Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση που απαντά στο ερώτημα που απασχολεί πλέον τους πάντες, δηλαδή: «Τι θα συμβεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την ΕΕ και τον κόσμο ολόκληρο μετά το Brexit και τι οδήγησε σε αυτό;» κάνει η ευρωπαϊκή έκδοση του Politico ζητώντας από δημοσιογράφους, πολιτικούς και τεχνοκράτες την γνώμη τους.
Ρωτήθηκαν 11 αναλυτές, ειδικοί των αγορών, της πολιτικής, δημοσιογράφοι, καθηγητές για το μείζον αυτό ερώτημα και απάντησαν τα εξής:
Κίνδυνος μετάδοσης
(Mark Leonard, συν-ιδρυτής και διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων)
Οι πολίτες μίλησαν. Αλλά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Πέμπτης είναι μόνο η αρχή ενος χρονοβόρου και αβέβαιου διαζυγίου.
Αντί για ανάληψη πρωτοβουλιών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να εργαστούν σκληρά για να κρατήσουν τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ ενωμένα. Οι φιλόδοξες πρωτοβουλίες ολοκλήρωσης μεταξύ των ιδρυτικών κρατών της Ένωσης θα μπορούσαν σε μια τέτοια στιγμή να προκαλέσουν την αντίθετη από την επιθυμητή αντίδραση από τις χώρες-μέλη που έχουν ισχυρά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, καθώς και από εκείνα, όπως η Πολωνία, που ανησυχούν ότι η Ευρωπαική ολοκλήρωση μπορεί να γίνει ασύμμετρη, ταυτιζόμενη με τον γαλλο-γερμανικό άξονα.
Η ΕΕ πρέπει να εργαστεί για να κρατήσει τους δεσμούς με τη Βρετανία ζωντανούς – διακρίνοντας μεταξύ των πεδίων όπου όλοι θα επωφεληθούν και εκείνων όπου μια ταύτιση με το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω την εξάπλωσή των αποσχιστικών ρευμάτων.
Η βρετανική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Αγγλίας θα πρέπει να επιδιώξουν να καθησυχάσουν τις αγορές και να μετριάσουν τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο. Αλλά θα πρέπει να αποφύγουν την υιοθέτηση μονομερών κινήσεων που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν ακόμη περισσότερο την ΕΕ ή να βλάψουν κράτη-μέλη της. Μόλις ο διάδοχος του Καμερον ορκιστεί το φθινόπωρο, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να επιδιώξει ένα μοντέλο εταιρικής σχέσης με την ΕΕ, αντί να προσπαθήσει να διαμορφώσει μια εντελώς νέα σχέση.
Επικίνδυνη ιστορικά απόφαση
(Josef Joffe, εκδότης της Die Zeit και συνεργάτης του Ιδρύματος «Hoover», στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ)
Αντίο, Μεγάλη Βρετανία! Γεια σου, Μικρή Αγγλία! Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η Σκωτία μπορεί να οδηγηθεί τώρα στο να ψηφίσει την αποχώρηση της από το Ηνωμένο Βασίλειο, και το ίδιο θα μπορούσε να πράξει και η Βόρεια Ιρλανδία. Το έθνος που καθόρισε τη μοίρα της Ευρώπης για πάνω 400 χρόνια, φεύγει τώρα στα κρυφά, με τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μια «υπεράκτια» Αυστρία, ένα απομεινάρι δηλαδή της άλλοτε πανίσχυρης αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η «Μικρή Βρετανία» είναι ένας τόπος με γραφικά χωριά και ιδιόμορφες συνήθειες, όπως η ζεστή μπύρα – αλλά ως χώρα δεν θα «μετράει» πλέον. Απλά φανταστείτε μια «Μικρή Βρετανία» το 1939. Ο Χίτλερ θα την είχε κατακτήσει σε λίγες μόλις ημέρες, και στη συνέχεια θα ακολουθούσε ολόκληρη η Ευρώπη.
Μόνο όταν οι Γερμανοί ψήφισαν τον Χίτλερ και τον έφεραν στην εξουσία, ένα εκλογικό σώμα προκάλεσε με δημοκρατικό τρόπο ένα τόσο καίριο πλήγμα στην ένδοξη ιστορία της Ευρώπης και στις προοπτικές της. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση σήμερα είναι ακόμα χειρότερη. Οι Γερμανοί δεν ήξεραν τότε τι τους περίμενε. Όμως σήμερα, το μέλλον – μια θανατηφόρα απώλεια της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας – κοίταξε τον βρετανικό λαό κατάματα, και εκείνοι επέλεξαν τον αυτο-υποβιβασμό.
