«Florence: Φάλτσο Σοπράνο» («Florence Foster Jenkins», Βρετανία, 2016)
To να αναφερθεί κάποιος στη σπουδαιότητα του ταλέντου της Μέριλ Στριπ σήμερα είναι σαν να χρειάζεται να πει ότι το μαύρο είναι το χρώμα που επικρατεί στο βαθύ σκοτάδι. Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να πούμε ότι η 68χρονη ηθοποιός είναι για μία ακόμη φορά στην καριέρα της θαυμάσια παίζοντας τη Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς (1868 – 1944) στη«Florence: Φάλτσο Σοπράνο» («Florence Foster Jenkins», Βρετανία, 2016). Η πάμπλουτη αυτή κυρία, πεπεισμένη βαθύτατα ότι ήταν σπουδαία τραγουδίστρια της όπερας, επέμενε να βασανίζει τον κόσμο με την κακοφωνία της. Της ήταν αδύνατον να καταλάβει ότι ουδεμία σχέση είχε με το τραγούδι και ότι η φωνή της ήταν οριακά επικίνδυνη για την ακοή!
Στη δεύτερη ταινία για την Τζένκινς που βλέπουμε μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών (προηγήθηκε η γαλλική Μαργκερίτ, του Ξαβιέ Ζιανολί με την Κατρίν Φρο), ο έμπειροςΣτίβεν Φρίαρς αντιμετωπίζει με σεβασμό, χιούμορ αλλά πάνω από όλα αγάπη την Τζένκινς. Διατηρώντας τη δράση σε κλειστούς χώρους (η ταινία ενίοτε θυμίζει θεατρική παράσταση), ο Φρίαρς λέει με χαριτωμένο τρόπο ότι το γνήσιο πάθος μπορεί τελικά να επισκιάσει την αταλαντοσύνη. Δίπλα στη Στριπ, που όσο υπέροχα τραγουδούσε στη «Mamma Mia!» τόσο αφόρητα το κάνει εδώ, ο Χιου Γκραντ πετυχαίνει έναν αξιοπρόσεχτο ρόλο υποδυόμενος τον αφοσιωμένο σύζυγο της Φλόρενς, ο οποίος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μην τη δει στενοχωρημένη (παρότι είχε ερωμένες). Προσέξτε επίσης τον Σάιμον Χέλμπεργκ στον ρόλο του ντελικάτου προσωπικού πιανίστα της που, παρότι τρόμαζε στον ήχο της φωνής της Τζένκινς, εν τέλει την υποστήριξε ως το τέλος.
Στη δεύτερη ταινία για την Τζένκινς που βλέπουμε μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών (προηγήθηκε η γαλλική Μαργκερίτ, του Ξαβιέ Ζιανολί με την Κατρίν Φρο), ο έμπειροςΣτίβεν Φρίαρς αντιμετωπίζει με σεβασμό, χιούμορ αλλά πάνω από όλα αγάπη την Τζένκινς. Διατηρώντας τη δράση σε κλειστούς χώρους (η ταινία ενίοτε θυμίζει θεατρική παράσταση), ο Φρίαρς λέει με χαριτωμένο τρόπο ότι το γνήσιο πάθος μπορεί τελικά να επισκιάσει την αταλαντοσύνη. Δίπλα στη Στριπ, που όσο υπέροχα τραγουδούσε στη «Mamma Mia!» τόσο αφόρητα το κάνει εδώ, ο Χιου Γκραντ πετυχαίνει έναν αξιοπρόσεχτο ρόλο υποδυόμενος τον αφοσιωμένο σύζυγο της Φλόρενς, ο οποίος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μην τη δει στενοχωρημένη (παρότι είχε ερωμένες). Προσέξτε επίσης τον Σάιμον Χέλμπεργκ στον ρόλο του ντελικάτου προσωπικού πιανίστα της που, παρότι τρόμαζε στον ήχο της φωνής της Τζένκινς, εν τέλει την υποστήριξε ως το τέλος.
