Ιστορικό:
Σε φορολογικό κάτοικο εξωτερικού (Ισραήλ), με φορολογικό εκπρόσωπο στην Ελλάδα, καταλογίστηκε φόρος και πρόστιμο, μετά από διαπίστωση του φορολογικού ελέγχου, ότι ο φορολογούμενος έχει κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, τα οποία προέρχονται από πώληση ακινήτων χωρίς δήλωση έναρξης επιτηδεύματος στην αρμόδια ΔΟΥ.
Ο φορολογούμενος άσκησε ενδικοφανή προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της πράξης προσδιορισμού του προστίμου, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε παράνομος προσδιορισμός εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Απόφαση ΔΕΔ:
Η απόφαση της ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή, βασιζόμενη μεταξύ των άλλων στις διατάξεις των παρ. 3 και 5 του άρθρου 21, “Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα” του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α’ 167), όπως ίσχυαν κατά το κρινόμενο φορολογικό έτος. Σύμφωνα λοιπόν με την παρ. 3, “Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως “επιχειρηματική συναλλαγή” θεωρείται κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων. Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος εντός της οποίας πρέπει να διενεργηθούν οι συναλλαγές είναι δύο (2) έτη. Δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, η πράξη πώλησης περιουσιακού στοιχείου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποκτηθεί αιτία κληρονομιάς ή με χαριστική αιτία από συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού ή έχει διακρατηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών”.
Η νομολογία του ΣτΕ
Το θέμα της αγοραπωλησίας ακινήτων και της ύπαρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας έχει απασχολήσει τη νομολογία του ΣτΕ μετά την εισαγωγή της επίμαχης διάταξης. Έτσι, πολλές αποφάσεις του ΣτΕ δέχονται ότι “δεν αποτελεί “επιχείρηση” αγοραπωλησίας ακινήτων κάθε αγορά και (μετα)πώληση ακινήτων, από την οποία προκύπτει χρηματική ωφέλεια, αλλά η κατά σύστημα αγοράκαι εν συνεχεία πώληση ακινήτων κατά τρόπο, που να προκύπτει ότι από τον συνδυασμό των ενεργουμένων πράξεων αγορών και πωλήσεων ακινήτων, επιδιώκεται ο πορισμός κέρδους (από τη διαφορά τιμών αγοράς και πωλήσεως) ή/και κεφαλαίων χρησίμων για την άσκηση της εν λόγω επιχείρησης και όχι απλώς μέριμνα προς επωφελέστερη αξιοποίηση κεφαλαίων”.
Εξάλλου, δεν αποκλείεται κατά τον νόμο να συντρέχει περίπτωση “επιχείρησης” και από μεμονωμένες ή συμπτωματικές συναλλακτικές πράξεις αγοραπωλησίας ακινήτων εν γένει, εφόσον αυτές αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους και δεν συνιστούν απλώς αξιοποίηση κεφαλαίου.
Η εξεταζόμενη περίπτωση
Στην εξεταζόμενη από τη ΔΕΔ περίπτωση, ο προσφεύγων αγόρασε κατά την 18/01/2018 το 25% εξ αδιαιρέτου 6 οριζόντιων ιδιοκτησιών και εν συνεχεία την 10/07/2018 προχώρησε στη μεταβίβαση τους. Ως εκ τούτου σε χρονικό διάστημα περίπου 6 μηνών, αγοράστηκαν και πουλήθηκαν οι ιδιοκτησίες. Συνεπώς, πρόθεση κέρδους από την αγοραπωλησία ακινήτων διαπιστώθηκε τόσο από τον αριθμό των πωληθέντων ιδιοκτησιών, όσο και από τη σημαντική απόκλιση μεταξύ της τιμής αγοράς και πώλησής τους.
Για τον λόγο αυτό, η ΔΕΔ καταλόγισε ότι τα κέρδη αυτά προέρχονταν από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ο φορολογούμενος δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι ο σκοπός των αγοραπωλησιών ήταν η κάλυψη προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του και όχι το επιχειρηματικό κέρδος.
Απαραίτητη η έναρξη εργασιών
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις θα πρέπει να προβαίνει σε έναρξη εργασιών προκειμένου οι αγοραπωλησίες που έχουν ως σκοπό το συστηματικό κέρδος να φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
* Η Μάρθα Παπασωτηρίου είναι Partner/Head of Tax, Lawyer, στην Andersen Tax Greece
πηγή: capital.gr