Η ιστορία δεν θα είναι φιλική προς το 52% που διέλυσαν το μεγαλείο της χώρας τους. Ούτε βέβαια στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών που αρέσκονται στο παρασκήνιο ή στις εθνικές κυβερνήσεις που αγνόησαν τα σημάδια και οι οποίες είχαν ως μόνιμη απάντηση σε κάθε είδους λαϊκής δυσαρέσκειας, την αρπαγή ακόμη ενός κομματιού εθνικής κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη προς τις Βρυξέλλες. Το Brexit φωνάζει: Το έχετε παρατραβήξει. Μην διανοηθείτε καν περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αυτή τη στιγμή.
Η Ευρώπη πρέπει να κρατήσει τη Βρετανία αγκυροβολημένη στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Εάν δεν το επιτύχει, η ΕΕ θα συρρικνωθεί σε ένα ανούσιο φυλάκιο της Ευρασίας. Θα μπορούσε όμως αυτός ο εφιάλτης να εξαφανιστεί; Αγαπητοί Βρετανοί, παρακαλούμε ψηφίσετε πάλι – αυτή τη φορά για το καλό σας, και το καλό της Ευρώπης.
Η απόφαση αποχώρησης κάνει την Βρετανία σχεδόν ακυβέρνητη
(Mary Ann Sieghart, αρθρογράφος των Times, του Economist και της Independent)
Ο Ντέιβιντ Κάμερον έβαλε το μεγαλύτερο στοίχημα της πολιτικής του καριέρας και έχασε. Τώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα βιώσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της προσπάθειας του να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο και να τηρήσει την υπόσχεση του στον βρετανικό λαό για τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποχώρηση ή όχι της χώρας του από την ΕΕ, όλα την ίδια στιγμή.
Σε εγχώριο πολιτικό επίπεδο, το αποτέλεσμα αυτό έχει ήδη οδηγήσει στην αναβίωση της Δεξιάς πτέρυγας στο εσωτερικό του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος και σε μια απόπειρα αντικατάστασης του αριστερού ηγέτη των Εργατικών, του Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος αντιμετωπίζει έντονη κριτική από στελέχη των Εργατικών ότι δεν έπεισε ψηφοφόρους τους κόμματος τους να μην ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης.
Το αποτέλεσμα μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εθνικές εκλογές, υπό έναν νέο Συντηρητικό Πρωθυπουργό, λιγότερο από δύο χρόνια από την τελευταία φορά που στήθηκαν κάλπες, όπως μπορεί επίσης να υπάρξει μια διάσπαση του Ηνωμένου Βασιλείου, αν η Σκωτία διενεργήσει ένα ακόμη δημοψήφισμα για να αποφασίσει την παραμονή της στην ΕΕ ως ανεξάρτητο έθνος.
Οι κοινωνικές συνέπειες αναμένονται εξίσου βαθιές. Η Βρετανία πάντα υπερηφανευόταν ότι είναι μια ανεκτική, εξωστρεφής χώρα, ικανή να αντιμετωπίσει με επιτυχία έναν ποικιλόμορφο πληθυσμό. Αυτή όμως η «αυτο-εικόνα» βρίσκεται τώρα υπό κατάρρευση. Περισσότερο από το ήμισυ του εκλογικού σώματος ψήφισε «Αποχώρηση», και το κίνητρο πολλών από αυτούς ήταν η καχυποψία τους απέναντι στο «ξένο» και η επιθυμία τους να μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών από την Ευρώπη που φτάνουν στην Βρετανία.
Αυτοί οι ψηφοφόροι θέλουν τη Βρετανία να γυρίσει την πλάτη της στον κόσμο, να «οχυρωθεί» απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και να αποχωρήσει από τη διεθνή συνεργασία. Αυτό είναι επίσης το ανάθεμα των ψηφοφόρων προς τους περισσότερους πολιτικούς όλων των κομμάτων. Με ένα τέτοιο χάσμα μεταξύ του εκλογικού σώματος και των ανθρώπων που έχουν εκλεγεί για να τους κυβερνούν, η Βρετανία είναι τώρα ένα έθνος που δεν θα κυβερνηθεί εύκολα.
