Η Εμιλι Γκεντελσμπέργκερ είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και, όταν η εφημερίδα, όπου απασχολείτο, έκλεισε, αποφάσισε να μάθει από πρώτο χέρι σε τι συνθήκες εργάζεται το ήμισυ του εργατικού δυναμικού των Ηνωμένων Πολιτειών.
της Κατερίνας Καπερναράκου
Πρόκειται για τους ανθρώπους με το χαμηλό ωρομίσθιο, που πολύ συχνά για να επιβιώσουν πρέπει να κάνουν δύο και τρεις τέτοιες εργασίες. Καρπός της δουλειάς της αυτής είναι το βιβλίο με τον τίτλο «Ο εφιάλτης του ρολογιού: τι έκανε η κακοπληρωμένη δουλειά σε μένα και πώς οδηγεί την Αμερική στην τρέλα».
Η Γκεντελσμπέργκερ έχει δουλέψει στις εφημερίδες Philadelphia City Paper και Philadelphia Daily News, μεταξύ άλλων, και έχει συνεργαστεί με την Washington Post, το Politico και το Vice. Δούλεψε επίσης σε πόστα με χαμηλό ωρομίσθιο και τεράστια πίεση χρόνου στον κλάδο της μαζικής εστίασης, της τηλεφωνικής εξυπηρέτησης πελατών και των κέντρων διαλογής παραγγελιών.
Διαπίστωσε μέσα από αυτήν την εμπειρία της την ύπαρξη μιας δομής, η οποία εξακολουθεί να χρειάζεται ανθρώπινα όντα για να τη στηρίξουν, αλλά απαιτεί από αυτά να λειτουργούν στην κόψη του ξυραφιού, λες και είναι ρομπότ. Στο βιβλίο της αναφέρεται στη νοοτροπία που επικρατεί και έχει να κάνει με το πόσο τυφλή εμπιστοσύνη δείχνουν οι άνθρωποι στα δεδομένα και στην τεχνολογία.
«Η λογική και τα μαθηματικά είναι ωραίες γλώσσες, αλλά είναι πολύ επιτηδευμένο να υποδύονται ότι έχουν επαρκές λεξιλόγιο για να περιγράψουν με ακρίβεια έναν άνθρωπο και ειδικά έναν άνθρωπο ευτυχισμένο ή δυστυχή», τονίζει η Εμιλι Γκεντελσμπέργκερ. Ο εγκέφαλός μας είναι από τα περιπλοκότερα πράγματα στο γνωστό σύμπαν, με άπειρους νευρώνες, συμπλεκόμενους σε ένα σύστημα που προκαλεί σύγχυση και συνεχώς μεταβάλλεται. Τα επίπεδα της τεχνολογίας, που έχουμε φθάσει, ούτε κατ’ ελάχιστον μπορούν όλο αυτό το χάος να το αποτυπώσουν και θα αργήσουν πολύ. Ούτε η στατιστική το κάνει.
«Ξεκίνησα να γνωρίσω μόνη μου τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της εργασίας και έτσι να δείξω στους αναγνώστες πώς είναι να δουλεύεις με χαμηλό μεροκάματο. Δούλεψα από ένα-δυο μήνες στην Amazon, σε ένα τηλεφωνικό κέντρο και ένα McDonald’s, τρεις χώρους αντιπροσωπευτικούς του κόσμου της εργασίας στις ΗΠΑ», σημειώνει η συγγραφέας. Στον καθένα από αυτούς η τεχνολογία αύξησης της παραγωγικότητας καθημερινά έφερνε την ίδια και τους συναδέλφους της στα όριά τους.
Στην αποθήκη της Αmazon στο Κεντάκι διήνυε καθημερινά απόσταση έως και 26 χιλιομέτρων μέσα στην εγκατάσταση για να μπορέσει να ανταποκριθεί στον ρυθμό παραλαβής παραγγελιών. Ενας σαρωτής με σύστημα πλοήγησης GPS κατέγραφε τις κινήσεις της και ανά πάσα ώρα και στιγμή τής θύμιζε πόσα δευτερόλεπτα της απέμεναν για να ολοκληρώσει την εργασία της (μια άκρως ρεαλιστική καταγραφή της συνθήκης αυτής σε παρεμφερές πόστο αποτυπώνεται στην τελευταία ταινία του Βρετανού κινηματογραφιστή Κεν Λόουτς, «Δυστυχώς απουσιάζατε»).
Στο τηλεφωνικό κέντρο στη Βόρεια Καρολίνα τής έκαναν κήρυγμα, όπως λέει η ίδια, για το ότι οι συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα ισοδυναμούν με το να κλέψει κάποιος την εταιρεία. Ο χρόνος παραμονής της εκεί καταγραφόταν καθημερινά και η αναφορά υποβαλλόταν στον προϊστάμενο.
«Στο εστιατόριο McDonald’s στο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο, όπου εργαζόμουν, όσο και αν όλοι και όλες δουλεύαμε με πολύ γρήγορο ρυθμό, ήμασταν σταθερά εκτός χρονοδιαγράμματος, έχοντας μπροστά μας πάντα μια ατελείωτη ουρά πελατών», επισημαίνει η Εμιλυ Γκεντελσμπέργκερ.
Αν και έκανε πολλή έρευνα εκ των προτέρων και άκουσε παρανοϊκά πράγματα για το πόσο στρεσογόνες είναι αυτές οι δουλειές, τίποτε δεν μπορούσε να την προετοιμάσει για το απάνθρωπο του πράγματος, όπως αναφέρεται στον ιστότοπο Buiness Insider.
Η αυτοματοποίηση στους περισσότερους χώρους εργασίας είναι γέννημα της τελευταίας δεκαετίας ή εικοσαετίας. Ολοένα και περισσότερο οι άνθρωποι πρέπει να ανταγωνίζονται με υπολογιστές, αλγορίθμους και ρομπότ, που ποτέ δεν κουράζονται, ποτέ δεν αρρωσταίνουν, ποτέ δεν χρειάζονται ρεπό.
Και πάμπολλοι εργοδότες απαιτούν προσωπικό που μπορεί να μιλάει, να σκέφτεται, να αισθάνεται και να πιάνει τα προϊόντα όπως οι άνθρωποι, αλλά εκτός δουλειάς να έχει ελάχιστες ανάγκες – όπως ένα ρομπότ
. Και καταλήγει η Εμιλι Γκεντελσμπέργκερ: «Ζητούν επιμόνως οι εργαζόμενοί τους να αποκοπούν από κάθε ανθρώπινο χαοτικό κομμάτι τους (την οικογένεια, τη δίψα και την πείνα, το συναίσθημα, την ανάγκη να βγάλουν αρκετά να πληρώσουν το νοίκι, την αρρώστια, την κόπωση, την ανία, την κατάθλιψη) ή, τουλάχιστον, να τα ελέγχουν πλήρως».