Στο πλαίσιο της συναλλακτικής ζωής οι γενικοί όροι που απαντώνται στις συναλλαγές προκαλούν ερμηνευτικά ερωτήματα ως προς την προσέγγισή τους, ενώ πολλές φορές και οι πολίτες θεωρούν ότι κάποιοι όροι προσκρούουν με τρόπο δυσανάλογο απέναντι στα οικονομικά τους συμφέροντα.
Τι ακριβώς, ωστόσο, ισχύει με τους συγκεκριμένους όρους οι οποίοι συναντώνται στην καθημερινότητά μας και κυρίως ποια είναι η διαδικασία επί τη βάσει της οποίας διενεργείται ο έλεγχος για τον καταχρηστικό ή μη χαρακτήρα αυτών;
Αρχικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Βέβαια, ο καταχρηστικός χαρακτήρας του κάθε φορά υπό κρίση (ή προσβαλλόμενου) γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.
Μάλιστα, προκειμένου να επεξηγηθούν έτι περαιτέρω τα όσα έχουν λεχθεί ανωτέρω, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είτε επιφυλάσσουν το δικαίωμα στον προμηθευτή της μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, είτε αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή χωρίς σπουδαίο λόγο, είτε αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, είτε επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση (άρθρο 2 παρ. 7 ν. 2251/1994). Οι παραπάνω γενικοί όροι κρίνονται αυτοδικαίως άκυροι (χωρίς δηλαδή την πλήρωση περαιτέρω προϋποθέσεων) και κατ’ επέκταση δεν απαιτείται ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της διάταξης του παραπάνω άρθρου.
Πιο συγκεκριμένα, οι παραπάνω περιπτώσεις, οι οποίες συνιστούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, με τα εκεί αναφερόμενα κριτήρια, συνεπάγονται ότι για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών συνεκτιμάται, ως επί το πλείστον, το συμφέρον του καταναλωτή – παράλληλα με τη φύση των αγαθών ή υπηρεσιών της σχετικής σύμβασης, όπως και του σκοπού αυτής, με απώτερο στόχο την επίτευξη σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Βέβαια, πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι, η διατάραξη της ισορροπίας που συνεπάγεται τον καταχρηστικό χαρακτήρα του όρου πρέπει να είναι ουσιώδης και ως τέτοια θα κριθεί από τις αρχές της καλής πίστης.
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε συνεκτιμώνται τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και ιδίως εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για τη διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για την κατάργησή του, γεγονός που συνδιαμορφώνεται από την εξέταση των συνεπειών που θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για την κάθε πλευρά. Δεν είναι τυχαία εξ άλλου η κοινή πεποίθηση σε θεωρία και νομολογία ότι οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) πρέπει, για να εναρμονίζονται με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή.
Έτσι, λοιπόν, έχοντας ως άξονα τις παραπάνω θέσεις, για να γίνει διάγνωση της καταχρηστικότητας ενός γενικού όρου εξετάζεται αρχικώς εάν ο συγκεκριμένος όρος αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που εντάσσεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, που όπως ειπώθηκε περιέχει άνευ ετέρου καταχρηστικές ρήτρες, και σε δεύτερη ανάλυση, που προϋποθέτει ότι ο συγκεκριμένος όρος έχει πάρει «πράσινο φως», εξετάζεται το ενδεχόμενο απόκλισης από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου.
Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος
πηγή: ot.gr