Οι Πολιτικές ελίτ έχασαν τον έλεγχο της Ευρώπης
(Ivan Krastev, πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών στη Σόφια, Βουλγαρία)
Η ιστορική σημασία της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να συγκριθεί μόνο με την επανένωση της Γερμανίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά το Brexit είναι η γερμανική επανένωση με την όπισθεν. Μια περίοδος στην ευρωπαϊκή ιστορία που ξεκίνησε το 1945 έληξε σήμερα. Μένει να δούμε πόσο ενωμένο μπορεί να παραμείνει το Ηνωμένο Βασίλειο, και πόσο μεγάλη είναι η Μεγάλη Βρετανία όταν σταθεί μόνη της.
Ένα πράγμα είναι σαφές: Οι ελίτ δεν έχουν πια τον έλεγχο. Ούτε το γεγονός ότι 9 στους 10 οικονομολόγους υποστήριξαν την παραμονή της Βρετανίας, ούτε το γεγονός ότι 9 στους 10 celebrities υποστήριξαν ανοικτά το «Bremain» δεν κατάφερε να πείσει τους Βρετανούς να μην αποφασίσουν τελικά το «Brexit».
Ο ψυχολογικός αντίκτυπος της απόφασης της Βρετανίας είναι επίσης υψίστης σημασίας. Έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει καίριο πλήγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον είναι χάος, θόρυβος και ένα κύμα αντίστοιχων δημοψηφισμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο πανικός που γεννήθηκε από τη βρετανική ψηφοφορία θα ενισχύσει την εν εξελίξει διαδικασία της εκ νέου εθνικοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό που τώρα έρχεται είναι μια νέα επανάσταση: όπου πλειοψηφίες σε εθνικό επίπεδο θα επαναστατήσουν εναντίον των κυρίαρχων πόλεων και εναντίον των αξίων που πρεσβεύουν.
Η Ξενοφοβία ως «εισιτήριο» για πολιτική επικράτηση
(Daniel Trilling, εκδότης του περιοδικού «New Humanist» και συγγραφέας)
Μεταξύ άλλων, η ψήφος της Βρετανίας υπέρ της εξόδου της από την ΕΕ, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα μιας μακράς εκστρατείας από την Δεξιά να διεκδικήσει εκ νέου έδαφος στο πεδίο της φυλής και της μετανάστευσης.
Η κυβέρνηση των «Νέων Εργατικών» υπό τον Τόνι Μπλαιρ είχε με προθυμία πλέξει το εγκώμιο της πολυπολιτισμικότητας. Αλλά στα 15 χρόνια που ακολούθησαν, η συναίνεση αυτή ξεθώριασε. Εφημερίδες και ΜΜΕ έσπερναν τον πανικό για «ψεύτικους» πρόσφυγες και για μια «πολιτική ορθότητα» που πνίγει τους Βρετανούς. Πολιτικοί σχολιαστές και αρθρογράφοι υποστήριζαν με υπερβολές ότι η Βρετανική κοινωνία έχει κατακερματισθεί και ότι υπάρχουν «απαγορευμένες περιοχές-γκέτο» σε πόλεις της Βρετανίας. Προς την ίδια κατεύθυνση και η ρητορική πολιτικών κομμάτων στα δεξιά των Τόρις -αρχικά από το νεοφασιστικό BNP και έπειτα από το UKIP.
Αυτά τα κόμματα προσέλκυσαν συστηματικά και επιτυχώς τμήματα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης σε περιοχές όπου κάποτε κυριαρχούσε το Εργατικό Κόμμα. Σε απάντηση, οι διαδοχικές κυβερνήσεις, Εργατικών και Συντηρητικών, προσπάθησαν να υιοθετήσουν μέρος του μηνύματός αυτό, καθιστώντας όλο και πιο έντονες τις δεσμεύσεις τους για περιορισμό της μετανάστευσης.
Αυτά όλα γύρισαν μπούμερανγκ κατά την πρόσφατη εκστρατεία. Μέρος της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από τους μισθούς, και πώς να διαχειριστεί η Βρετανία την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, προϊόντων και κεφαλαίων στην ΕΕ σε μια εποχή λιτότητας. Αλλά αυτό που κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο ήταν η ξενοφοβία: από τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι 74 εκατομμύρια Τούρκων πoλiτών βρίσκονται στα πρόθυρα της ένταξης στην ΕΕ, μέχρι την ρατσιστική κινδυνολογία του UKIP γύρω από την προσφυγική κρίση.
