Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τα συμβαλλόμενα μέρη (εργοδότης και εργαζόμενος) αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και ο εργοδότης καθορίζει κατά τρόπο δεσμευτικό, σύμφωνα με τους συμβατικούς ή νόμιμους όρους, τον τόπο, τρόπο, χρόνο και έκταση της εργασίας που θα παρέχει ο μισθωτός ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη.
Η υποχρέωση του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων (`Αρειος Πάγος 28/2005).
Στο πλαίσιο αυτό η μισθωτή εργασία προϋποθέτει :
σχέση εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής, να ευρίσκεται δηλαδή ο εργαζόμενος σε προσωπική και οικονομική εξάρτηση έναντι του εργοδότη του.
Προσωπική εξάρτηση, ήτοι δικαίωμα εποπτείας και καθοδήγησης του εργοδότη σχετικά με την παροχή της εργασίας και του καθορισμού του χρόνου, του τόπου και του αντικειμένου δραστηριότητας.
Οι όροι που αναφέρονται στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας καθορίζονται με αποφάσεις νόμων ή Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ή με κανονισμούς εργασίας.
Τούτο σημαίνει ότι ο μισθωτός, από τη στιγμή που υπογράφει τη σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας αυτοδίκαια προσχωρεί σε όρους που έχουν εκ των προτέρων ορισθεί με νόμους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α. κ.λπ..
Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι΄ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ΄ αυτή εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από τον εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Αν η σχέση εργασίας ενέχει το στοιχείο της εξάρτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και αυτές που επιβάλλουν στους εργοδότες την υποχρέωση να υποβάλλουν στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας πίνακες προσωπικού, να καταβάλλουν επιδόματα εορτών, άδειας κ.λπ. και να ασφαλίζουν το προσωπικό τους στο τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Φ.Κ.Α..
Αντίθετα, αν η σχέση εργασίας εντάσσεται στο πλαίσιο που διέπει την παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εκ μέρους του εργαζόμενου χωρίς να συντρέχουν τα στοιχεία της εξάρτησης, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Τονίζεται ότι και το τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Φ.Κ.Α. ως έχον έννομο συμφέρον νομιμοποιείται να εξετάζει όχι μόνο που υφίσταται αλλά και που υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία
Διευκρινίζεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ως συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ή έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί έργο του Δικαστηρίου το οποίο δεν δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που έχουν προσδώσει σ΄ αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη, δεδομένου ότι η έννοια της εξάρτησης είναι έννοια νομική (`Αρειος Πάγος 43/1977).
Το Δικαστήριο, για να κρίνει αν η επίμαχη σύμβαση είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή έργου κ.λπ., θα λάβει υπόψη του το σύνολο του περιεχομένου της, καθώς και τους όρους και τις πραγματικές συνθήκες και περιστατικά κάτω από τα οποία λειτουργεί η εργασιακή σχέση, αφού ληφθούν υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Αποφασιστική εν προκειμένω σημασία έχει η συνολική εικόνα της δραστηριότητας, από την εκτίμηση της οποίας και εξαρτάται η κρίση για το ποια στοιχεία υπερέχουν, αυτά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή εκείνα της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
2. Το τεκμήριο της εξαρτημένης εργασίας
Με το άρθρο 1, του Ν. 3846/11.5.2010 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν. 2639/1998 που προέβλεπε υποχρέωση κατάθεσης στο ΣΕΠΕ των συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου. Κατά συνέπεια καταργήθηκε η υποχρέωση κατάθεσης στο ΣΕΠΕ των συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου. Ειδικότερα, το τεκμήριο υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας, που ίσχυε προ της θέσης σε ισχύ του Ν. 3846/2010 μόνο με την κατάθεση στην επιθεώρηση εργασίας, της έγγραφης συμφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότου εντός 15 ημερών, από 11/5/2010 (ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 1, του Ν.3846/2010) και εφεξής δεν υφίσταται.
Στη διάταξη αυτή του άρθρου 1, του N. 3846/2010 ορίζεται ότι «1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ΄ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.»
Διευκρινιστικά αναφέρεται ότι το τεκμήριο υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας που είχε θεσπίσει ο Ν. 2639/1998 αντικαταστάθηκε με τις ρυθμίσεις του άρθρου 1, του N. 3846/2010, με ένα νέο αντίθετο τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Το τεκμήριο αυτό, όπως και το προηγούμενο είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του.
