Τέσσερις εκθέσεις, τέσσερις χειρονομίες ελλήνων καλλιτεχνών διαφορετικών γενεών, που ο καθένας τους έθεσε τις δυνάμεις της τέχνης του στην υπηρεσία τής –προσωπικής και συλλογικής– ανάγκης για ελευθερία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, επιχειρεί να ανασυστήσει η έκθεση «Όλοι εδώ. 50 χρόνια Δημοκρατία», που διοργανώνει το MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην πλατεία Αγίων Ασωμάτων, στο Θησείο.
Του Σπύρου Κακουριώτη – photo-Nikos-Palaiologos
Έτος επετειακό το 2024, καθώς φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την κατάρρευση της δικτατορίας και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, αποτελεί ευκαιρία αναστοχασμού για τη διαδρομή που διανύθηκε από την ελληνική τέχνη όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους προσέλαβε τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις στη χώρα.
Η έκθεση «Όλοι εδώ», που επιμελήθηκε ο ιστορικός της τέχνης Γιάννης Μπόλης, επιστρέφει στην αρχή αυτής της 50χρονης πορείας και ακόμη πιο πίσω, θέλοντας να αφηγηθεί την ιστορία τεσσάρων εκθέσεων που έγιναν την περίοδο 1969-1975, από τέσσερις από τους σημαντικότερους έλληνες καλλιτέχνες της μεταπολεμικής γενιάς: την Βάσω Κατράκη και τον Α. Τάσσο, τον Βλάση Κανιάρη, τον Δημήτρη Αληθεινό.
Η «σιωπή»
«Κοινή στάση των περισσότερων καλλιτεχνών μετά την επιβολή της δικτατορίας υπήρξε η σιωπή και η αποχή, καθώς θεωρούσαν ότι οποιαδήποτε συμμετοχή σε δημόσια διοργάνωση θα αποτελεί νομιμοποίηση της χούντας», λέει ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Μπόλης, «ωστόσο, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι μια τέτοια στάση εξυπηρετεί, τελικά, το καθεστώς».
Βάσω Κατράκη
Οι τέσσερις καλλιτέχνες ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και ηλικίες, και αντέδρασαν στην επιβολή της δικτατορίας με διαφορετικό τρόπο. Η Βάσω Κατράκη συλλαμβάνεται τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος και εξορίζεται στη Γυάρο, όπου καταπονείται σωματικά και ψυχολογικά, για να αφεθεί ελεύθερη εννιάμισι μήνες αργότερα, έπειτα από διεθνείς πιέσεις. Επιστρέφοντας, «ένιωθα ανασφαλής, οτιδήποτε προσπαθούσα να φτιάξω δεν μου έβαινε ποτέ ολόκληρο. Τα δέντρα κομμένα, τα σώματα ακρωτηριασμένα» έλεγε.
Η Βάσω Κατράκη θα εκθέσει έργα της για πρώτη φορά πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα, τον Οκτώβριο του 1972 στην «Ώρα», όμως η έκθεσή της αποτέλεσε σημαντικό γεγονός, καθώς συγκέντρωσε πλήθος κόσμου: κατά τη διάρκειά της μοιράστηκαν 18.000 κατάλογοι. «Παρά τους χαφιέδες και την αστυνομική επιτήρηση, οι εκθέσεις αυτές υποκαθιστούν τον απαγορευμένο πολιτικό λόγο και συγκεντρώνουν χιλιάδες επισκέπτες», επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης.
Εκεί θα παρουσιαστούν χαρακτικά που αποτυπώνουνακρωτηριασμένες μορφές, έργα που επεξεργάζονται μυθολογικά θέματα, αλλά και τη μορφή της Πλατυτέρας, ενώ ξεχωρίσει η «Μνήμη Παναγιώτη Ελή», του δολοφονημένου από τη χούντα αγωνιστή που κρατούνταν μαζί με χιλιάδες άλλους στον Ιππόδρομο. Στην έκθεση του Μουσείου Άλεξ Μυλωνά παρουσιάζονται ακόμα βότσαλα που η Κατράκη ζωγράφιζε στην εξορία, που ήταν μια ασχολία για να την κρατά ζωντανή, ενώ το έργο με το οποίο ξεκινά η έκθεση είναι ο «Ίκαρος», το οποίο δούλευε όταν συνελήφθη.
Α. Τάσσος
Παρόλα αυτά, δημιούργησε ένα μεγάλο αριθμό έργων, μνημειακών διαστάσεων, τα οποία χαρακτηρίζει εξαιρετική ένταση και βυζαντινή αυστηρότητα, που εμπνέονται από τα ιστορικά γεγονότα του καιρού του, όπως η δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, η αυτοπυρπόληση του Κωνσταντίνου Γεωργάκη στη Γένοβα, το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή και, πάνω απ’ όλα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τα έργα αυτά παρουσιάστηκαν το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια έκθεση που συγκέντρωσε πλήθος κόσμου. Από αυτά, που σημειωτέον δεντα τύπωνε σε χαρτί, αλλά διατηρούσε τις μελανωμένες ξύλινες επιφάνειες, ορισμένα παρουσιάζονται στη σημερινή έκθεση.
Βλάσης Κανιάρης
Εκπροσωπώντας μια νεότερη γενιά, ο Βλάσσης Κανιάρης αρχίζει το καλλιτεχνικό του έργο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 – αρχές εκείνης του 1950. Οι καλλιτέχνες της γενιάς του «αναλαμβάνουν το έργο να φέρουν την ελληνική τέχνη κοντά στα διεθνή δεδομένα, να μιλήσουν με ένα διαφορετικό τρόπο και να αποδεσμεύσουν την ελληνική τέχνη από της αγκυλώσεις του παρελθόντος περί ελληνικότητας», παρατηρεί ο Γιάννης Μπόλης.
