοία, τα οποία μετέφεραν στην Ελλάδα χιλιάδες πρόσφυγες. Ασφαλώς τα πληρώματα των πλοίων δεν έλεγξαν αν οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι είχαν διαβατήρια «νομίμως τεθεωρημένα».
πηγή: https://chronontoulapo.wordpress.com