Πιο συγκεκριμένα, με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από την διατύπωση και το περιεχόμενο τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των άνω συμβάσεων, έτσι ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αλλά απλά με τον όρο “τεκμαίρεται” (της παρ. 1 του άρθρου 1, του Ν. 3846/11-5-2010), καθιερώνονται μαχητό τεκμήριο, υπέρ του ότι, οι μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου συμφωνίες δεν υποκρύπτουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης (`Αρειος Πάγος 2325/2009, 1935/2008, Εφετείο Πειραιά 417/2014). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σε αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 20, 19/2007, 18/2006, `Αρειος Πάγος 793/2013).
Τέλος στο άρθρο 11 του Ν. 3842/2010 ορίζεται ότι «Η υπηρεσία που διενεργεί το φορολογικό έλεγχο, τακτικό ή προσωρινό, υποχρεούται, αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, να ενημερώσει το Ι.Κ.Α. σχετικά με την μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα».
3. Λογιστές
Με την καταρτιζόμενη μεταξύ του λογιστή και του εργοδότη του ή εντολέα αυτού σύμβαση, είτε αυτή είναι σύμβαση εργασίας, είτε σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο λογιστής υποχρεούται να τηρεί τα λογιστικά και λοιπά φορολογικά στοιχεία και βιβλία της επιχείρησης του εργοδότη ή εντολέα του, επιδεικνύοντας την επιμέλεια που ο συνετός άνθρωπος του οικείου κύκλου συναλλαγών επιδεικνύει σε παρόμοια περίπτωση, τηρώντας τις σχετικές φορολογικές και λοιπές διατάξεις και μη υποχρεούμενος, ως προς την φύση της εργασίας ή της διεκπεραίωσης της ανατεθείσας σ΄ αυτόν εντολής, να συμμορφώνεται με αντίθετες προς τις άνω φορολογικές διατάξεις οδηγίες του εντολέα του. Η μη κανονική, κατά τον επιβαλλόμενο από τις φορολογικές και λοιπές διατάξεις, τήρηση των φορολογικών και λοιπών στοιχείων της επιχείρησης του εντολέα του λογιστή, από υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του τελευταίου, συνιστά υπαίτια παραβίαση της μεταξύ των μερών σύμβασης από το λογιστή, και δημιουργεί ευθύνη αυτού προς αποζημίωση του εντολέα -εργοδότη του για την ανόρθωση της ζημίας που αυτός υπέστη και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του λογιστή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 330, 297 και 298 του Αστικού Κώδικα, όχι δε αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 του Αστικού Κώδικα, αφού η παράβαση αυτή δεν νοείται χωρίς την μεταξύ των συμβληθέντων μερών σχέση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών (`Αρειος Πάγος 1901/2008).
Δεν παύει να υπάρχει σχέση εξηρτημένης εργασίας ακόμη και όταν ο εργοδότης αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον δεν φθάνει μέχρι την κατάλυση της υποχρέωσης υπακοής και μέχρι την ανάληψη ελεύθερης υπηρεσιακής δράσης από τον εργαζόμενο. Δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθοριζόμενο από τη σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών τόπο (`Αρειος Πάγος 1578/2009).
Έχει κριθεί από τα δικαστήρια (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 10481/2013), ότι ο λογιστής που διατηρεί δικό του λογιστικό γραφείο και αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση λογιστικών υποθέσεων διαφόρων επιχειρήσεων, με μηνιαία αμοιβή, μεταβαίνων στην έδρα της μία ή δύο φορές τη βδομάδα, απασχολούμενος σε αυτήν επί μία ή δύο ώρες κάθε φορά, ή όσο χρόνο χρειαζόταν για να εκτελέσει την ανωτέρω εργασία, και ο οποίος με αποκλειστική ευθύνη του καθόριζε τις ώρες εργασίας του, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση της επιχείρησης, δεν ήταν ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., και εκτελούσε την εργασία του στην έδρα της επιχείρησης, θεωρείται ότι συνδέεται με την επιχείρηση με σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Κρίση ότι και στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών λογιστής παρείχε ανεξάρτητες υπηρεσίες.
