Οι νεότερες γενιές γνωρίζουν την περιοχή Φιξ, που οριοθετείται από τη λεωφόρο Συγγρού και την οδό Καλλιρρόης. Ίσως όμως δεν έμαθαν ότι το ξενόφερτο όνομά της προέρχεται από το εργοστάσιο ζυθοποιίας, το πρώτο που λειτούργησε στη χώρα και ανήκε σε ένα από τα μεγάλα «τζάκια» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Ο Johann Ludwig Fuchs, από τον οποίο προέκυψε το… εξελληνισμένο Φιξ, ήταν ένας από τους Βαυαρούς που ήρθαν στην Ελλάδα με την ακολουθία του Οθωνα.Ο πατέρας του ήταν μεταλλειολόγος και ο βασιλιάς τού είχε αναθέσει τη διαχείριση των μεταλλείων της Κύμης.
Το 1864 Γιόχαν Λούντβιχ Φιξ είχε την ιδέα να στήσει το πρώτο εργαστήριο παρασκευής μπίρας στο μεγάλο ακίνητο που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στο Ηράκλειο Αττικής, όπου διατηρείται ώς σήμερα η πέτρινη έπαυλη της οικογένειας.
Πολύ σύντομα η επιχείρηση μετακόμισε στην τότε «εξοχική» περιοχή Κολωνακίου και για να εξασφαλίσει τον πάγο, που είναι απαραίτητος για την παραγωγή της μπίρας, είχε συμβληθεί με κτηνοτρόφους από το Μενίδι που μετέφεραν με τα μουλάρια τους χιόνι από την Πάρνηθα.
Οι τεχνικές δυσκολίες οδήγησαν τον απόγονο της οικογένειας Κάρολο Φιξ σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων που κατέληξαν στην πατέντα παραγωγής τεχνητού πάγου.
Οι εξελίξεις επέβαλαν νέα μετακόμιση, αυτή τη φορά στην ακατοίκητη όχθη του Ιλισού και τη σταδιακή κατασκευή του πρώτου εργοστάσιου μπίρας, που ώς τις αρχές του 20ού αιώνα έφτασε να απασχολεί περίπου 5.000 άτομα.
Κουμπαριές
Καθοριστικός λόγος στη μεγάλη άνθηση της επιχείρησης ήταν οι καλές σχέσεις της οικογένειας Φιξ με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες και κυρίως με το παλάτι, που της εξασφάλιζε σχεδόν μονοπωλιακή ανάπτυξη.
Συνέβαλαν όμως και οι «κουμπαριές» με επιχειρηματικές οικογένειες στην Αθήνα και την περιφέρεια, όπως περιγράφει ο δημοσιογράφος Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του με τίτλο «Τα μεγάλα τζάκια της Αθήνας».
Φρόντισαν το 1930 να συμπεθεριάσουν με την οικογένεια Κλωναρίδη, όταν η τελευταία θέλησε να οργανώσει το δικό της εργοστάσιο μπίρας στα Πατήσια, τερματίζοντας έτσι έναν πολυετή επιχειρηματικό πόλεμο.
Ενας μεταγενέστερος, όμως, γάμος που έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ανάμεσα στη χήρα τού Ι.Κ. Φιξ και τον Πέτρο Γαρουφαλιά, γνωστό δικηγόρο και από τους πρωτεργάτες της αποστασίας, στάθηκε αφορμή για ενδοοικογενειακές κόντρες.Οι απόγονοι επέλεξαν να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους που αποδυνάμωσαν την άλλοτε πανίσχυρη επιχείρηση.
Λίγο νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, που συμπίπτει με τη μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, ο Κάρολος Φιξ πήρε την απόφαση να χτίσει ένα σύγχρονο εργοστάσιο στη θέση του παλιού, στο οποίο κυριαρχούσαν στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και διέθετε ένα ενιαίο ύφος παρ’ όλο που κατασκευάστηκε με… δόσεις.
Συνέβαλε η κάλυψη της κοίτης του Ιλισού, που την είχε ξεκινήσει το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά από το ύψος της σχολής Χωροφυλακής στη λεωφόρο Μεσογείων, αλλά στη μεταπολεμική Ελλάδα επεκτάθηκε προς τα νότια για να δημιουργηθούν νέες λεωφόροι, όπως η Β. Κωνσταντίνου, και να αυξηθούν παρόχθια οικόπεδα, όπως συνέβη στην περίπτωση του ακινήτου της Μονής Πετράκη που πουλήθηκε για να κατασκευαστεί το «Χίλτον».