Εγκατεστημένος από το 1956 αρχικά στη Ρώμη και μετά στο Παρίσι, όπου έχει σημαντική διεθνή παρουσία,το 1968 επιστρέφει στην Ελλάδα, με σκοπό, όπως λέει ο ίδιος, να πολεμήσει τη χούντα.
Η έκθεσή του στη Νέα Γκαλερί τον Μάιο του 1969 είναι η πρώτη που σπάει η σιωπή και, παράλληλα, αποτελεί μία από τις πρώτες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αντίστασης ενάντια στη χούντα. Παρά τους εύγλωττους συμβολισμούς έργων όπου κυριαρχεί ο γύψος και το συρματόπλεγμα, ο Κανιάρης εν θεωρούσε την τέχνη του στρατευμένη αλλά, απλώς, «επιστρατευμένη», όπως έλεγε. Γι’ αυτό, ίσως, δεν την θεωρούσε μια καλλιτεχνική έκθεση αλλά μια «δήλωση», μια χειρονομία ελπίδας προς όσους βασανίζονταν. Αντί για κατάλογο, μοιράζονταν δωρεάν στους θεατές μικρά πλακίδια από γύψο, που μέσα τους «φύτρωνε» ένα κόκκινο γαρίφαλο – ένα από τα οποία παρουσιάζεται στην τωρινή έκθεση.
Δημήτρης Αληθεινός
Νεότερος των τεσσάρων ο Δημήτρης Αληθεινός, πραγματοποιεί δύο επαναστατικές για ην εποχή εκθέσεις, το 1972 στο «Studio 47»και το 1973 στην «Ώρα». Οι δύο αυτές εκθέσεις είναι σημαντικέςόχι μόνο γιατί συνιστούνμια πολιτική δήλωση αλλά και γιατί αποτελούν μια νέα φωνή στην ελληνική τέχνη, που επαναστατικοποιεί την εικαστική γλώσσα, με καινούργια μέσα και υλικά.
Φιλοξενούνται επίσης τμήματα, αλλά και αρχειακό υλικό από το «Συμβάν», την εγκατάσταση που παρουσίασε το 1973 στην «Ώρα». Εκεί δημιούργησεμια διαδρομή ανάμεσα σε λευκά κουτιά, από τα οποία ξεπρόβαλλαν ζωντανά ανθρώπινα μέλη, παραπέμποντας στις έννοιες του εγκλεισμού, του τεμαχισμού, της βίας, ενώ στη συνέχεια ο επισκέπτης οδηγούνταν σε μια κατασκευή όπου οξύ στάζει σε ένα κομμάτι μέταλλο και το διαβρώνει,για να καταλήξει στον οικείο χώρο ενός μικροαστικού σαλονιού.
«Το “Συμβάν” διεξάγεται ανάμεσα στην κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ήταν ζόρικο, αλλά, από την άλλη, ήταν απλό:το κάνεις και προετοιμάζεσαι ανάλογα», λέει ο Δημήτρης Αληθεινός, για να συμπληρώσει: «Την έψαχνε ο κόσμος αυτή τη φωνή, την ψάχναμε κι εμείς».
Γιάννης Παππάς
Αντιστικτικά ως προς τα έργα των τεσσάρων καλλιτεχνών παρουσιάζεται, σε έναν ιδιότυπο διάλογο μαζί τους, βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα από το έργο «Τέλεφος» (2018), με το οποίο ο Γιάννης Παππάς, ο οποίος ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, συμμετείχε στην πρώτη Μπιενάλε της Μπανγκόκ. Σε μια νέα προσέγγιση απέναντι στη μνήμη και την ιστορία, ως «γέφυρα» ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, αλλά και ανάμεσα στις εμπειρίες της Ελλάδας και της Ταϊλάνδης, ο καλλιτέχνης, στην διάρκειας 175 ωρών περφόρμανς που παρουσίασε, τύλιξε μεθοδικά μέρη του σώματός του σε γύψο, ακινητοποιώντας το και χτίζοντας, σταδιακά, ένα μνημειώδες γλυπτο.
Εμπεριστατωμένος κατάλογος
Την έκθεση συνοδεύει ένας εμπεριστατωμένοςδίγλωσσος κατάλογος, ο οποίος περιλαμβάνει με πλούσιο εποπτικό υλικό και κατατοπιστικά κείμενα ιστορικών, ιστορικών της τέχνης και εικαστικών καλλιτεχνών, που εντάσσουν τους τέσσερις καλλιτέχνες και τις εκθέσεις τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στο ιστορικό τους πλαίσιο, απαραίτητο για την κατανόηση της αντιστασιακής χειρονομίας που συνιστούσε μια έκθεση σε συνθήκες ανελευθερίας. Στον κατάλογο συμμετέχουν με κείμενά τους οι: Μάνος Αυγερίδης, Δόμνα Γούναρη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Έλενα Κεχαγιά, Κώστας Κωστής, ΘούληΜισιρλόγλου, Σπύρος Μοσχονάς, Γιάννης Μπόλης, Ειρήνη Οράτη, Γιάννης Παππάς, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κώστας Χριστόπουλος.
Αναδημοσίευση από https://www.monopoli.gr/
MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Διεύθυνση: Πλατεία Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, 10554, Αθήνα Τηλέφωνο: +30 210 3215717 FAX: +30 210 3215712 Email:info.mam@momus.gr Facebook: @MOMusAlexMylona