4. Μηχανικοί
Έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει ο ενάγων πολιτικός μηχανικός σε κατασκευαστική εταιρεία, ο οποίος απασχολείτο καθ΄ υπόδειξη των προϊσταμένων του, είτε στους τόπους κατασκευής των έργων της εναγομένης, είτε στα γραφεία της απασχολούμενος με τη διεκπεραίωση τρεχουσών υποθέσεων και συναλλαγών αναφορικά με τα αναληφθέντα έργα, με ωράριο εργασίας πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα που προσέφερε τις υπηρεσίες του στα έργα και στα εργοτάξια, το ωράριο του διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες της εργασίας του, χωρίς όμως να υπολείπεται των ανωτέρω συνολικών ωρών. Αμειβόταν με συμφωνημένο μισθό μηνιαίως, λαμβάνοντας και επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τις δαπάνες μετακίνησης και διαμονής όταν προσέφερε τις υπηρεσίες του στα εκτός έδρας εκτελούμενα έργα. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του χρησιμοποιούσε τον εξοπλισμό της εναγομένης, ενώ η εξάρτησή του ήταν χαλαρότερη μόνο ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπου μπορούσε να αναπτύσσει πρωτοβουλίες λόγω των ειδικών επιστημονικών του γνώσεων. Η απασχόλησή του στην εναγομένη ήταν αποκλειστική και συνεχής, αφού δεν είχε προσληφθεί για την εκτέλεση ορισμένου ή ορισμένων έργων, ενώ ουδέποτε ανέλαβε άλλη συναφή με το αντικείμενό του δραστηριότητα, αφού και οι διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εξέδιδε, φέρουν συνεχή αρίθμηση, ούτε διατηρούσε δική του επαγγελματική εγκατάσταση. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από το ότι ασφαλιζόταν στο ΤΕ.Β.Ε. και στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ή από την έκδοση από αυτόν για την αμοιβή του αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (`Αρειος Πάγος 1775/2017).
Περίπτωση πολιτικού μηχανικού εργαζόμενης σε γραφείο αρχιτέκτονα – πολιτικού μηχανικού που δραστηριοποιείτο στον κλάδο των οικοδομικών επιχειρήσεων. Ορθώς κρίθηκε ότι η εργασία που παρείχε είχε το χαρακτήρα ανεξαρτήτων υπηρεσιών κι όχι εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της ως ανεξάρτητη επαγγελματίας, αναπτύσσοντας πρωτοβουλία και έχοντας την αποκλειστική ευθύνη των μελετών που υπέγραφε με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις της πολεοδομικής νομοθεσίας και έχοντας την ελευθερία να οργανώσει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών της, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί ορισμένο και υποχρεωτικό ωράριο εργασίας στο τεχνικό γραφείο, έχοντας τη δυνατότητα πέραν της απασχόλησής της αυτής να εργασθεί και ως ελεύθερη επαγγελματίας, ενώ δεν λάμβανε τακτικά και μόνιμα μισθό και επιδόματα, και μάλιστα συγκεκριμένου ύψους, ενώ οι οδηγίες και η εποπτεία του εργοδότη προς αυτήν ήταν περιορισμένη και αφορούσε στην εναρμόνιση του παραγομένου έργου με τις επιθυμίες των πελατών. Το γεγονός ότι απασχολείτο επί αρκετές ώρες στο γραφείο του εναγομένου δεν ήταν απόρροια συμβατικής υποχρέωσής της, αλλά οφειλόταν στο ότι αφενός ήταν μεγάλος ο όγκος των έργων που αναλάμβανε ο εναγόμενος και κατ΄ επέκταση η ίδια στην επίδικη περίοδο και αφετέρου στο ότι το γραφείο του τελευταίου διέθετε πλήρη και υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό. (Απορρίπτει την υπ΄ αριθμ. 168/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) (`Αρειος Πάγος 997/2017).
Οι ενάγοντες – πολιτικοί μηχανικοί, αν και τυπικά εμφανίζονταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες και παρείχαν τις υπηρεσίες τους με δελτία παροχής υπηρεσιών, υπόκειντο στις εντολές, την εποπτεία και τον έλεγχο των νόμιμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας κι ως εκ τούτου η έννομη σχέση που τους συνέδεε με την τελευταία ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας κι όχι αυτή των ανεξάρτητων υπηρεσιών (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 20005/2014).
5. Ξεναγοί
Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 37 του Ν. 1545/1985 (Α΄ 91) «Ξεναγοί που έχουν την προβλεπόμενη άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος του ξεναγού και συμβάλλονται με τουριστικά ταξιδιωτικά γραφεία, με μέλη της ένωσης εφοπλιστών επιβατηγών πλοίων και με τουριστικά γραφεία του εξωτερικού άμεσα ή με τα παραρτήματα πρακτορεία τους στην Ελλάδα, για την πραγματοποίηση τουριστικών προγραμμάτων, που εκείνα οργανώνουν, συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας και υπάγονται στις σχετικές διατάξεις της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας ως προς τις σχέσεις τους με τους εργοδότες τους». Επίσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 της Κ.Υ.Α. 1597/2011 (Β΄ 108) «Το άρθρο 37 του Ν. 1545/1985 δεν εφαρμόζεται σε ξεναγούς, οι οποίοι είναι νόμιμα εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρέχουν υπηρεσίες στην ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τον τίτλο II του Π.Δ. 38/2010 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων»(Α΄ 78)».
