Του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Πλούσιο το πρόγραμμα στις αίθουσες, με πέντε νέες ταινίες και τρεις καλές επανεκδόσεις
Πλούσιο το πρόγραμμα στις αίθουσες, με πέντε νέες ταινίες και τρεις καλές επανεκδόσεις
Μαμάδες με κακή διαγωγή (Bad moms, ΗΠΑ, 2016) των Τζον Λούκας και Σκοτ Μουρ
Να μια αμερικανική κωμωδία που ενώ δείχνει ότι είναι «της σειράς», δεν είναι. Αυτό οφείλεται στο ότι πίσω από την ιστορία (σενάριο και σκηνοθεσία) βρίσκονται ο Τζον Λούκας και ο Σκοτ Μουρ, σεναριογράφοι του αριστουργηματικού «Hangover». Δεν υπάρχει φυσικά σύγκριση ανάμεσα στις δύο ταινίες, υπάρχει όμως κι εδώ ένα βιτριολικό χιούμορ ασυνήθιστο για mainstream αμερικανική κωμωδία, υπάρχουν ξύπνιες ατάκες και μια βωμολοχία που δεν γλιστράει στην άβυσσο της χυδαιότητας όπως συνήθως συμβαίνει. Το στίγμα του «Hangover» υπάρχει επίσης: όπως εκεί, έτσι και εδώ έχουμε μια ταινία παρέας, μόνο που εν προκειμένω η παρέα είναι γένους θηλυκού, τρεις νέες σχετικά μανάδες, οι οποίες απελπισμένες μπροστά στα τεράστια εμπόδια της καθημερινότητάς τους συνεργάζονται για την αντιμετώπισή τους. Το βασικότερο; Πώς να μην είναι τέλειες. Αρχηγός η Μίλα Κούνις (στην οποία ταιριάζει η κωμωδία), που μέσα σε όλα αποφασίζει να «κατέβει» για πρόεδρος στις εκλογές γονέων και κηδεμόνων και να σηκώσει κεφάλι στη super bitch πρόεδρο που υποδύεται η Κριστίνα Απλγκεϊτ. Το τρίο των μανάδων επαναστατριών συμπληρώνουν οι Κάθλιν Χαν, πολύ καλή με το απίστευτο βρωμόστομά της και η Κρίστεν Μπελ, επιτυχημένη ντροπαλή πολύτεκνη που ξυπνά από τον λήθαργο διεκδικώντας το δίκιο της. Βαθμολογία: 2 ½
Ποιος κλέβει ποιον; (Cien Anos de Perdon, Ισπανία, 2016) του Ντανιέλ Καλπαρσόσο
Μεγάλη επιτυχία στη χώρα παραγωγής της, την Ισπανία (σύμφωνα με την εταιρεία παραγωγής της είναι η μεγαλύτερη ισπανική επιτυχία της χρονιάς), το θρίλερ «Ποιος κλέβει ποιον;» αρχίζει με μια ληστεία τραπέζης στη Βαλένθια και εξελίσσεται σε κάτι πολύ πιο περίπλοκο με πολιτικές διαστάσεις όταν γίνεται αντιληπτό στην εξαμελή συμμορία ένα μυστικό κρυμμένο σε κάποιο από τα χρηματοκιβώτια. Συνδυασμός πραγματικών και μυθοπλαστικών στοιχείων της κινηματογραφικής κουλτούρας «ταινιών ληστείας», είδος που αρέσει τόσο στον Καλπαρσόσο όσο και στον σεναριογράφο Χόρχε Γκερικατσεβαρία, γνωστό στην Ελλάδα από το «Κελί 211». Πρωταγωνιστούν: Λούις Τοσάρ, Ροντρίγκο Ντε Λα Σέρνα, Ραούλ Αρέβαλο, Χοσέ Κορονάδο. Βαθμολογία: –
Ghostbusters (ΗΠΑ, 2016) του Πολ Φέιγκ
Ανανεωμένη, «θηλυκή» εκδοχή της ομότιτλης κωμωδίας του 1984 σε σκηνοθεσία Αϊβαν Ράιτμαν με θέμα τις αποστολές μιας ομάδας εξολόθρευσης φαντασμάτων που αναστατώνουν τους δρόμους της Νέας Υόρκης προκαλώντας σύγχυση στους πολίτες που αδυνατούν να τα αντιμετωπίσουν. Σε εκείνη την ταινία η ομάδα απαρτιζόταν από τους Νταν Αϊκροϊντ, Μπιλ Μάρεϊ, Χάρολντ Ράμις και Ερνι Χάντσον, ενώ στη νέα τα μέλη της είναι μόνο γυναίκες, όλες ηθοποιοί που προέρχονται από τη δημοφιλή εκπομπή της τηλεόρασης «Saturday Night Live» (όπως είχε συμβεί και με τους άνδρες της πρώτης ταινίας): Μελίσα Μακ Κάρθι, Λέσλι Τζόουνς, Κέιτ Μακ Κίνον και Κρίστεν Γουίγκ. Ο σκηνοθέτης Πολ Φέιγκ είναι γνωστός από τις κωμωδίες «Bridesmaids και «Spy» και οι Ghostbusters επιστρέφουν στις αίθουσες με τη νέα τους ομάδα και μια καινούργια γενιά φαντασμάτων. Βαθμολογία: –
Η Μάγκι έχει σχέδιο (Μaggie’s Plan, ΗΠΑ, 2016) της Ρεμπέκα Μίλερ
Η τελευταία ταινία της κόρης του συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ είναι μια αισθηματική κομεντί με κεντρικά πρόσωπα τη Μάγκι (Γκρέτα Γκέρουιγκ), μια 30άρα νεοϋορκέζα εργαζόμενη σε πρωτοποριακό πανεπιστήμιο, και τον Τζον (Ιθαν Χοκ), καθηγητή ανθρωπολογίας παντρεμένο με μια ευφυή δανέζα ακαδημαϊκό (Τζούλιαν Μουρ). Η ανάπτυξη ενός παράξενου ερωτικού τριγώνου μπλέκει και συνδέει τις ζωές τους με παράξενους και αστείους τρόπους. Συμπρωταγωνιστούν οι Μάγια Ρούντολφ, Μπιλ Χέιντερ. Βαθμολογία: –
