Tο 2015, η τότε κυβέρνηση της Φινλανδίας σχεδίασε και εφάρµοσε ένα πρωτοποριακό πρόγραµµα µε τίτλο «Πειραµατική Φινλανδία». Ο στόχος του προγράµµατος ήταν να γίνουν διάφορες δοκιµές σε πολλούς τοµείς της λειτουργίας του φινλανδικού κράτους, από την εκπαίδευση µέχρι την υγεία και το κοινωνικό κράτος, ώστε αργότερα, µε βάση τα δεδοµένα που θα προέκυπταν, να σχεδιαστούν σηµαντικές µεταρρυθµίσεις για τη χώρα, οι οποίες θα κάλυπταν τις πραγµατικές ανάγκες των πολιτών. Το πιο σηµαντικό πείραµα αυτού του προγράµµατος είχε σχέση µε την παροχή ενός βασικού εισοδήµατος σε κάποιες οµάδες πολιτών και τελικά έγινε διάσηµο σε όλο τον κόσµο.
Το παρακάτω απόσπασµα, που αφορά το πείραµα για το βασικό εισόδηµα, αποτελεί µέρος της ευρύτερης δηµοσιογραφικής έρευνας του µη κερδοσκοπικού οργανισµού διαΝΕΟσις για τη φινλανδική «κουλτούρα του πειραµατισµού» και το πώς µπορεί να είναι χρήσιµη για ένα κράτος:
-«Το βασικό εισόδηµα είναι µέρος του δηµόσιου διαλόγου στη Φινλανδία εδώ και καιρό. Είχαµε υποστηρικτές µιας τέτοιας ιδέας που µιλούσαν και έγραφαν για αυτό από τη δεκαετία του 1980» λέει ο Μίσκα Σιµανάινεν, ένας από τους 60 ερευνητές του φινλανδικού οργανισµού ασφάλισης Kela που πρότειναν, σχεδίασαν και αξιολόγησαν το πείραµα για το βασικό εισόδηµα. Κάθεται στην ευρύχωρη αίθουσα εκδηλώσεων στα κεντρικά γραφεία του Kela στο Ελσίνκι. Το επιβλητικό κτίριο όπου στεγάζεται ο οργανισµός είναι δηµιούργηµα του πατέρα του µοντερνισµού των βορείων χωρών, του αρχιτέκτονα Αλβαρ Ααλτο. Εγκαινιάστηκε το 1957, την ίδια περίοδο που διαµορφωνόταν και το µεταπολεµικό φινλανδικό κοινωνικό κράτος.
ΕΦΚΑ και ΟΑΕΔ σε ένα
Κάποιος θα µπορούσε να πει ότι ο Kela είναι το φινλανδικό αντίστοιχο του ΕΦΚΑ και του ΟΑΕ∆ µαζί. Ο οργανισµός διαχειρίζεται περισσότερα από 70 κοινωνικά επιδόµατα για ανέργους και άλλες ευπαθείς οµάδες του πληθυσµού, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζοµένων και τις συντάξεις. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρήθηκε ο κατάλληλος φορέας για να εµπλακεί σε ένα τόσο φιλόδοξο πείραµα όσο αυτό του βασικού εισοδήµατος.
Toν Δεκέµβριο του 2016, το φινλανδικό κράτος επέλεξε µε τυχαίο τρόπο 2.000 ανέργους 25 έως 58 ετών, δικαιούχους των σχετικών επιδοµάτων, από ένα σύνολο 175.000 δικαιούχων στο µητρώο του Kela.
Για ολόκληρο το 2017 και το 2018 οι επιλεγµένοι 2.000 έχασαν µέρος των επιδοµάτων που έπαιρναν (σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρο το ποσό) και στη θέση τους πήραν ένα βασικό εισόδηµα ύψους 560 ευρώ. Το εισόδηµα αυτό ήταν αφορολόγητο και για να το εισπράξουν, αντίθετα µε τα συµβατικά επιδόµατα ανεργίας, δεν χρειαζόταν να συµπληρώσουν καµιά αίτηση για δουλειά ή για το ίδιο το επίδοµα.
