Τον Αύγουστο του 2000 τρεις μπουλντόζες του Δήμου Αθηναίων πιάνουν δουλειά αξημέρωτα αποσκοπώντας στον αιφνιδιασμό. Μέσα σε λίγη ώρα η ιστορία ενός αιώνα, όπως και η μνήμη της βιομηχανικής λειτουργίας μιας περιοχής διαγράφεται.
Το πρώην εργοστάσιο Φιξ – Κλωναρίδου στην οδό Πατησίων μετατρέπεται σε μπάζα με τη σφραγίδα του πρώην δημάρχου Αθηναίων Δ. Αβραμόπουλου.
Η δημοτική αρχή απέφυγε επιμελώς να θέσει το ζήτημα προς συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο, αγνόησε δε τις έντονες αντιδράσεις των κατοίκων και τις διεκδικήσεις τους για τη διατήρηση του κτιρίου ως σημαντικού μνημείου της Ιστορίας της πόλης.
Το παλιό εργοστάσιο ζυθοποιίας και παγοποιίας Κλωναρίδου δημιουργήθηκε το 1903 τότε που την αγορά της Αθήνας τη μονοπωλούσε η ζυθοποιία του Καρόλου Φίξ.
Ακριβώς δίπλα στο εργοστάσιο ο Κλωναρίδης έχτισε τη βίλα του. Μεταξύ των δυο επιχειρήσεων Κλωναρίδου και Φιξ επικράτησε ανηλεής ανταγωνισμός για την ποιότητα και τη διάθεση του ζύθου, ώσπου το 1930 το εργοστάσιο περιήλθε στην ιδιοκτησία του δεύτερου.
Το εργοστάσιο λειτούργησε έως το 1982, οπότε και η εταιρεία Φιξ χρεοκόπησε. Η περιουσία της επιχείρησης κατέληξε στην Εθνική Τράπεζα, η οποία έβγαλε το εργοστάσιο σε πλειστηριασμό για να αγοραστεί τελικά το 1993 από τον Δήμο Αθηναίων έναντι 1,7 δισ. δρχ.
Κατά τη δεκαετία του ’80 έως και την κατεδάφισή του το εργοστάσιο λειτούργησε ως χώρος πολιτισμού της νεολαίας φιλοξενώντας θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Κάπως έτσι ένα εμβληματικό δείγμα της βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης κατεδαφίστηκε για να μετατραπεί σε ένα ακόμη εγκαταλελειμμένο πάρκο.
«Ενα κόσμημα της περιοχής απαλείφθηκε, όπως απαλείφθηκαν και οι μνήμες μαζί του. Και το μόνο πια που παραπέμπει στην εποχή εκείνη είναι η ερειπωμένη βίλα της οικογένειας και η στάση Κλωναρίδου», όπως σημειώνει στις «Νησίδες» η ιστορικός με ειδίκευση στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μαρία Μαυροειδή, και πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH- The International Committee for the Conservation of Industrial Heritage).
«Πολλά είναι όμως τα στολίδια της βιομηχανικής κληρονομιάς και της προβιομηχανικής σε όλη την χώρα που κατεδαφίστηκαν, κουτσουρεύτηκαν και ερήμωσαν. Η εξαφάνισή τους δημιουργεί τις προϋποθέσεις της λήθης αίροντας παράλληλα την αίσθηση του ανήκειν, της ταυτότητας», προσθέτει η κ. Μαυροειδή.
Τι είναι όμως η βιομηχανική κληρονομιά; Σύμφωνα με την αρχαιολόγο καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρίνα Καραβασίλη με τον όρο αυτόν «αναφερόμαστε στις επινοήσεις, τα τεχνικά επιτεύγματα και τα αγαθά της βιομηχανικής εποχής που διαμόρφωσαν αυτό που αποκαλείται σύγχρονος τρόπος ζωής. Ωστόσο η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών και της βιομηχανίας διαδέχτηκε η ταχύτατη αποβιομηχάνιση, ο μαρασμός δηλαδή σημαντικών βιομηχανιών με μακρόχρονη ιστορία, η πληθυσμιακή ερήμωση ολόκληρων περιοχών και το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό η αναγνώριση της βιομηχανικής κληρονομιάς και της διαχείρισης της δεν συναρτάται μονοσήμαντα με την καταγραφή και προστασία των αρχιτεκτονικών κελυφών και των διαδικασιών ανάπτυξης αυτού του τομέα αλλά και με την εσωτερική ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του, την ατομική και συλλογική ταυτότητα του καθώς βλέπει το παρόν να μεταλλάσσεται με εκπληκτική ταχύτητα σε παρελθόν» ( «Η διαχείριση της βιοµηχανικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα. Εικοσάχρονη εμπειρία και Σύγχρονες Προοπτικές στη Συγκρότηση Πολιτιστικών Πόρων», Αθήνα, 2005 – Μαρίνα Καραβασίλη)
Η ραγδαία αποβιομηχάνιση και τα θραύσματα της μνήμης
Πηγή: Ιστορικό αρχείο ΕΤΕ
Οι σύγχρονες πόλεις μας είναι εν πολλοίς το αποτέλεσμα των αλλαγών που συντελέστηκαν στις βιομηχανικές δραστηριότητες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η προστασία και η επανάχρηση των βιομηχανικών μνημείων είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες της συλλογικής μνήμης.
Κατά τη δεκαετία του 1970 καταγράφονται στην Ευρώπη και στην Αμερική τα σημάδια της κρίσης στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής. Οι παράγοντες που προκάλεσαν τη ραγδαία στη συνέχεια αποβιομηχάνιση είναι πολλοί, ωστόσο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι επιχειρήσεις, προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, επιλέγουν τη διασπορά των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων σε χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, αποθέματα πρώτων υλών και ανύπαρκτους περιβαλλοντικούς ελέγχους.
Εξάλλου για τις επιχειρήσεις η παραγωγή προϊόντων δεν θεωρείται πλέον η βασική παράμετρος της ανταγωνιστικότητας.
Στην Ελλάδα, όπου θριαμβεύει ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός, η αποβιομηχάνιση επέφερε τη διακοπή της λειτουργίας πολλών εργοστασίων και τη συνακόλουθη ερήμωση και εγκατάλειψή τους.
Η διεθνής επιτροπή για τη διατήρηση της Βιομηχανικής κληρονομιάς ιδρύεται (TICCIH) το 1973 και σε συνεργασία με το ICOMOS (διεθνές συμβούλιο μνημείων), όπως και με την UNESCO, δραστηριοποιείται για την προστασία των καταλοίπων της βιομηχανικής κληρονομιάς σε όλο τον πλανήτη.
Σε αυτά, όπως επισημαίνεται, περιλαμβάνονται κλωστοϋφαντουργεία, μεταλλουργία, βυρσοδεψεία, ορυχεία, ατμόμυλοι, σιδηροδρομικά δίκτυα, γέφυρες και ενεργειακοί σταθμοί, ναυπηγεία, φάροι, εργατικοί οικισμοί και λιμενικές εγκαταστάσεις.