Γίναμε μάρτυρες της ανόδου του μίσους και του ρατσιστικού πολιτικού λόγου σε τέτοιο βαθμό που ελπίζαμε ότι τα είχαμε αφήσει στο παρελθόν. Κατά το τελευταίο έτος, μετανάστες που κινδύνευαν να πνιγούν στη Μεσόγειο χαρακτηριζόντουσαν ως «κατσαρίδες» σε μια από τις πιο δημοφιλείς εφημερίδες της χώρας, ενώ υποψήφιος για τη δημαρχία του Λονδίνου χαρακτηριζόταν ως συμπαθών την τρομοκρατία, μόνο και μόνο λόγω της θρησκείας του. Και το αποκορύφωμα ήρθε όταν βουλευτής δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι από κάποιον που φώναζε την στιγμή της επίθεσης «θάνατος στους προδότες, ελευθερία για την Βρετανία».
Όπως και αλλού στην Ευρώπη και την Αμερική, οι λαϊκιστές προσφέρουν στους δυσαρεστημένους Βρετανούς ψηφοφόρους την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας. Κι αν, όπως είναι πιθανό, το Brexit αποτύχει να βελτιώσει τις δημόσιες υπηρεσίες, ή να αυξήσει τους μισθούς, αυτοί οι ψηφοφόροι θα γίνουν ακόμη πιο δυσαρεστημένοι. Αλλά τότε οι κορυφαίες φωνές στην πολιτική μας σκηνή θα είναι δημαγωγοί με μια έφεση στις θεωρίες συνωμοσίας.
Ποιον θα κατηγορήσουν τότε για όσα θα μας συμβούν;
Η «Ξενοφοβία» σίγουρα και δεν αποτελεί την πλήρη εξήγηση για το τι συνέβη, αλλά ούτε μπορεί να αγνοηθεί. Η αριστερά πρέπει να διαμορφώσει μια εναλλακτική πρόταση – και μάλιστα γρήγορα.
Οι εθνικές κυβερνήσεις θα στραφούν τώρα εναντίον των Βρυξελλών
(Charles Grant, Διευθυντής του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση)
Το «Brexit» αλλάζει την κυρίαρχη αφήγηση στη ΕΕ, από την «ενοποίηση» στην «αποσύνθεση». Οι κεντρώες ελίτ που διοικούν τις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ βρίσκονται πλέον σε αμυντική στάση: Ξέρουν ότι η Βρετανία δεν είναι η μόνη χώρα όπου αντί-Ευρωπαιοι, λαϊκιστές κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και θα προσπαθήσουν να αποφύγουν πολιτικές που τους ενισχύουν.
Εκείνοι που θέλουν μια πιο ολοκληρωμένη Ευρώπη έχουν χάσει τα επιχειρήματα τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανταποκρίνεται συνήθως στις κρίσεις, όπως αυτή στην Ευρωζώνη ή εκείνη του προσφυγικού ρεύματος, απαιτώντας από τις χώρες-μέλη να αποδεχθούν «ευρωπαϊκές» λύσεις που περιλαμβάνουν περισσότερες αρμοδιότητες για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Αλλά αυτή την φορά ακόμη και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, φαίνεται να ακολουθεί μια διαφορετική γραμμή. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι οι πολίτες της Ευρώπης δεν επιθυμούν περαιτέρω «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Χρησιμοποιώντας μάλιστα το σχόλιο ενός πρώην Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, του Ιμπέρ Βεντρίν, δήλωσε: «Βλέπεις κυβερνήσεις και κόμματα σε όλη την Ευρώπη να ζητούν “Περισσότερη Ευρώπη”. Αν θέλετε οι άνθρωποι να απορρίψουν μαζικά την Ευρώπη, απλά συνεχίστε να απαιτείτε περισσότερη Ευρώπη, περισσότερη Ευρώπη!».
