O ράφτης της Ερμού. Η άνοδος και η πτώση μιας λαμπρής επιχείρησης

0

Έφτασε κιόλας εννιά. Τελειώσαμε και για σήμερα. Ας κλείσουμε να πάμε επιτέλους στο σπίτι. Αύριο πάλι εδώ. Πως περνάει ο καιρός…

Γράφει ο Αιρετικός*

Ο Σούλης με γρήγορες κινήσεις έσβησε το ένα και μοναδικό φως που ήταν αναμμένο στο εσωτερικό του μαγαζιού, κατέβασε τα στόρια και κλείδωσε το λουκέτο. Άλλες εποχές δεν χρειαζόταν στόρια και η βιτρίνα ήταν φωτισμένη όλο το βράδυ, τώρα όμως… Ερμού 259, Ατελιέ «Σούλης».

Ο Σούλης, Αθανάσιος κατά Αστυνομική Ταυτότητα, ήταν μια από τις ζωντανές ιστορίες της Ερμού, μια ακόμα ζωντανή ιστορία του κέντρου της πόλης. Ο πατέρας του ήταν ράφτης όλης της αριστοκρατίας της εποχής και ο Σούλης αγάπησε την δουλειά αυτή από μικρός.

[…]

Όταν τέλειωσε το λύκειο και γύρισε από τον στρατό, ο πατέρας του τον έστειλε για δύο χρόνια στο Παρίσι. Ο Σούλης έκανε σπουδές ραπτικής, έμαθε νέες τεχνικές και επέστρεψε. Πραγματικά αγαπούσε αυτό που έκανε. Ο πατέρας του ήταν ήδη μεγάλος και ήθελε σιγά – σιγά να αποχωρήσει, άλλωστε ο Σούλης τα κατάφερνε περίφημα. Έκατσε και συζήτησε μαζί του. Η πελατεία ήταν δεδομένη. Είχαν ένα από τα δύο – τρία καλύτερα ραφτάδικα στην πόλη. Ο Σούλης του μίλησε για επέκταση. Μέχρι τότε ο πατέρας του ήτανε μόνος με έναν βοηθό και τον Σούλη να ανακατεύεται στα πόδια του, μαθαίνοντας όμως πολλά από τα μυστικά της δουλειάς. Ο Σούλης ονειρευόταν κάτι άλλο. Ένα ραφείο πολυτελείας, το καλύτερο στην πόλη, με ράφτες, βοηθούς, δοκιμαστήρια και υποδοχή. Ο πατέρας του το σκέφτηκε, θα χρειαζόταν να επενδύσουν σχεδόν όλη τους την περιουσία, τελικά όμως συμφώνησε και είπε το ναι.

Νοικιάστηκε το καλύτερο μαγαζί στην Ερμού, στο κέντρο. Δέκα μέτρα Φάτσα. Υποδοχή στο ισόγειο και συσκευασία των ρούχων, δύο ευγενικές κοπέλες οι οποίες υποδέχονταν τους πελάτες και πάνω η αίθουσα με τις ραπτομηχανές και δύο ατελιέ. Το ένα, προσωπικό του Σούλη.

Ξέχασα να σας πω πως ο Σούλης έραβε μόνο ανδρικό ένδυμα και κυρίως κουστούμι. Ήτανε φημισμένος ακόμα για το διπλομάνσετο πουκάμισό του, αλλά και για τα πανωφόρια του. Ο Σούλης ήτανε θρύλος του κατά παραγγελία ενδύματος στην πόλη, ήτανε ένα κομμάτι της ίδιας της ιστορίας της πόλης. Πάντα είχε προσωπική επίβλεψη στον κάθε πελάτη. Για γαμπριάτικο διάλεγε μαζί του το σχέδιο και έδινε οδηγίες στον ράφτη που θα το αναλάμβανε και ήταν πάντα εκεί στην τελική δοκιμή.

Το προσωπικό ατελιέ του Σούλη ήταν άβατο. Δεν έμπαινε ο καθένας εκεί μέσα. Συνήθως εξυπηρετούσε προσωπικά πολιτικούς, βιομήχανους, ανθρώπους της τέχνης. Η διαδικασία ήταν μυσταγωγία. Υπήρχε ένα τεράστιο γραφείο για τον Σούλη και ένα σαλόνι με έναν καναπέ και δύο πολυθρόνες chesterfield. Δίπλα ήταν ένα μπαράκι με malt whisky και ένας υγραντήρας με πούρα cohiba. Σε ένα άλλο τραπέζι υπήρχε ένα άλμπουμ με διάφορα σχέδια και φυσικά δειγματολόγιο με φίνα Αγγλικά κασμίρια.

