Σε νομοθετική τακτοποίηση και κωδικοποίηση των ισχυουσών διατάξεων για τα φορολογικά πρόστιμα και την παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων θα προχωρήσει σύντομα το υπουργείο Οικονομικών με τη θεσμοθέτηση ενός νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
του Γιώργου Παλαιτσάκη
Σύμφωνα με τα όσα ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση, ο νέος Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών, που θα αντικαταστήσει τον ισχύοντα νόμο 4174/2013 και θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή, αποσκοπεί στην απόδοση των κωδικοποιούμενων διατάξεων με πιο εύληπτο και συστηματικό τρόπο, ώστε να είναι σαφές το νόημα των κανόνων που εισάγει.
Αποσκοπεί επίσης στην άρση νοηματικών και ορολογικών ασυνεπειών, στην απαλοιφή των ανενεργών ρυθμίσεων και στην εναρμόνιση με τη λοιπή φορολογική νομοθεσία και με τη νομοθεσία που διέπει τη σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται να αποσαφηνιστεί πλήρως για ποιες ακριβώς φορολογικές υποθέσεις ισχύουν και πώς ακριβώς διαμορφώνονται τα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις. Επιπλέον, αναμένεται να ξεκαθαριστούν πλήρως και οι κανόνες που ορίζουν το πότε παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες.
Με τη νέα αυτή απόπειρα κωδικοποίησης, οι πιο σημαντικές διατάξεις του νέου Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών για τα πρόστιμα που αφορούν διαδικαστικές φορολογικές παραβάσεις θα ορίζουν τα εξής:
1. Πρόστιμο επιβάλλεται στον φορολογούμενο εφόσον:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα,
β) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση,
γ) δεν υποβάλλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα δήλωση παρακράτησης φόρου,
δ) δεν ανταποκριθεί σε αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων,
ε) δεν συνεργαστεί στη διάρκεια φορολογικού ελέγχου,
στ) δεν γνωστοποιήσει στη Φορολογική Διοίκηση τον διορισμό του φορολογικού εκπροσώπου του,
ζ) δεν προβαίνει σε εγγραφή στο φορολογικό μητρώο,
η) δεν τηρεί τα προβλεπόμενα βιβλία και δεν εκδίδει τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία,
θ) εκδίδει στοιχεία λιανικής πώλησης χωρίς τη χρήση φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού ή από εγκεκριμένο και μη δηλωμένο φορολογικό ηλεκτρονικό μηχανισμό,
ι) εκδίδει δελτία και αποδείξεις από το Ολοκληρωμένο Σύστημα Ελέγχου Εισροών – Εκροών χωρίς τη χρήση εγκεκριμένου μοντέλου μηχανισμού σήμανσης (ΕΑΦΔΣΣ)
ια) δεν συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
– Ηλεκτρονική διαβίβαση σε βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ, των δεδομένων των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων – στοιχείων, ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών.
– Αποδοχή εξόφλησης φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας 500 ευρώ και άνω από τους αγοραστές – καταναλωτές όχι με μετρητά, αλλά αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής,
ιβ) δεν εκδίδει λογιστικά αρχεία ή εκδίδει ή λαμβάνει ανακριβή λογιστικά αρχεία (παραστατικά) για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ,
ιγ) διακινεί αγαθά χωρίς την ύπαρξη παραστατικών στοιχείων διακίνησης.
2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 καθορίζονται ως εξής:
α) 100 ευρώ σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 και στις φορολογίες κεφαλαίου για κάθε παράβαση των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’ στ’ και ια’,
β) 100 ευρώ για κάθε παράβαση των περιπτώσεων β’, γ’ και δ’ που ο φορολογούμενος δεν είναι υπόχρεος τήρησης λογιστικών βιβλίων,
γ) 250 ευρώ για κάθε παράβαση των περιπτώσεων β’, γ’, δ’ και στ’ σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα και
δ) 500 ευρώ για κάθε παράβαση των περιπτώσεων β’, γ’, δ’ και στ’ σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα,
ε) 2.500 ευρώ στις περιπτώσεις ε’, ζ’ και η’ της παρ. 1,
στ) 500 ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και 1.000 ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στις περιπτώσεις ιβ’ και ιγ’ της παρ. 1, καθώς και σε περίπτωση διαπίστωσης μη διαβίβασης των δεδομένων των συνόψεων εκδοθέντων παραστατικών εσόδων λιανικής που διαβιβάζονται στην ψηφιακή πλατφόρμα myDATA μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ) της ΑΑΔΕ.
