H ψηφιακή εργασία, δηλαδή η απασχόληση μέσω σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων επικοινωνίας με δίοδο το διαδίκτυο, η οποία φαίνεται να αναδύεται και να κυριαρχεί σήμερα, απελευθερώνεται από χρονικές και τοπικές δεσμεύσεις.
του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Η συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία ψηφιοποίησης μεταβάλει άρδην την κοινωνία, την οικονομία και φυσικά την εργασία. Η ψηφιακή εργασία έχει μεταβάλει ριζικά τις συνθήκες απασχόλησης, όπως τις γνωρίζαμε έως σήμερα, επηρεάζοντας ακόμη και ουσιώδεις όρους εργασίας, όπως είναι ο χρόνος απασχόλησης.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τα χρονικά όρια εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες καθιερώθηκαν ως ανώτατο ημερήσιο ωράριο οι 8 και ως ανώτατο εβδομαδιαίο οι 48 ώρες, προέρχονται από μία περίοδο βιομηχανικής κοινωνίας, όπου οι έννοιες του χρόνου απασχόλησης και χρόνου ανάπαυσης ήταν απολύτως διακριτές.
Η ψηφιακή εργασία όμως, δηλαδή η απασχόληση μέσω σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων επικοινωνίας με δίοδο το διαδίκτυο, η οποία φαίνεται να αναδύεται και να κυριαρχεί σήμερα, απελευθερώνεται από χρονικές και τοπικές δεσμεύεις. Οι εργαζόμενοι, μέσω της χρήσης προηγμένων τεχνολογικών επιτευγμάτων, δύνανται να εκτελούν τα καθήκοντά τους εκτός του χώρου της επιχείρησης και πέραν του ωραρίου εργασίας τους.
Οι εργαζόμενοι υπό το νέο αυτό καθεστώς απασχόλησης φαίνεται να είναι διαρκώς σε μία μη συμφωνημένη, αλλά εκ των συνθηκών προκύπτουσα «ετοιμότητα». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο μισθωτός μέσω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας καλείται ακόμη και μετά τη λήξη του ωραρίου του και την αποχώρησή του από την επιχείρηση να απαντάει σε e-mail του εργοδότη, να συνομιλεί με πελάτες, να ετοιμάσει μία παρουσίαση, να παράσχει πληροφορίες κλπ.
Διαφαίνεται λοιπόν, ότι οι παραδοσιακές ρυθμίσεις περί 8ώρου και 11ωρης ημερήσιας ανάπαυσης, αποτελούν απατηλό όνειρο για το μεγαλύτερο πλέον ποσοστό των εργαζομένων.
Από το γεγονός αυτό αποδεικνύεται περίτρανα η αδυναμία του σημερινού καθεστώτος ρύθμισης του χρόνου εργασίας, να ανταποκριθεί στις ραγδαίες εξελίξεις που συντελούνται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Η αδυναμία δε αυτή αφορά τόσο τις επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να παραμείνουν ανταγωνιστικές, όσο και τους εργαζόμενους, οι οποίοι φαντάζουν απροστάτευτοι.
Μέλημα λοιπόν, τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του εθνικού νομοθέτη, πρέπει να είναι η ρύθμιση των νέων συνθηκών στον τομέα της απασχόλησης, με στόχο την εξισορρόπηση της αναγκαίας ευελιξίας των επιχειρήσεων και της ασφάλειας των εργαζομένων.
πηγή: www.in.gr