[…]

Γινόταν η απαραίτητη ερώτηση, δεξιός ή αριστερός που καμία σχέση δεν είχε με τα πολιτικά πιστεύω του ανδρός πελάτη. Μέχρι την τελική δοκιμή πριν παραλάβει ο πελάτης, ο Σούλης ψηλαφούσε το ρούχο σε κάθε εκατοστό του, επειδή έπρεπε να είναι τέλειο, τίποτε λιγότερο. Ήταν κάτι σαν κλειστό club όπου και ο Σούλης και ο πελάτης αντλούσαν ευχαρίστηση από την όλη διαδικασία. Για τον Σούλη δεν ήταν ακριβώς εργασία, έμοιαζε σαν παροχή μιας ανώτερης υπηρεσίας σε εκλεπτυσμένους ανθρώπους. Ίσως αυτός ήταν και ένας λόγος που ο Σούλης δεν έκανε ποτέ περιουσία. Απασχολούσε τα διπλάσια άτομα από αυτά που χρειαζόταν, αλλά ήθελε ο κάθε πελάτης να αισθάνεται μοναδικός. Και ήταν μοναδικός. Συνήθως σπάνια ρωτούσε για την τιμή. Ήξερε ότι θα ήταν κάπως τσιμπημένη, αλλά ταυτόχρονα ήξερε ότι θα έπαιρνε το καλύτερο. Από την άλλη δεν ήταν μόνο το ρούχο, ήταν η όλη περιποίηση. Πέντε περίπου δοκιμές με την ιστορία με τα whisky και τα cohiba να επαναλαμβάνεται, τα πανάκριβα κασμίρια, το ξαναράψιμο του ρούχου αν το παραμικρό δεν ήταν τέλειο, ανέβαζε το κοστολόγιο στα ύψη. Στα ύψη ήταν και το ενοίκιο, ενός τεράστιου για ραφείο καταστήματος, στο κέντρο της πιο εμπορικής οδού. Τον Σούλη δεν τον ένοιαζε. Όλα αυτά του εξασφάλιζαν μια άνετη ζωή, ένα πανέμορφο σπίτι, μια θέση στην ανώτερη κοινωνική τάξη της πόλης, αναγνωρισιμότητα και μια δουλειά που του προσέφερε ευχαρίστηση. Ποτέ δεν ασχολήθηκε με κοστολόγια, όσο και αν ο λογιστής του, του επισήμαινε πως θα μπορούσε να έχει γίνει πλούσιος. Αυτός προτιμούσε να είναι ευτυχισμένος, μέσα από αυτό που έκανε.

Ο πελάτης που μπήκε μόλις είχε έρθει από το Λονδίνο, είχε μαζί του μια «κουστουμιέρα» και ζήτησε από την υπάλληλο κάποιο μικροδιορθωματάκι. Ήτανε κάπου εκεί στο 2008. Αν και προσβλητικό για τον Σούλη, μιας και έτυχε να είναι εκεί, ζήτησε από τον πελάτη να ρίξει μια ματιά. Ένα Βρετανικό βιομηχανικό κουστούμι, όχι κακοφτιαγμένο, αλλά φυσικά όχι ραμμένο για τον συγκεκριμένο πελάτη. Ήθελε λίγο στένεμα στη μέση. Έβαλε μια καρφίτσα για την ραφή, το έδωσε στην κοπέλα να το ανεβάσει στις ραπτομηχανές, είπε στον πελάτη πως δεν κάνουν τέτοιες δουλειές, αλλά εφόσον μπήκε στο μαγαζί δεν θα τον έδιωχνε χωρίς να τον εξυπηρετήσει και φυσικά δεν ήθελε χρήματα για ενός λεπτού δουλειά. Μέχρι να ετοιμαστεί το παντελόνι, ο πελάτης πιο πολύ από υποχρέωση, ρώτησε πόσο κάνει ένα διπλομάνσετο λευκό πουκάμισο. Η κοπέλα του είπε την τιμή και ο πελάτης χαμογέλασε. Ο Σούλης τον ρώτησε αν του φάνηκε ακριβό και τότε αυτός έβγαλε από την τσάντα – βαλίτσα που κρατούσε μία συσκευασία από τρία λευκά πουκάμισα Marks and Spencer, non ironing. Γύρισε και έδειξε στον Σούλη την τιμή. Δώδεκα λίρες η συσκευασία. Περίπου στα δεκαπέντε ευρώ. Ο Σούλης ζητούσε ενενήντα εννέα ευρώ για το διπλομάνσετο. Φυσικά αναγνώρισε και ο ίδιος ότι δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους αλλά η δουλειά του ήταν να γυρνάει κουστουμαρισμένος σε όλον τον κόσμο. Έτσι φορούσε το πουκάμισο της συσκευασίας και στο τέλος της ημέρας το πετούσε. Την άλλη ημέρα θα βρισκόταν σε κάποια άλλη μεριά του κόσμου. Δεν είχε χρόνο για πλύσιμο και σιδέρωμα. Εξάλλου, θα κόστιζε λιγότερο να αγοράσει καινούργιο.