Η γραμμή Τουσκ φαίνεται ότι τελικά θα επικρατήσει. Ούτε η γερμανική, αλλά ούτε η γαλλική κυβέρνηση, δείχνουν ενθουσιασμένες με την προοπτική μιας νέας συνθήκης και με επιπλέον βήματα προς μια ομόσπονδη ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή οι ηγέτες της ΕΕ ενδέχεται να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τα ιδιαίτερα προβλήματα που θα παρουσιαστούν, μεταφέροντας συγκεκριμένες εξουσίες στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Αλλά οι εθνικές κυβερνήσεις θα θέλουν να κρατήσουν την ίδια ώρα σφιχτά το χαλινάρι στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Με λίγα λόγια δεν θα επιτρέψουν πλέον στις Βρυξέλλες να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη.
Οι «νεόπτωχοι» γέννησαν το «Brexit»
(Dawn Foster, αρθρογράφος της Guardian, της Independent και των Times)
Είναι δικαιολογημένο το σοκ κάτω από το οποίο πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σήμερα το πρωί: Η κοινή παραδοχή μέχρι σήμερα ότι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ευθεία ερώτηση μεταξύ δύο επιλογών, οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι ταυτίζονται με αναλογία 2 προς 1 στην πλευρά του «status quo» (κατεστημένο) αποδείχθηκε ψευδής.
Αλλά κατά κάποιο τρόπο το αποτέλεσμα δεν συνιστά έκπληξη. Καθώς τα αποτελέσματα ανακοινωνόντουσαν το ένα μετά το άλλο, οι περιοχές που ψήφιζαν υπέρ της αποχώρησης, μοιραζόντουσαν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Έχω επισκεφθεί πολλές από αυτές τις περιοχές κατά το παρελθόν -Ρεντκαρ, Σουονζι, Σάντερλαντ, Νιουπορτ, και πολλά ακόμη – όχι για να μετρήσω τη γνώμη των κατοίκων τους για το δημοψήφισμα, αλλά για να συντάξω ένα άρθρο σχετικά με τη φτώχεια.
Όλες ήταν περιοχές που κάποτε στεκόντουσαν εύπορες, με ισχυρή βιομηχανία, με σταθερές θέσεις εργασίας και με λαμπρές προοπτικές για εργασιακή αποκατάσταση, στέγαση και κοινωνική ζωή. Σήμερα όμως, μετά και την κατάρρευση των κλάδων των ορυχείων και των κατασκευών, οι θέσεις εργασίας είναι σπάνιες και επισφαλείς. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνομίλησα μου είπαν ότι αισθάνονται ξεχασμένοι, αλλά και φοβισμένοι από ένα μέλλον που τους φαίνεται ζοφερό.
Όταν οι πολιτικοί ανακοινώνουν από καιρό σε καιρό ότι η οικονομία της Βρετανίας ανακάμπτει, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν βλέπουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε στις αμοιβές τους, αλλά ούτε στις συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις τους. Οι κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι των πόλεων τους δείχνουν έρημοι και εγκαταλελειμμένοι και οι πολίτες χρειάζονται μέρες για να εξασφαλίσουν ένα ραντεβού με τον γιατρό τους.
Χωρίς εργασία, χρήματα ή προοπτικές, οι άνθρωποι αισθάνονται ανίσχυροι. Το αποτέλεσμα υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ προσφέρει το σύντομο, απότομο σοκ που επιθυμούν να στείλουν. Το κύριο άλλωστε σύνθημα της εκστρατείας υπέρ της αποχώρησης, «Πάρτε πίσω τον έλεγχο», ήταν μια έξυπνη υπόσχεσή για μεγαλύτερη εμπλοκή, σε ανθρώπους που αισθάνονται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή.
Μια αδύναμη Ευρώπη θα διολισθήσει πίσω στις παλιές διαιρέσεις
(Carl Bildt, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας και πρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής για τη Διακυβέρνηση του Διαδικτύου)
Σήμερα, έχουμε επικεντρωθεί στην άμεση αναταραχή που προκάλεσε το δημοψήφισμα στην Βρετανία. Αλλά σταδιακά, θα αρχίσουμε να αισθανόμαστε τις ακόμη πιο σοβαρές, μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της απόφασης. Αυτό που είδαμε σήμερα είναι το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Ευρώπης από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Για περισσότερο από μισό αιώνα η ιδέα της ολοκλήρωσης οδηγεί την ευρωπαϊκή πολιτική και έχει καταστήσει δυνατό για την ΕΕ να ξεπεράσει παλιές διαιρέσεις και να σταθεροποιήσει την δημοκρατία στα πιο «εύθραυστα» μέρη της ηπείρου.