Η καταβολή του δεν σταµατούσε ούτε στην περίπτωση που έβρισκαν δουλειά ή ξεπερνούσαν την επιλέξιµη ηλικία. Αντίθετα µε τα επιδόµατα που δίνονται υπό όρους και έπειτα από αίτηση, ό,τι κι αν συνέβαινε το βασικό εισόδηµα θα πιστωνόταν στις αρχές κάθε µήνα στον τραπεζικό λογαριασµό των επιλεγµένων χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι 173.000 δικαιούχοι θα συνέχιζαν να εισπράττουν κανονικά τα επιδόµατα ολοκληρώνοντας τις σχετικές διαδικασίες.
Ο σκοπός αυτού του ιδιαίτερα φιλόδοξου πειράµατος, το οποίο κόστισε περίπου 20 εκατοµµύρια ευρώ, ήταν, από τη σύγκριση των δύο οµάδων, οι ερευνητές του Kela και του Πανεπιστηµίου Aalto να ελέγξουν µια σειρά από παραµέτρους.
Ο σκοπός ήταν το φινλανδικό κράτος να διαπιστώσει τις επιπτώσεις που µπορεί να έχει ένα τέτοιο επίδοµα χωρίς όρους και χωρίς καµιά επαφή µε τη γραφειοκρατία. Ωστόσο, πολλές πτυχές τόσο του ίδιου του πειράµατος όσο και του τρόπου µε τον οποίο πήρε δηµοσιότητα (όλοι αναφέρονταν σε αυτό ως «πείραµα για το βασικό εισόδηµα») πυροδότησαν εκ νέου τη µεγάλη, παλιά συζήτηση περί Καθολικού Βασικού Εισοδήµατος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Παρότι, συγκριτικά µε το κόστος της ζωής στη Φινλανδία, το ποσό των 560 ευρώ είναι ανεπαρκές για µια πλήρη ζωή, δεν είναι και αµελητέο. Επιπλέον, το γεγονός ότι στο πείραµα όσοι έβρισκαν δουλειά συνέχισαν να λαµβάνουν το βασικό εισόδηµα δηµιούργησε αµέσως µια οµάδα επωφελούµενων που δεν ήταν άνεργοι. Αλλά ακόµη και οι άνεργοι αποτελούν µια από τις οµάδες που, σύµφωνα µε τη θεωρία, θα ωφελούσε κατά κύριο λόγο η θέσπιση ενός Καθολικού Βασικού Εισοδήµατος.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρµογή κάποιας παραλλαγής του Καθολικού Βασικού Εισοδήµατος (UBI) αποτελεί εδώ και δεκαετίες ενός είδους Ιερό ∆ισκοπότηρο. Οι πιθανές εκδοχές του σχήµατος είναι πολλές, όµως η βασική ιδέα είναι µία: Ολοι οι πολίτες µιας χώρας, ανεξαρτήτως του εισοδήµατος, της περιουσίας τους ή της εργασιακής τους κατάστασης, λαµβάνουν τακτικά από το κράτος ένα χρηµατικό ποσό, το οποίο τους επιτρέπει να διαβιούν µε αξιοπρέπεια. Οι υποθέσεις που µπορεί να κάνει κάποιος γύρω από το Βασικό Εισόδηµα και το κατά πόσο θα ωφελήσει όσους τυχόν το λάβουν είναι πραγµατικά αµέτρητες.
Το βασικό πρόβληµα είναι ότι τα διαθέσιµα δεδοµένα είναι πολύ λίγα. Το φινλανδικό πείραµα, µέχρι στιγµής, είναι το µεγαλύτερο πείραµα στον κόσµο που αγγίζει πτυχές του Καθολικού Βασικού Εισοδήµατος και προσφέρει το περιθώριο για κάποια συµπεράσµατα.
Θετική επίδραση στην ψυχολογία των δικαιούχων
Ποια είναι, ωστόσο, τα πρώτα συµπεράσµατα από το φινλανδικό πείραµα; «Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δοκιµής το επίδοµα δεν αύξησε την πιθανότητα εύρεσης εργασίας όσων το έλαβαν, όµως δεν τη µείωσε κιόλας» εξηγεί ο Μίσκα Σιµανάινεν, ένας από τους ερευνητές του φινλανδικού οργανισµού ασφάλισης Kela που σχεδίασαν το πείραµα για το βασικό εισόδηµα. «Αυτό είναι ένα σηµαντικό αποτέλεσµα που χρειάζεται ερµηνεία» προσθέτει.