Ήταν ένα γεγονός, μέχρι που η κρίση άρχισε να κάνει αισθητή την εμφάνισή της. Πρώτα κλείσανε τα μεγάλα καταστήματα, αφού κήρυξαν πτώχευση και μείνανε οι υπάλληλοι από έξω να φωνάζουν για τους απλήρωτους μισθούς. Μετά η κρίση χτύπησε τα μικρότερα με υψηλά ενοίκια. Ο Σούλης άργησε πολύ να αντιδράσει. Ο λογιστής του, του έλεγε πως εδώ και μήνες ήταν ζημιογόνος.

[…]

Την πρώτη κοπέλα που απέλυσε ο Σούλης, ένοιωσε πως την σκότωνε. Στο τέλος τον παρηγορούσε η κοπέλα. Ήταν όμως η αρχή του τέλους. Αναγκάστηκε να απολύσει πάνω από το μισό προσωπικό. Έριξε τα μούτρα του και ζήτησε από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος μείωση του ενοικίου. Αυτός συμφώνησε αμέσως. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μιας και τα εκατέρωθεν του δικού του δύο – τρία μαγαζιά μένανε ανοίκιαστα για μήνες τώρα. Η κατάσταση όμως δεν ισορρόπησε. Μείωσε τις τιμές αλλά δεν άλλαξε τίποτε. Οι πελάτες του ήταν των άκρων. Αγοράζω ή όχι. Η τιμή για το κουστούμι του Σούλη ήταν δευτερεύοντας παράγοντας. Ή είχες χρήματα και ψώνιζες από τον Σούλη, ή δεν είχες και πήγαινες στο δίπλα ετοιματζίδικο. Δεν υπήρχε μέση οδός. Δεν ήταν θέμα τιμής. Κάτι σαν Jaguar σε ρούχο. Ή έχεις να την πάρεις, ή βολεύεσαι με Fiat. Δεν παζαρεύεις την Jaguar.

Οι επόμενοι μήνες ήταν δραματικοί. Έφτασε να μην έχει να πληρώσει τον Φ.Π.Α. Τον έπιασε πανικός. Τους μάζεψε όλους και τους ζήτησε συγγνώμη. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει κανέναν. Οι υπάλληλοι δεν του κρατούσαν κακία. Ο Σούλης ήταν καλός άνθρωπος και φάγανε ψωμί από αυτόν. Άλλωστε δεν χρώσταγε σε κανέναν τίποτε. Μετά πήγε στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Με τον που τον είδε αυτός κατάλαβε. Ξέρω, τέλος.

Έψαξε και βρήκε ένα από τα πολλά κλειστά πια μαγαζάκια στις άκρες του δρόμου. Ερμού 259. Δώδεκα τετραγωνικά μέτρα μαζί με την τουαλέτα. Κάτι λίγα για ενοίκιο. Το γραφείο του με τις chesterfield δεν χωρούσαν πουθενά. Ήτανε σχεδόν όσο το κατάστημα. Έκανε μια μικρή βιτρίνα, ένα επί ένα, έβαλε έναν κούκλο με ένα κουστούμι, ένα πουκάμισο και δέκα δείγματα κασμίρι. Περνούσε μέρα που δεν έμπαινε ούτε ένας πελάτης.

Θυμήθηκε τον Άγγλο και έκανε αυτό που σιχαινόταν σε όλη του τη ζωή. Παρήγγειλε μια μικρή επιγραφή βιτρίνας «Γίνονται επιδιορθώσεις ρούχων». Κάτι κινήθηκε. Κόντεμα παντελονιού, δύο ευρώ. Άρχισε να παίρνει δουλειά και από τα πολυκαταστήματα, επειδή αυτοί δεν κάνανε διορθώματα. Μόνο που για το κόντεμα δίνανε μισό ευρώ. Στο μήνα, ενοίκιο, ασφάλιση και λοιπά έξοδα, ζήτημα αν του έμενε ένα πεντακοσάρικο. Άλλοι δεν είχανε ούτε αυτό.

Έκλεισε τα στόρια και άναψε το τελευταίο cohiba που του είχε ξεμείνει. Από αύριο στριφτό. Πέρασε μπροστά από το παλιό του μαγαζί. Είχε γίνει φαστφουντάδικο με δεκάδες πιτσιρίκια να κάνουν απίστευτη φασαρία. Ξαφνικά ένοιωσε ότι γέρασε. Κάποτε θα έρθουνε καλύτερες μέρες, αλλά για αυτόν δεν θα υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Πέταξε το cohiba. Ήτανε η πρώτη φορά που η μυρωδιά του καπνού του δεν του άρεσε…

*Απόσπασμα από την στήλη «Αιρετικός» που δημοσιεύεται στο www.e-forologia.gr

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.