Αυτό όμως τώρα βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Με τη γοητεία της Ευρωπαϊκής ιδέας πιο τρωθείσα από ποτέ, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τον κίνδυνο η Ευρώπη να επανέλθει πίσω στις διαιρέσεις που κυριάρχησαν ιστορικά. Αυτό που έχουμε ανάγκη τώρα είναι μια πραγματική πολιτική ηγεσία ικανή να ανταποκριθεί.
To «ξήλωμα» της ΕΕ
(Ana Palacio, δικηγόρος και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας)
Υπάρχει ένας κανόνας στην δικηγορία: ποτέ μην θέσετε ένα ερώτημα, αν δεν είστε σίγουροι για την απάντηση που θα λάβετε. Πριν από τρία χρόνια, σε ένα εγωιστικό τέχνασμα που στόχευε στην προσωπική του σταθεροποίηση στον πρωθυπουργικό θώκο για μια δεύτερη θητεία, ο Ντέιβιντ Κάμερον έκανε ακριβώς αυτό. Η ανταμοιβή του; 13 μήνες από αυτήν του την παραμονή στο αριθμό 10 της Downing Street (πρωθυπουργικό μέγαρο) να καταναλώνεται εξ ολοκλήρου από μια καταστροφική και διχαστική συζήτηση που προκάλεσε το δημοψήφισμα.
Ο Κάμερον μπορεί να ανακοίνωσε την παραίτησή του, αλλά οι ευρύτερες και παράπλευρες απώλειες είναι τεράστιες. Η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο πλέουν πλέον σε αχαρτογράφητα νερά. Οι διαπραγματεύσεις για το διαζύγιο που βρίσκονται μπροστά μας προκαλούν μόνο ανησυχίες. Με τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές να πλησιάζουν, μια συντονισμένη προσπάθεια από τις Βρυξέλλες να καταστήσει την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου παράδειγμα προς αποφυγή για όσους σκέφτονται το ενδεχόμενο και μιας δικής τους εξόδου από την ΕΕ, σημαίνει ότι η συμφωνία δεν θα έρθει και τόσο εύκολα. Το αποτέλεσμα φέρνει το Ηνωμένο Βασίλειο σε ένα ταξίδι πρός το άγνωστο, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς θα συμβεί από εδώ και πέρα.
Για την Ευρώπη, δεν υπάρχει πλέον καμία άλλη ρεαλιστική εναλλακτική λύση εκτός της ΕΕ, όπως διακηρύσσει ο πυρήνας των χωρών-μελών της. Αν μάλιστα οι εκλογές της Κυριακής στην Ισπανία οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή των Podemos, εξέλιξη απίθανη αλλά όχι αδύνατη, τότε θα επισπευσθεί η συζήτηση για το αν ο πυρήνας της Ευρώπης θα καθορίζεται από το Ευρώ ή τις πιστώτριες χώρες.
Αυτή είναι μια υπαρξιακή αναζήτηση για την Ευρώπη. Αυτή η εκστρατεία για το δημοψήφισμα ήταν στην πραγματικότητα μια αντιπαράθεση μεταξύ κοινής λογικής και πάθους, όπου το πάθος κατάφερε μια ηχηρή νίκη. Για να σταματήσει τώρα αυτή η διαδικασία «ξηλώματος» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, χρειάζεται οπωσδήποτε ένα σαφές και συναρπαστικό αφήγημα που να μιλά όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων.
Μην τιμωρήσετε την Βρετανία
(Christian Odendahl, επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση)
Η Γερμανία έχει τώρα δύο στόχους: να ενισχύσει την Ευρώπη και για να βεβαιωθεί ότι η Βρετανία θα παραμένει εταίρος της ΕΕ. Αυτοί οι δύο στόχοι όμως συγκρούονται μεταξύ τους, παρουσιάζοντας τους διαμορφωτές πολιτικής στο Βερολίνο με μια δύσκολη πρόκληση.
Αυτό που προέχει και από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε είναι η ενίσχυση της Ευρώπης. Από οικονομικής άποψης, η Ευρωζώνη χρειάζεται ισχυρότερη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης αυτής της Γερμανικής οικονομίας, ώστε να γίνει σαφές σε όλους ότι η ΕΕ αποδίδει οικονομικά οφέλη για τους πολίτες της. Η Γερμανία ειδικότερα πρέπει να γίνει πιο ρεαλιστική στις απαιτήσεις της και να εγκαταλείψει την λανθασμένη εμμονή της στους ισορροπημένους προϋπολογισμούς, βοηθώντας την ίδια στιγμή την ΕΚΤ στην προσπάθεια της να τονώσει την οικονομία της ευρωζώνης.