Με αυτή την ελληνική πατέντα «αξιοποίησης» των ρεμάτων, το οικόπεδο στη λεωφόρο Συγγρού έφτασε στα 6.460 τετραγωνικά.
Τα σχέδια
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του νέου εργοστασίου είχαν ανατεθεί στον ταλαντούχο και πρωτοπόρο Τάκη Ζενέτο (1926-1977).
Ξεκίνησε τις σπουδές του από ιδιωτική σχολή αρχιτεκτονικού σχεδίου στην Αθήνα και το 1945 πήγε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην περίφημη Ecole des Beaux Arts.
Δέκα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με τον συμφοιτητή του Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005), με τον οποίο υλοποίησαν δεκάδες έργα, κυρίως εξαιρετικής ποιότητας βίλες στην Αττική.
Ο δεξιοτέχνης και οραματιστής αρχιτέκτονας, όπως αναφέρει η καθηγήτρια Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ στο βιβλίο της «Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική», καλείται να αφομοιώσει τα τμήματα του παλιού εργοστασίου, που συνέχιζε να λειτουργεί, προσθέτοντας νέα κομμάτια και κυρίως νέο ύφος.
Θέλησε να ελαφρύνει τον τεράστιο όγκο του κτιρίου χρησιμοποιώντας συνεχόμενα υαλοστάσια, που ήταν άγνωστα ώς τότε στην ελληνική αρχιτεκτονική, ενώ είχε προτείνει κινητά τμήματα που όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Το εργοστάσιο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και λόγω χρεών της εταιρείας πέρασε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας, από την οποία το αγόρασε στα τέλη του 1994 η κρατική εταιρεία «Αττικό Μετρό» έναντι 1,92 δισ. δραχμών.
Από τότε ξεκινά η νέα περιπέτεια του κτιρίου, το οποίο λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του περιλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη αρχιτεκτονικών σχολών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Αρχίζει ο «ακρωτηριαμός», που περιλαμβάνει την κατεδάφιση μέρους του κτιρίου για τις ανάγκες του σταθμού «Συγγρού-Φιξ», ο οποίος είναι ένας από τους λίγους του δικτύου που διαθέτει πολυώροφο υπόγειο γκαράζ και στην επιφάνειά του αφετηρίες λεωφορειακών γραμμών που εξυπηρετούν τις νότιες και ανατολικές περιοχές.
Ηταν το έναυσμα για τη δημοτική αρχή της Αθήνας, που ζήτησε την πλήρη κατεδάφισή του για να δημιουργήσει πάρκο.
Ακολούθησε η έντονη κινητοποίηση της αρχιτεκτονικής κοινότητας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για να αναθεωρηθούν οι σχεδιασμοί και να διασωθεί το υπόλοιπο κτίριο, που διαθέτει 20.000 τετραγωνικά που τελικά στέγασε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Η κήρυξή του ως διατηρητέου έγινε με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις το 2008, και αφορά μόνον τις όψεις προς τη Συγγρού και τη Φραντζή, ανοίγοντας όμως τον δρόμο για την παραμόρφωση της πρόσοψης προς την οδό Καλλιρρόης.
Οι λιτές οριζόντιες γραμμές, που είχε διαμορφώσει ο Ζενέτος, έδωσαν τη θέση τους σε μια επιφάνεια από υποκίτρινη πέτρα, μέσω της οποίας επιχειρείται χωρίς επιτυχία να αναβιώσει η εικόνα της παλιάς κοίτης του Ιλισού.
Το μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σηματοδότησε την παρουσία του το 2000 με μια έκθεση σπουδαίων ζωγράφων. Από τότε ξεκίνησε η περιπέτεια των έργων, που διήρκεσε σχεδόν 15 χρόνια. Οι υπηρεσίες του μουσείου έχουν ήδη εγκατασταθεί στον πρώτο όροφο και πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων με τον γενικό τίτλο «Προεόρτια», που αποτελούν ένα δοκιμαστικό για τα πολυαναμενόμενα εγκαίνια.