Ως το αγέρωχο κέντρο ομόκεντρων κύκλων, η Ακρόπολη επιθεωρεί το Λεκανοπέδιο. Οσο απομακρύνεται κανείς από εκεί τόσο δημιουργείται η εντύπωση ότι η υπόλοιπη πόλη είναι «άσχημη» ή «αδιάφορη». Η θέα προς την Ακρόπολη λειτουργεί κατευναστικά για τους περισσότερους – δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας, μια σιγουριά ότι η Αθήνα έχει από κάπου να πιαστεί. Η θέα από γειτονιές, οι οποίες στο φαντασιακό των πολιτών έχουν καταχωριστεί ως «αποκρουστικές», δημιουργεί ένα πλέγμα σωτηρίας, υπό την έννοια ότι «τίποτα δεν χάθηκε ακόμα»· άλλες φορές, λειτουργεί ως παρωπίδα της πίσω και εκατέρωθεν «αφόρητης αστικής αισθητικής».
Όπως κάθε περιπέτεια, έτσι και η Αθήνα, ως διαρκώς μεταβαλλόμενο σώμα που επιζητεί την ανακάλυψή του, συντίθεται από τα διάφορα στάδια η δυσκολία των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με τη χρήση του αστικού σώματος από κατοίκους αλλά και επισκέπτες. Όσο περισσότερο οι κάτοικοι μιας πόλης, ιδιαιτέρως της Αθήνας, συνοψίζουν την καθημερινότητά τους στο επίπεδο ενός εν πολλοίς εξαντλητικού πηγαινέλα στη ρουτίνα τους τόσο περισσότερο η πόλη θα μοιάζει να πνίγεται από τη συνθήκη της φερώνυμης ασχήμιας.
Στις παρυφές του κέντρου, η Κυψέλη στέκει, θαρρείς, αποκαμωμένη. Ως γειτονιά-απαύγασμα της κοινωνικής και πολεοδομικής εξέλιξης της Αθήνας, τόπος που δέχθηκε μερικά από τα σοβαρότερα τραύματα εντός του κλεινού άστεως αλλά και σημείο τομής ανάμεσα στη μητρόπολη και το χωριό, η Κυψέλη παρουσιάζεται ως ανεξάντλητος χώρος παρέμβασης, ως αστείρευτη πηγή δημιουργίας μιας νέας μυθολογίας. Με μια πολύχρωμη κοινωνική και πολεοδομική βεντάλια, η γειτονιά μπορεί ν’ αποτελέσει συναγερμό για την επαναθεώρηση της στάσης των πολιτών.
«Η Κυψέλη, παρά τα αρνητικά στερεότυπα της τελευταίας δεκαετίας, αν την εξετάσουμε προσεκτικότερα, θα δούμε ότι μας προσφέρει μια σειρά από λόγους ώστε να την αντιληφθούμε διαφορετικά. Τρεις είναι οι πιο σημαντικοί για μένα, η διαφορετικότητα (diversity) κατοίκων και κτιρίων, η ιστορική της συνέχεια και η αίσθηση της γειτονιάς που αποπνέει», μας λέει από το Βερολίνο, όπου βρίσκεται αυτή την περίοδο, ο Λουκάς Μπαρτατίλας, ο οποίος δραστηριοποιείται δημιουργικά μεταξύ των πεδίων του κοινωνικού αστικού σχεδιασμού (social urban planning) και τέχνης στον δημόσιο χώρο μέσα από συμμετοχικές πρακτικές (public art).