Για την προστασία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, πρέπει επίσης να βεβαιωθούμε ότι δεν θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γαλλία, με αντίστοιχα δημοψηφίσματα. Αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο και η απόφαση να κάνουμε το διαζύγιο με την Βρετανία τόσο δύσκολο ώστε κανείς άλλος να μην επιθυμεί μια παρόμοια διαδικασία μπορεί να φαίνεται σαν ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχουμε, αλλά η διαδρομή δεν θα είναι χωρίς κινδύνους για όλους μας. Και ευτυχώς η Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται απίθανο να ενδώσει σε αυτόν τον πειρασμό.
Μια «τιμωρία» της χώρας που επιθυμεί την αποχώρηση της θα μπορούσε να τροφοδοτήσει επιπλέον την φωτιά του Ευρωσκεπτικισμού, αντί να την σβήσει. Αυτό που επιθυμεί η Γερμανία τώρα είναι να οικοδομήσει μια ρεαλιστική και διαρκή συνεργασία με τη Βρετανία.
Η Ευρώπη έχασε την μόνη μετριοπαθή φωνή Ευρωσκεπτικισμού
(Cas Mudde, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων (SPIA) στο Πανεπιστήμιο της Γεωργίας και ερευνητής στο Κέντρο Έρευνας για τον εξτρεμισμό (C-REX) στο Πανεπιστήμιο του Όσλο)
Στο πλαίσιο της απέχθειας τους για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι λαϊκιστές σε όλη την ήπειρο υποδέχθηκαν με πανηγυρισμούς τον πανικό που δημιούργησε το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο και έπληξε την καρδιά της Ευρώπης. Το αποτέλεσμά του είναι χρήσιμο όπλο σε όσους επιθυμούν να αποδείξουν ότι «η ΕΕ έχει τελειώσει», ότι «οι ελίτ» έχουν χάσει την επαφή τους με τους «απλούς ανθρώπους», οι οποίοι πλέον απέκτησαν τη φωνή τους.
Το Brexit νομιμοποίησε τη «Αντί-Ευρωπαικη» θέση, που για χρόνια χαρακτηριζόταν ως «απαράδεκτη» και «μη ρεαλιστική».
Ο Ιδρυτής του ολλανδικού Κόμματος για την Ελευθερία μάλιστα, ο Geert Wilders, δεν έχασε χρόνο για να συγχαρεί τους Βρετανούς και να ζητήσει και αυτός με τη σειρά του ένα ανάλογο δημοψήφισμα στην Ολλανδία. Το ίδιο είναι πιθανό να συμβεί και στη Γαλλία και στη Δανία, όπου οι λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς υποστηρίζουν εδώ και καιρό μια έξοδο της χώρας τους από την ΕΕ και ο ευρωσκεπτικισμός είναι ευρέως διαδεδομένος.
Όμως, ενώ η πλειοψηφία των λαϊκιστικών κομμάτων συντάσσονται με τον Ευρωσκεπτικισμό, οι περισσότεροι εξακολουθούν να θέλουν να μεταρρυθμίσουν την ΕΕ αντί να την εγκαταλείψουν. Λαϊκιστικά κόμματα, όπως οι Podemos ή ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν μια ευρεία και βαθιά ολοκληρωμένη κοινωνική Ευρώπη. Από την άλλη, δεξιά λαϊκιστικά κόμματα, όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD) και το Βελγικό «Flemmish Interest» (VB) θέλουν μια περιορισμένη και επιφανειακή ολοκλήρωση, με γνώμονα την ασφάλεια της ιδέας της «Ευρώπη των Εθνών».
Η Ευρώπη έχασε σήμερα μια από τις μετριοπαθείς φωνές Ευρωσκεπτικισμού. Και έτσι οι λαϊκιστές της Αριστεράς – που φοβούνται μια διάλυση του συνόλου του ευρωπαϊκού σχεδίου – και οι λαϊκιστές της Δεξιάς – που φοβούνται ένα κύμα προς μεγαλύτερη ενοποίηση – είναι τώρα δικαιολογημένα νευρικοί.
Πηγή :www.imerisia.gr- Φωτογραφίες: Aris Oikonomou / SOOC