O Σιµανάινεν είναι ένας από τους τέσσερις συγγραφείς της προκαταρκτικής έκθεσης και στις 34 σελίδες της κάποιος µπορεί να βρει µια πρώτη, επίσηµη ανάλυση ενός µόνο µέρους των δεδοµένων που προέκυψαν. Συνολικά, οι κοινωνικοί επιστήµονες που σχεδίασαν το πείραµα θα αντλήσουν τα συµπεράσµατά τους µε διάφορους τρόπους. Ο πλέον αξιόπιστος µεταξύ αυτών των τρόπων είναι η παρακολούθηση της εργασιακής κατάστασης και του συνολικού εισοδήµατος των παραληπτών του βασικού εισοδήµατος µέσα από τα µητρώα κοινωνικής ασφάλισης και φορολογίας.
Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για στοιχεία που συγκεντρώνονται στο τέλος του επόµενου χρόνου από την αναφερόµενη χρονιά, στο τέλος του 2018 υπήρχαν διαθέσιµα µόνο τα στοιχεία της πρώτης χρονιάς του πειράµατος, του 2017. Εποµένως, η προκαταρκτική έκθεση, που πράγµατι δεν βρίσκει κάποια σηµαντική διαφορά στην απασχόληση (ούτε στην αυτοαπασχόληση) µεταξύ παραληπτών και µη, βασίζεται µόνο στα δεδοµένα της πρώτης χρονιάς.
«Πρέπει να κοιτάξουµε και τη δεύτερη χρονιά για να µάθουµε περισσότερα, ένας χρόνος είναι πολύ µικρό διάστηµα για να εκδηλωθούν τέτοιου τύπου αποτελέσµατα» διευκρινίζει ο Σιµανάινεν. Ωστόσο, στην ίδια έκθεση αναλύονται και κάποια αποτελέσµατα από τηλεφωνική δηµοσκοπική έρευνα που έγινε σε συµµετέχοντες και µη προς το τέλος ολόκληρης της περιόδου του πειράµατος – τον Οκτώβριο, τον Νοέµβριο και τον ∆εκέµβριο του 2018. Με αυτόν τον τρόπο κάποιος παίρνει µια, αποσπασµατική και πάλι, ιδέα για τα αποτελέσµατα ολόκληρης της περιόδου.
Οµως, από αυτήν τη σκοπιά, εκείνοι που πήραν το βασικό εισόδηµα παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε όλα τα δηµοσιευµένα αποτελέσµατα. Αν και οριακά, µέσα σε µόλις δύο χρόνια, εµπιστεύονται περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, το δικαστικό σύστηµα και τους πολιτικούς. Είναι πιο αισιόδοξοι για το µέλλον τους, για την οικονοµική κατάστασή τους και για την ικανότητά τους να επηρεάσουν ζητήµατα της κοινωνίας. Αισθάνονται πιο υγιείς, θεωρούν ότι µπορούν να συγκεντρωθούν πιο εύκολα, λιγότεροι αισθάνονται ότι «χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα πράγµατα». Αισθάνονται λιγότερο άγχος και πιστεύουν σε µικρότερο βαθµό ότι υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία. Οµως, ούτε έτσι λύνουµε το µυστήριο.
Από τους 7.000 δικαιούχους των επιδοµάτων ανεργίας µε τους οποίους επικοινώνησαν οι ερευνητές, µόνο ένας στους πέντε απάντησε στις ερωτήσεις της έρευνας. Η ίδια η έκθεση χαρακτηρίζει το ποσοστό «χαµηλό», αλλά «όχι ασυνήθιστο». «Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον αποτέλεσµα, αλλά χρειάζεται περισσότερη δουλειά προκειµένου να βεβαιωθούµε ότι όσοι επέλεξαν να απαντήσουν αποτελούν µια ενδεικτική οµάδα όλων των επωφελούµενων ή των µη επωφελούµενων» διευκρινίζει ο Μίσκα Σιµανάινεν. «Και φυσικά πρέπει να δούµε τις πιθανές εξηγήσεις ως προς το γιατί δηλώνουν ότι είναι καλύτερα» καταλήγει.
Στην επόµενη και τελική έκθεση του πειράµατος, η οποία αναµένεται να δηµοσιευτεί προς τα µέσα του 2020, η εικόνα αναµένεται να ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθµό µε νέα δεδοµένα.
*Γράφει ο Ηλίας Νικολαΐδης, Senior Editor της διαΝΕΟσις