Τα παραπάνω πρόστιμα δεν επιβάλλονται σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης τροποποιητικής δήλωσης ΦΠΑ ή δήλωσης παρακρατούμενου φόρου, εφόσον η σχετική αρχική δήλωση έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα. Δεν επιβάλλονται, επίσης, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης τροποποιητικής δήλωσης, από την οποία το επιπλέον ποσό φόρου που προκύπτει προς καταβολή, σε σχέση με την αρχική δήλωση, είναι έως 100 ευρώ.
Πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων περί ΦΠΑ
Για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς αντίστοιχα. Πρόστιμο 50% επί του αναλογούντος ποσού ΦΠΑ επιβάλλεται και σε περίπτωση διαπίστωσης μη διαβίβασης των δεδομένων των συνόψεων εκδοθέντων παραστατικών εσόδων λιανικής που διαβιβάζονται στην ψηφιακή πλατφόρμα myDATA μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ) της ΑΑΔΕ. Το πρόστιμο των παραπάνω περιπτώσεων δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 250 ευρώ σε περίπτωση τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των 500 ευρώ σε περίπτωση τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο 100% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 500 ευρώ σε περίπτωση τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των 1.000 ευρώ σε περίπτωση τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης επιβάλλεται πρόστιμο 200% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 1.000 ευρώ σε περίπτωση τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των 2.000 ευρώ σε περίπτωση τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
2. Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή μη υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο 50% επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από τη μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς αντίστοιχα.
Οι προθεσμίες παραγραφής
Αναφορικά με την παραγραφή φορολογικών υποθέσεων, ο νέος Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών προβλέπει τα εξής:
1. Πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής:
α) Εντός 10 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017.
β) Εντός 5 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για τα φορολογικά έτη από 1ης Ιανουαρίου 2018 και μετά.
2. Πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός 10 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης:
α) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της κανονικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έλεγχο και καταλογισμό φόρων, τόκων και προστίμων,
β) σε περίπτωση που μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.
Οι παραπάνω προθεσμίες ισχύουν για φορολογικές υποθέσεις των ετών 2014 και επομένων. Ως εκ τούτου:
– Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για διενέργεια φορολογικού ελέγχου και για επιβολή φόρων, τόκων και προστίμων στην περίπτωση της μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είναι 15ετής για υποθέσεις των ετών μέχρι το 2013 και 10ετής για υποθέσεις των ετών από το 2014 και μετά.
– Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για διενέργεια ελέγχου και επιβολή φόρων, τόκων και προστίμων στην περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ΦΠΑ είναι 10ετής για όλα τα έτη.
– Για τις υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος ισχύει παράταση της προθεσμίας παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου κατά 5 έτη, από 5ετία σε 10ετία, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής εντοπίζονται νέα στοιχεία ή πληροφορίες βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι ο φόρος που θα έπρεπε να καταβάλει ο φορολογούμενος είναι μεγαλύτερος από αυτόν που βεβαιώθηκε στο όνομά του.
– Όσον αφορά τις υποθέσεις ΦΠΑ, η παράταση της προθεσμίας παραγραφής από 5ετία σε 10ετία ισχύει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής εντοπίζονται νέα στοιχεία ή πληροφορίες βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι ο φόρος που θα έπρεπε να καταβάλει ο φορολογούμενος είναι μεγαλύτερος από αυτόν που βεβαιώθηκε στο όνομά του είτε με βάση τη δήλωση που υπέβαλε είτε κατόπιν ελέγχου.
3. Η κανονική πενταετής προθεσμία παραγραφής παρατείνεται κατά ακόμη ένα έτος όχι μόνο στην περίπτωση της υποβολής αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας αυτής, αλλά και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Εάν περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία για υπόθεση που ήδη έχει ελεγχθεί πλήρως και διαπιστωθεί ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί κατόπιν του αρχικού ελέγχου. Ως νέο στοιχείο νοείται κάθε στοιχείο το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι γνωστό στη Φορολογική Διοίκηση κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο.
β) Εάν περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή εκτός Φορολογικής Διοίκησης, από τις οποίες προκύπτει φορολογική οφειλή.
γ) Εάν ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ένδικο βοήθημα ή μέσο, για περίοδο ενός έτους μετά την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, και μόνο για το ζήτημα το οποίο αφορά.
πηγή: Έντυπη Ναυτεμπορική