Βαθμολογία: 2 ½
Η «Φαμίλια» («El clan», Αργεντινή/Ισπανία 2015)
Άνθρωποι-τέρατα
Η «Φαμίλια» («El clan», Αργεντινή/Ισπανία 2015) του Πάμπλο Τραπέρο επιστρέφει σε ένα φρικτό κεφάλαιο της σύγχρονης Ιστορίας της Αργεντινής. Αναφέρεται στις εγκληματικές δραστηριότητες της πολυμελούς οικογένειας των Πούτσιο, η οποία όχι μόνον κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Βιντέλα αλλά και αργότερα έλαβε μέρος σε δεκάδες απαγωγές και δολοφονίες κομμουνιστών. Η ιστορία εμμένει κυρίως στη σχέση του πατέρα Πούτσιο (Γκιγέρμο Φραντσέλα) με τον μεγαλύτερο γιο του Αλεχάντρο (Πίτερ Λανζάνι), έναν ικανό αθλητή του ράγκμπι ο οποίος, παρά τους ενδοιασμούς του, βοήθησε τελικά τον πατέρα του.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας που αναπλάθει με ζωηρά χρώματα και αυθεντικά ντοκουμέντα τα τέλη seventies και τις αρχές eighties είναι το γεγονός ότι όλα εδώ γίνονται «ανοιχτά». Ο χώρος φύλαξης των απαχθέντων είναι το ίδιο το σπίτι των Πούτσιο, οι κραυγές αγωνίας των θυμάτων ακούγονται την ώρα που η οικογένεια κάθεται στο τραπέζι και προσεύχεται για να δειπνήσει. Δίπλα στο σπίτι τους ήταν το μαγαζί των αθλητικών ειδών που διατηρούσαν την ίδια ώρα που εγκληματούσαν.
Ο Πάμπλο Τραπέρο αναπλάθει με ζωηρά χρώματα και τεράστια προσοχή στη λεπτομέρεια τα χρόνια της αργεντίνικης φρίκης, χρησιμοποιώντας συχνά και αρχειακό υλικό. Δυο ντοκουμέντα που έχουν μεγάλη σημασία στην ταινία είναι η τηλεοπτική ανακοίνωση του δικτάτορα Λεοπόλδο Γκατλιέρι ότι η Αργεντινή έχασε τον πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία στα Νησιά Φόκλαντ και η ορκωμοσία του προέδρου Ραούλ Αλφονσίν τον Δεκέμβριο του 1983. Τα στιγμιότυπα δηλώνουν την αρχή της πτώσης της οικογένειας Πούτσιο και το μεγάλο βήμα προς τη δημοκρατία.
Βαθμολογία: 3
«Ολα θα πάνε στραβά» («Babysitting 2», Γαλλία, 2016)
Στραβά κι ανάποδα
Με το «Ολα θα πάνε στραβά» («Babysitting 2», Γαλλία, 2016) ο Φιλίπ Λασό έκανε μια συνέχεια της δικής του κωμωδίας παραγωγής 2014 με τίτλο Babysitting (η οποία, ωστόσο, δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα). Ο ίδιος ο Λασό ξαναπαίζει τον πιο γρουσούζη άνθρωπο του κόσμου, ο οποίος αυτή τη φορά θα βρεθεί στην Βραζιλία μαζί με τους φίλους του προκειμένου να ζητήσει το χέρι της κοπέλας του από τον πατέρα της (Κριστιάν Κλαβιέ).
Μια απίστευτη περιπέτεια στη ζούγκλα που θυμίζει κωμική εκδοχή του «Blair Witch Project», μια γιαγιά που παρά το προχωρημένο της ηλικίας της κάνει τον βίο αβίωτο σε όλους και διάφορα άλλα ευτράπελα συνθέτουν αυτή την καλοκαιρινή κωμωδία που προσφέρει διασκεδαστικές στιγμές, χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο.
Βαθμολογία: 2
«Κέντρο ευφυΐας» («Central Intelligence», ΗΠΑ, 2016)
Πράκτορας για γέλια και για κλάματα
Πράκτορας για γέλια και για κλάματα
Στην αμερικανική κωμική περιπέτεια «Κέντρο ευφυΐας» («Central Intelligence», ΗΠΑ, 2016) του Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ το αγόρι που κάποτε (δεκαετία του 1990) ήταν ο περίγελος του γυμνασίου του έχει μετατραπεί σε θηρίο ανήμερο με τη μορφή τουΝτουέιν Τζόνσον (πρώην The Rock). Είναι δε πράκτορας της CIA καταζητούμενος με την κατηγορία της προδοσίας. Ισως και παράφρων καθότι τα τραύματα της παιδικής ηλικίας του τον καταδιώκουν ακόμα. Τι μπορεί λοιπόν να συμβεί όταν θα στραφεί για βοήθεια σε έναν μαύρο λογιστή (Κέβιν Χαρτ) ο οποίος στα μαθητικά χρόνια τους ήταν το αστέρι του σχολείου αλλά και ο μόνος άνθρωπος που του έδειχνε συμπάθεια; Η απάντηση βρίσκεται στην ταινία, που έχει μια κάποια αίσθηση του χιούμορ.
Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ από όπου και η αναδημοσίευση