Σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του Ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.), όπως αυτή τέθηκε με το άρθρο 115 του Ν.4646/2019 που αντικατέστησε την παράγραφο 4, απαιτήσεις, το συνολικό ύψος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., δεν υπερβαίνουν το ποσό των 300,00 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, μπορούν να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται 12 μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, εφόσον όμως έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου, και οι οφειλέτες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν.
του Γιώργου Α. Κορομηλά*
Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, ποσοστό 5% επί του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης, ενώ δεν απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά το νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης, (οδηγίες για την εφαρμογή των υπόψη διατάξεων δόθηκαν με την εγκύκλιο Ε.2205/2020).
Τη δυνατότητα αυτή έχουν τόσο οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία με το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα όσο και εκείνες που τηρούν βιβλία με το απλογραφικό λογιστικό σύστημα. Στην περίπτωση τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος πρέπει, για την εφαρμογή των ανωτέρω, να παρακολουθούνται οι απαιτήσεις εξωλογιστικά, με την τήρηση καταστάσεων (καρτελών) ανά πελάτη ή χρεώστη στις οποίες καταχωρούνται οι συναλλαγές (πωλήσεις και εισπράξεις), έτσι ώστε να είναι ευχερής η διαπίστωση τόσο του υπολοίπου του κάθε πελάτη ή χρεώστη όσο και του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης, επί του οποίου θα εφαρμοστεί το όριο του 5%.
Το βάρος της απόδειξης για την ενημέρωση του οφειλέτη, όπου αυτό είναι δυνατόν, περί της διαγραφής το φέρει ο φορολογούμενος, ο οποίος οφείλει να διατηρεί τα σχετικά στοιχεία. Για την απόδειξη ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ενδεικτικά το αποδεικτικό αποστολής συστημένης επιστολής στην τελευταία διαθέσιμη διεύθυνση του οφειλέτη ή αποδεικτικό επίδοσης εξώδικης επιστολής ή το αποδεικτικό επιτυχημένης αποστολής και ανάγνωσης μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κ.λπ. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επιχείρησε να γνωστοποιήσει στον οφειλέτη τη διαγραφή, όμως δεν είναι δυνατή η απόδειξη ότι ο οφειλέτης πράγματι έλαβε γνώση της διαγραφής, όπως π.χ. όταν η επιχείρηση δεν έχει στη διάθεσή της επικαιροποιημένα στοιχεία του υπόψη πελάτη, το ποσό της διαγραφείσας απαίτησης αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς, δηλαδή εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα.
Τα ανωτέρω έχουν τεθεί σε ισχύ για τα φορολογικά έτη που άρχισαν από την 1.1.2020 και μετά ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο δημιουργήθηκε η απαίτηση. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το εάν το δωδεκάμηνο διάστημα συμπληρώνεται εντός του φορολογικού έτους που πραγματοποιείται η διαγραφή (π.χ. 2022) ή έχει συμπληρωθεί σε προγενέστερο φορολογικό έτος, αλλά και στην περίπτωση που έχει ήδη σχηματισθεί πρόβλεψη μέχρι την έναρξη ισχύος αυτών.
Σε περίπτωση απαιτήσεων κατά οφειλετών αξίας μέχρι 300,00 ευρώ για τις οποίες δεν είχε σχηματισθεί πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, οι επιχειρήσεις μπορούν να διαγράψουν οριστικά την απαίτηση αυτή, υπό τις ανωτέρω προβλεπόμενες προϋποθέσεις και να εκπέσουν το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή.
*O Γιώργος Α. Κορομηλάς είναι Φορολογικός σύμβουλος – Συγγραφέας φορολογικών βιβλίων –Διευθυντής Φορολογικού τμήματος Tax Advisors I.K.E. –Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
πηγή: ot.gr