Που πάω, Θεέ μου; (Quo Vado, Ιταλία, 2016) του Τζέναρο Νουτζιάντε
Ιταλική κωμωδία, επίσης τεράστια επιτυχία στη χώρα της, όπου σύμφωνα με την εταιρεία διανομής της έκανε 10.000.000 εισιτήρια καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση για το 2016. Το άκρως επίκαιρο ερώτημα που κυριαρχεί εδώ είναι μέχρι πού θα έφτανε ένας δημόσιος υπάλληλος για να μη χάσει τη θέση του. Ετσι ξετυλίγεται η ιστορία του Κέκο, ο οποίος από μικρό παιδί ακόμα ονειρευόταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Τα κατάφερε, ζει άνετα αλλά όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να καταργήσει την υπηρεσία του, ο κόσμος θα χαθεί κάτω από τα πόδια του. Παίζουν: Κέκο Τζαλόνε, Ελεονόρα Τζιοβανάρντι, Μαουρίτσιο Μικέλι. Βαθμολογία: –
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
Funny face (ΗΠΑ, 1957) του Στάνλεϊ Ντόνεν
Η εκδότρια του περιοδικού μόδας «Κουάλιτι» (Ποιότητα) αναζητεί ένα ασυνήθιστο μοντέλο για να φωτογραφηθεί στο Παρίσι, φορώντας εντυπωσιακά ρούχα υψηλής ραπτικής. Σε κάποιο βιβλιοπωλείο του Γκρίνουιτς Βίλατζ, o φωτογράφος του περιοδικού θα ανακαλύψει την ομορφιά της υπεύθυνης του καταστήματος, την οποία θα μετατρέψει ύστερα από μεγάλη προσπάθεια σε top model. Χαρακτηριστικό μιούζικαλ της δεκαετίας του ’50, γυρισμένο πριν από τη μεγάλη παρακμή που υπέστη το είδος, με τον παλαίμαχο Φρεντ Αστέρ και την ανερχόμενη τότε Οντρεϊ Χέπμπουρν, που ταυτίστηκε με τον τίτλο της. Ο ειδικός στα μιούζικαλ Στάνλεϊ Ντόνεν («Τραγουδώντας στη βροχή») υπογράφει τη σκηνοθεσία ενώ ο Αστέρ συνεργάστηκε μαζί του στις χορογραφίες. Η ταινία απέσπασε τέσσερις υποψηφιότητες στα Οσκαρ (σενάριο, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια) αλλά δεν κέρδισε πουθενά.
Το δάσος με τις σημύδες (Brzezina, Πολωνία, 1970) του Αντρέι Βάιντα
Βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Γιάροσλαβ Ιβάσκιεβιτς και γυρισμένη το 1970, η ταινία αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή στην καριέρα του σπουδαίου πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα: αφήνοντας για λίγο στην άκρη την ενασχόλησή του με τα μεγάλα εθνικά θέματα της Πολωνίας, ο δημιουργός του «Στάχτες και διαμάντια» και του «Κανάλ», έφτιαξε μια υπαρξιακών διαθέσεων ταινία που μέσα από τη σχέση δύο αδελφών (Ντανιέλ Ολμπρισκί, Ολγκιερντ Λουκάσεβιτς), απομονωμένων σε ένα δάσος, φιλοσοφεί για τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο θυμίζοντας περισσότερο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και λιγότερο Αντρέι Βάιντα.
Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (Die Angst des Tormanns beim Elfmeter, Δ. Γερμανία, 1971) του Βιμ Βέντερς
Μετά την αποτυχία της ομάδας του, με τον ίδιο κατά κύριο λόγο υπεύθυνο, ένας τερματοφύλακας (Αρτουρ Μπράους) ξεκινά μια άσκοπη περιπλάνηση, περπατώντας, βλέποντας σινεμά, κάνοντας έρωτα αλλά και έναν φόνο. Με αυτό το σενάριο του Πέτερ Χάντκε ανοίγει ουσιαστικά ο κύκλος των ταινιών περιπλάνησης του γερμανού σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς («Λάθος κίνηση», «Η Αλίκη στις πόλεις», «Στο πέρασμα του χρόνου» κ.ά.). Σε αυτές τις ταινίες οι ήρωες του Βέντερς είναι ταξιδευτές χωρίς αστέρι, άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε τίποτε, που δεν αναζητούν την επιτυχία ή τη δημιουργία, που δεν βρίσκουν λύτρωση καν στις ανθρώπινες σχέσεις. «Εχουν τη γαλήνια βεβαιότητα εκείνων που έχουν φτάσει στο τέλος του δρόμου προτού καν ξεκινήσουν», όπως σημειώνει στο βιβλίο της «ΟΚινηματογράφος της περιπλάνησης» η θεωρητικός Ανι Γκόλντμαν.
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι Κριτικός Κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/