Το «Ψάχνοντας την Ντόρι» και ο «Jason Bourne» που ξεχωρίζουναπό την Πέμπτη στις αίθουσες αποτελούν συνέχειες ταινιών που σημείωσαν τεράστια επιτυχία τα τελευταία χρόνια
«Jason Bourne» (ΗΠΑ, 2016)
Στο «Jason Bourne» (ΗΠΑ, 2016) ο Ματ Ντέιμον υποδύεται για τέταρτη φορά στην καριέρα του τον πράκτορα του τίτλου τον οποίο γνωρίσαμε για πρώτη φορά στο σινεμά το 2002 στο «Χωρίς ταυτότητα» (είχε προηγηθεί μια τηλεταινία αδιάφορη με τον Ρίτσαρντ Τσαμπερλέιν). Εκεί ο Μπορν, αποσυρμένος από την υπηρεσία που τον καταζητούσε, αναζητούσε τον εαυτό του έχοντας χάσει τη μνήμη του. Σήμερα εξακολουθεί να είναι αποσυρμένος από την υπηρεσία (που εξακολουθεί να θέλει να τον σκοτώσει) ενώ τα ερωτήματά του συνεχίζονται. Ενα από τα οποία είναι η σχέση που είχε ο ίδιος ο πατέρας του με τη στρατολόγησή του στη CIA. Και όλα δείχνουν ότι ο νυν διευθυντής της CIA (ο Τόμι Λι Τζόουνς στα μοχθηρά του) έχει λερωμένη τη φωλιά του. Αυτό θα σημάνει κατά μέτωπο επίθεση του Μπορν, ο οποίος δεν συνηθίζει να χαρίζεται αν πεισμώσει και έχει πάντα την ικανότητα να τα καταφέρνει με το μυαλό αλλά και τη σωματική δύναμή του.
Για μία ακόμη φορά η δράση είναι ασταμάτητη, με εξαιρετικά δύσκολες σκηνές κυνηγητών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Λας Βέγκας. Υπάρχουν ακόμη και σκηνές με φόντο την Αθήνα, με τη διαφορά ότι γυρίστηκαν στην Τενερίφη και εν συνεχεία μονταρίστηκαν έτσι ώστε να φαίνεται ότι γυρίστηκαν μέσα σε επεισόδια διαδηλώσεων στο Σύνταγμα. Το αποτέλεσμα είναι εντελώς ψεύτικο (φαίνεται το «πείραγμα»), ενώ όση προσπάθεια και να έχει γίνει, η ταινία δεν μπορεί να καλύψει τη γεύση του ξαναζεσταμένου φαγητού και της επανάληψης. Βλέπεις ξανά τα ίδια και τα ίδια, με διαφορετικά πρόσωπα, αν εξαιρέσεις τον Ντέιμον: η Αλίσια Βικάντερ κρατά τον ρόλο της νεαρής πράκτορος που δείχνει να θέλει να τον βοηθήσει και ο Βενσάν Κασέλ τον «εξωτερικό» σύνδεσμο της CIA που έχει λάβει εντολή να σκοτώσει τον Μπορν.Βαθμολογία: 2
«Ψάχνοντας την Ντόρι» («Finding Dory», ΗΠΑ, 2016)
Δεκατρία χρόνια μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο», μία από τις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών, η Pixar παρουσιάζει τη συνέχειά της, το «Ψάχνοντας την Ντόρι» («Finding Dory», ΗΠΑ, 2016) που γύρισε ο ίδιος σκηνοθέτης, ο Αντριου Στάντον (μαζί με τον Ανγκους Μακ Λέιν). Ο καμβάς είναι πάνω-κάτω ο ίδιος: ένα ψάρι, η Ντόρι, αναζητεί τους γονείς του με μειονέκτημα το ότι έχει απώλεια προσωρινής μνήμης. Θα τη βοηθήσουν ο Μάνλιν και ο Νέμο, πατέρας και γιος αντιστοίχως, πρωταγωνιστές μαζί με την Ντόρι της πρώτης ταινίας. Ενα ταξίδι γεμάτο απρόοπτα επεισόδια και πλήθος καινούργιων χαρακτήρων, αφού ανέκαθεν η Pixar φρόντιζε να «ντύνει» τα γερά σενάριά της με χυμώδεις ήρωες. Εδώ η παράσταση ανήκει στον ευφυή Χανκ, ένα ιδιοφυές χταπόδι με επτά πλοκάμια που, παρότι προτιμά την παραμονή στο Ινστιτούτο αντί της ελευθερίας στον ωκεανό, βρίσκει διαρκώς λύσεις στα εμπόδια, στη φάλαινα Μοίρα, που μπορεί να μη βλέπει καλά αλλά έχει τόλμη, στον Φλόκο και στον Πηδάλιο, δύο θαλάσσια λιοντάρια που βαριούνται μέχρι θανάτου, και στον κύριο Σαλάχη, δάσκαλο του Νέμο (προβάλλεται σε 2D, 3D, μεταγλωττισμένη και με υποτίτλους). Βαθμολογία: 3 ½