Με βάση τη δικαστηριακή νομολογία και ειδικότερα σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου 1365/1995, έχει κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει ξεναγός με τουριστικό γραφείο, ο οποίος (ξεναγός) πραγματοποιούσε εκδρομές τουριστών σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη, θεωρείται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, ο ξεναγός υποχρεούτο να συμμορφώνεται προς το πρόγραμμα εκδρομής το οποίο διαμόρφωνε ο εργοδότης (το τουριστικό γραφείο), δηλαδή να πραγματοποιεί την εκδρομή, σύμφωνα με τις οδηγίες που του δίδονταν, σε ορισμένο τόπο και να επιμελείται να διαρκέσει ορισμένο χρόνο, μη έχοντας το δικαίωμα να καθορίζει, κατά την κρίση του, τον τόπο της εκδρομής και το χρόνο αυτής, το δε περιστατικό ότι μη έχοντας σχετικές οδηγίες του εργοδότη καθόριζε ο ίδιος τα διαλείμματα και τις σταθμεύσεις προς ανάπαυση των τουριστών δεν είναι στοιχείο που οδηγεί στο χαρακτηρισμό της συμβάσεως ως ανεξάρτητων υπηρεσιών, γιατί ο εργοδότης άφηνε την ευχέρεια αυτή στον ξεναγό, μη κωλυόμενος από τη σύμβαση να προσδιορίζει και το χρόνο των διαλειμμάτων και σταθμεύσεων, η δε ευχέρεια την οποία είχε ο τελευταίος να προσδιορίζει τον τρόπο της ξενάγησης, δεν είναι επίσης στοιχείο που μπορεί να χαρακτηρίσει τη σύμβαση ως ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού την ευχέρεια αυτή έχει, λόγω της φύσεως της εργασίας, και ο μισθωτός επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας.
Επίσης με την απόφαση του Αρείου Πάγου 800/1995, έχει κριθεί ότι καταρτίστηκαν αλλεπάλληλες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στην περίπτωση ξεναγού με άδεια άσκησης επαγγέλματος και δελτίο ταυτότητας από τον Ε.Ο.Τ., ο οποίος εκαλείτο από τουριστικό γραφείο για την ξενάγηση των πελατών του, όταν αυτός γνώριζε τη γλώσσα της ομάδας που θα ξεναγούσε και δεν είχε προγραμματίσει στο χρονικό αυτό διάστημα άλλη ξενάγηση για λογαριασμό άλλου τουριστικού γραφείου ή ομάδας τουριστών. Εν προκειμένω, ο ξεναγός είχε την υποχρέωση να ακολουθεί το εκάστοτε πρόγραμμα της επιχείρησης, με το οποίο προσδιοριζόταν ο χρόνος αναχώρησης, το δρομολόγιο προορισμού και επανόδου, ο τόπος μετάβασης, ο χώρος ξενάγησης, εμμέσως δε και το περιεχόμενο της προσφερόμενης εργασίας, εφόσον εκ του τόπου προορισμού προέκυπτε και το είδος και ή φύση των πληροφοριών ή η επίδειξη τουριστικών μνημείων. Το δικαστήριο έκρινε ότι το τουριστικό γραφείο ασκούσε άμεση εποπτεία και συνεχή έλεγχο επί της εργασίας του ξεναγού, ο οποίος όφειλε να τηρεί πιστώς το πρόγραμμα και τις γενικές οδηγίες και δεν είχε το δικαίωμα να μεταβάλει τον τόπο και χρόνο της προγραμματισμένης εκδρομής. Βεβαίως, ο τρόπος και η μέθοδος έκφρασης επιλεγόταν αποκλειστικά από τον ξεναγό, ο οποίος, ως εκ της πείρας του, είχε αποκτήσει ιδιάζουσα ικανότητα και μπορούσε να ξεναγεί σε διάφορες γλώσσες. Οσάκις επρόκειτο να προσφέρει εργασία, ειδοποιείτο εγκαίρως, προσήρχετο στο τουριστικό γραφείο από όπου ελάμβανε το πρόγραμμα και τις γενικές οδηγίες. Αμειβόταν κατά τη γενόμενη μεταξύ τους συμφωνία, με συμφωνηθείσα αμοιβή υπέρτερη της νομίμου, μόνο για τις ημέρες για τις οποίες παρείχε εργασία.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2020 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο αναλύεται επιπρόσθετα και το πλαίσιο απασχόλησης των προπονητών, επαγγελματιών ποδοσφαιριστών και επιστημονικών υπευθύνων κλινικών, ενώ περιλαμβάνεται και “Υπόδειγμα υπεύθυνης δήλωσης για την ανάληψη θέσης επιστημονικού υπευθύνου σε ιδιωτική κλινική”
πηγή: e-forologia.gr