Διοικητικές κυρώσεις και ποινικές ευθύνες του εργοδότη σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων των εργοδοτών έναντι του ΕΦΚΑ.
του Παλαιολόγου Ι. Λιάζου
1.1. Εισαγωγή
Με αφορμή την απόφαση 229/2023 του Αρείου Πάγου, σχετικά με το αδίκημα της μη καταβολής από τον εργοδότη των εισφορών που παρακράτησε από τις αμοιβές που κατέβαλε στους εργαζόμενους που απασχολεί και τις αναλογούσες εργοδοτικές εισφορές για τις ως άνω αμοιβές, κρίθηκε αναγκαίο να υπενθυμίσουμε τις διατάξεις για τις διοικητικές κυρώσεις και ποινικές ευθύνες του εργοδότη σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων των εργοδοτών έναντι του ΕΦΚΑ.
1.2. Ποινικό αδίκημα της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στο Δημόσιο και η ευθύνη του εργοδότη
Ο Άρειος Πάγος με την 229/2023, απόφασή του, έκρινε, σχετικά με το αδίκημα της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στο Δημόσιο και η ευθύνη του εργοδότη:
1.2.1. Ν. 86/1967 – Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη απόδοσης, από εργοδότη, ασφαλιστικών εισφορών που παρακράτησε:
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, οποιασδήποτε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.
Κατά δε την παρ. 2 του άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προκειμένου να τις αποδώσει στους πιο πάνω οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, από τότε που έγιναν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.
1.2.2. Χρόνος καταβολής εισφορών σύμφωνα με τον ΑΝ 1846/1951 (Κανονισμό ασφάλισης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)
Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία,
Κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο, ο οποίος έχει κατά τα άνω ορισθεί.
1.2.3. Έγκλημα μη καταβολής εισφορών
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους.
1.2.4. Έννοια εργοδότη για την ευθύνη καταβολής εισφορών
Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, με τη δε παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α ασφαλιστικών εισφορών.
1.2.5. Αυτουργοί αδικημάτων μη απόδοσης εισφορών
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του ν. 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι “Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες:
- α) οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και
- β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”.
1.2.6. Συμπεράσματα
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι:
α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11.04.2012, οπότε θεσπίσθηκε η ανωτέρω παρ.7 του ΑΝ 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνον ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και
β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11.04.2012, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία,
- αρχικώς και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του ΑΝ 86/1967, (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ
- τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
1.3. Συνέπειες για τους εργοδότες από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς το ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)
1.3.1. Πράξη Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε)
Όταν από έλεγχο διαπιστωθεί ότι, ο εργοδότης δεν κατέβαλε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που απαιτούνται για την ασφάλιση ολόκληρου του προσωπικού του, συντάσσεται σε βάρος του “Πράξη Επιβολής Εισφορών”.
Οι καταλογιζόμενες με τις Π.Ε.Ε. μη καταβληθείσες εισφορές επιβαρύνονται με τα νόμιμα πρόσθετα τέλη (άρθρα 26 & 27 ΑΝ 1846/51 όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα).
1.3.2. Πράξη Επιβολής Πρόσθετου Τέλους (Π.Ε.Π.Τ)
Όταν από έλεγχο διαπιστωθεί ότι ο εργοδότης κατέβαλε εκπρόθεσμα τις ασφαλιστικές εισφορές (δηλ. μετά την πάροδο της τελευταίας εργάσιμης για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου ή μεθεπόμενου μήνα, εάν ο εργοδότης είναι το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ) συντάσσεται σε βάρος του “Πράξη Επιβολής Πρόσθετου Τέλους” .
Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ , από την 1/1/2013 και εφεξής, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα δεν θα επιβαρύνονται πλέον με πρόσθετα τέλη, αλλά θα επιβαρύνονται από ένα ετήσιο επιτόκιο που ισούται με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συν ένα περιθώριο 800 μονάδων βάσης (δηλ. 8,00%), χωρίς να προβλέπεται ανώτατο όριο του ποσοστού αυτού.
1.3.3. Καταβολές εισφορών ΙΚΑ – Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής.
Γενική προθεσμία: Η τελευταία εργάσιμη για το Δημόσιο ημέρα του επόμενου μήνα από την παροχή της εργασίας.
Επιτόκιο για υπολογισμό προσαυξήσεων και τόκων Ασφαλιστικών οφειλών (από 1.1.2013)
Ετήσιο επιτόκιο αναχρηματοδότησης MRO |
+ |
Περιθώριο 800 μονάδων βάσης (8%) |
= |
Επιτόκιο για υπολογισμό προσαυξήσεων και τόκων Ασφαλιστικών οφειλών |
0,76% | + | 8,00% | = | 8,76% |
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, ρυθμισμένες και μη, σύμφωνα με απόφαση του υπουργού Οικονομικών: «… για ένα έτος από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης (2.11.2022), το επιτόκιο των άρθρων 1 και 2 της υπό στοιχεία ΔΠΕΙΣ 1198598 ΕΞ/31.12.2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Β’ 19/2014 και Β’113/2014) δεν μεταβάλλεται κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά τέσσερις (4) εκατοστιαίες μονάδες, λαμβανομένου ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου που ίσχυε κατά την 1η.1.2014».
Με αυτό το δεδομένο, το επιτόκιο εκπρόθεσμης καταβολής φόρου παραμένει στο 8,76% σε ετήσια βάση και 0,73% τον μήνα.
1.3.4. Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε)
Επιβάλλεται “Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών” σε βάρος των εργοδοτών που:
- δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ,
- υποβάλλουν εκπρόθεσμα την Α.Π.Δ,
- υποβάλλουν ανακριβή Α.Π.Δ.
Ανακριβής θεωρείται η Α.Π.Δ. στην οποία προκύπτει διαφορά μεταξύ των εισφορών που δηλώνονται από τον εργοδότη και αυτών που προκύπτουν κατά τον έλεγχο, από διαφορά ημερών εργασίας, αποδοχών ή κλάδου ασφάλισης και των λοιπών στοιχείων, που προσδιορίζουν την ορθή υπαγωγή στην ασφάλιση, καθώς και αυτή που δεν περιλαμβάνει εργαζόμενο ή εργαζόμενους της επιχ/σης.
Το ποσό της πρόσθετης επιβάρυνσης υπολογίζεται ποσοστιαία βάσει των εισφορών που δηλώνονται ή αντιστοιχούν στην Α.Π.Δ . Το ποσοστό της πρόσθετης επιβάρυνσης, κατά περίπτωση, αναφέρεται στον παρακάτω πίνακα:
ΠΑΡΑΒΑΣΗ | ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ |
Μη υποβολή ΑΠΔ | 45% |
Εκπρόθεσμη υποβολή ΑΠΔ | 3% επιβαρυνόμενο με 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης, έως 30% |
Υποβολή ανακριβούς ΑΠΔ | 30% |
Σε περίπτωση συρροής παραβάσεων, που σχετίζονται με την υποβολή συγκεκριμένης Α.Π.Δ. (της ίδιας χρονικής περιόδου), επιβάλλεται μόνο ένα από τα προβλεπόμενα ποσοστά πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο.
*O Παλαιολόγος Ι. Λιάζος είναι Οικονομολόγος – Σύμβουλος Εργασιακών Ασφαλιστικών
πηγή:ot.gr