Ο αρχιτέκτονας και εικαστικός, στο πλαίσιο του Community Project του οργανισμού ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, έκανε μια επιτόπια έρευνα και, ταυτόχρονα, μια θεωρητική ανάλυση και πρακτική καταγραφή της Κυψέλης σήμερα, με τη βοήθεια της Ουρανίας Μαυρίκη αλλά και της Μαρίας Κικίδου. Το corpus του έργου του, έκτασης 136 σελίδων, αποτέλεσε το προσωπικό στοίχημα ενός Κυψελιώτη που αποφάσισε να συμβάλει στο χτίσιμο του νέου αφηγήματος της γειτονιάς του, με το βλέμμα στραμμένο σε όλη την πρωτεύουσα και στις εξελίξεις παγκοσμίως. «Στην Κυψέλη διακυβεύονται προκλήσεις και προσδοκίες οι οποίες εντοπίζονται και σε πολλές άλλες σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Με άλλα λόγια, είδα ότι η Κυψέλη αποτελεί ένα case study αστικών προβληματισμών, τα διδάγματα των οποίων μπορούν να χρησιμεύσουν και αλλού – όχι σε μια λογική copy-paste αλλά σε συνάρτηση πάντα με το συγκείμενο της κάθε γειτονιάς», λέει ο κ. Μπαρτατίλας στην «Κ».
Οι πολλαπλές αναγνώσεις της Κυψέλης εδράζονται στις λεπτομέρειές της. Η χαρτογράφηση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής και του καθ’ ύψος κοινωνικού διαχωρισμού, των εισόδων υπηρεσίας στα κτίρια και του αρτιφισιέλ στην αισθητική τους, τα ζητήματα ασφάλειας και ξενοφοβίας αλλά και η καταγραφή των τοποσήμων της Κυψέλης αποτελούν πυξίδα του πολυεπίπεδου πλούτου που εκείνη προσφέρει. «Η ατμόσφαιρα της γειτονιάς, εκτός από το γεγονός ότι δημιουργεί μια πιο οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα για τους κατοίκους, βοηθάει και στη δημιουργία ενός νέου αφηγήματος για την πόλη», σημειώνει ο Λουκάς Μπαρτατίλας.
Ετσι, μια βόλτα στα Σκαλιά της Σκοπέλου, στα μπιλιάρδα της Αιγίνης, στο «Ριάλτο» της οδού Κυψέλης, στο 60ό Γυμνάσιο – Λύκειο Αθηνών, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στη Φωκίωνος Νέγρη με τα σιντριβάνια, τον πλάτανο, την «Αράχνη» και τη Δημοτική Αγορά, στα Νταμάρια της Αλεπότρυπας και στα τετράγωνα Πατησίων – Κύπρου – Αγίας Ζώνης – Φωκίωνος Νέγρη – Θήρας και Τήνου – Σπετσών – Τροίας – Δροσοπούλου θα συντονίσει την εξωτερική πραγματικότητα με τις εσωτερικές προσδοκίες για μια «άλλη» πόλη. Μια, έστω και ακροθιγής, παρατήρηση της γειτονιάς μέσα από τα καταστήματα και τα προπολεμικά και μεταπολεμικά κτίρια, που καταδεικνύουν μέσα από τις λεπτομέρειές τους την αστική αίγλη που επικρατούσε στην περιοχή, θ’ αποτελέσει γέφυρα όσων χάθηκαν με όσα παραμένοντας αρκούν για να μετατοπιστεί το βλέμμα από την Ακρόπολη στ’ αδιόρατα παραμύθια που λέει η πρωτεύουσα.
Η έρευνα και χαρτογράφηση του Λουκά Μπαρτατίλα είναι ένα πρώτο –σοβαρό και μαζί συγκινητικό– βήμα προς την ανασύσταση, με εφαλτήριο της Κυψέλη, της Αθήνας ως πόλης που δεν έχει χάσει το τρένο.
Μπορεί να μην καταφέρει ποτέ να γίνει, για παράδειγμα, Βερολίνο, σίγουρα, όμως, θα μπορέσουν οι κάτοικοί της κάποτε να νιώσουν Βερολινέζοι – έστω και με το βλέμμα επίμονα κολλημένο στην Ακρόπολη.
Ολόκληρη η έρευνα του Λουκά Μπαρτατίλα βρίσκεται εδώ:http://bit.ly/2aus8o7
Πηγή: Έντυπη Έκδοση της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”