Ο «Δρόμος για το Λα Παζ» («Camino a La Paz», Αργεντινή, 2015),
Ιδιαίτερης χάρης ταινία περιπλάνησης και ανταλλαγής πολιτισμού, ο «Δρόμος για το Λα Παζ» («Camino a La Paz», Αργεντινή, 2015), πρώτη κινηματογραφική δημιουργία του Αργεντινού Φρανσίσκο Βαρόνε, εστιάζει στη σχέση δύο διαφορετικής ηλικίας, κουλτούρας και θρησκείας ανδρών κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού από το Μπουένος Αϊρες στο Λα Παζ της Βολιβίας. Στην πραγματικότητα, τελικός προορισμός του γέρου μουσουλμάνου Χαλίλ (Ερνέστο Σουάρεζ) είναι η Μέκκα, όπου θέλει να ταξιδέψει με τον αδελφό του που βρίσκεται στο Λα Παζ. Οδηγός του Χαλίλ είναι ο Σεμπαστιάν (Ροντρίγκο ντε λα Σέρνα), ένας ημιπαράνομος οδηγός ταξί στο σύγχρονο Μπουένος Αϊρες, κλονισμένος από την οικονομική κρίση και έναν γάμο γεμάτο εμπόδια. Η σχέση τους θα γίνει ο παλμός της ταινίας και θα περάσει από πολλά στάδια, με εντάσεις, συγκρούσεις, συντροφικότητα μα και χιούμορ. Ισως το γεγονός ότι ο Βαρόνε με έναν υπόγειο τρόπο προσπαθεί να περάσει το «μήνυμα» αισιοδοξίας προβάλλοντας τα θετικά στοιχεία του μουσουλμανισμού να λειτουργεί κατά της ταινίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ προβλέψιμη και η ανθρωπιά είναι το πιο ισχυρό χαρτί της.
Βαθμολογία: 3
«Sing Street» (Αγγλία, 2016)
Περισσότερο μελαγχολική και λιγότερο χαριτωμένη, η μουσικοαισθηματική κομεντί εποχής «Sing Street» (Αγγλία, 2016) του Τζον Κάρνεϊ αναφέρεται στην προσπάθεια ενός αγοριού (Φέρντια Γουόλς Πίλο) να στήσει ποπ μουσικό συγκρότημα στην πάμπτωχη και ταλαιπωρημένη Ιρλανδία του 1985. Παράλληλα το αγόρι που προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια και μαθητεύει σε αυστηρότατο σχολείο καθολικών ανακαλύπτει την επανάσταση και φυσικά τον έρωτα. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας σχετίζεται με το ίδιο το μουσικό γκρουπ και τα μέλη του που κάτω από εντελώς ερασιτεχνικές συνθήκες προσπαθούν να βρουν τη φωνή τους, να εκφραστούν με τη μουσική τους. Οι μουσικές και ενδυματολογικές επιρροές τους αλλάζουν από μέρα σε μέρα (Duran Duran, Joy Divison, Cure) και το πείσμα είναι το μοναδικό, πραγματικό όπλο τους. Ο Κάρνεϊ πλάθει χαρακτήρες και, χωρίς ακριβώς να νοσταλγεί την εποχή της ταινίας, την αντιμετωπίζει με καλοσύνη και αγάπη. Ωστόσο, ο αέρας της αβεβαιότητας για το αύριο των παιδιών που δικαίως διαπερνά συνεχώς την ταινία αφήνει στο τέλος μια μελαγχολική γεύση και αυτό ανήκει στα υπέρ της. Βαθμολογία: 2 ½
«Παράφορα» («Eperdument», Γαλλία, 2015)
Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση που η αισθησιακή παρουσία της Αντέλ Εξαρχόπουλος, γνωστής στην Ελλάδα (όπως άλλωστε και παντού) από την ερωτική ταινία «Η ζωή της Αντέλ», είναι η κυρίαρχη δύναμη του δράματος «Παράφορα» («Eperdument», Γαλλία, 2015). Κουνώντας τσαχπίνικα τον πισινό της και προβάλλοντας με ελκυστική αναίδεια τα στήθη της, η Εξαρχόπουλος πείθει πέρα για πέρα στον ρόλο του φυλακισμένου νυμφιδίου που προσπαθεί να παραπλανήσει τον διευθυντή της φυλακής (Γκιγιόμ Γκαγέν) και τα καταφέρνει θαυμάσια. Μόνο που ο έρωτας έχει καλά φυλαγμένα τα βέλη του…
Βασισμένη στις σελίδες του βιβλίου των Φλοράνς Κονσάλβες και Κατρίν Σιγκουρέ, η ταινία του Πιερ Γκοντό παρακολουθείται με περιέργεια, τουλάχιστον για το πού μπορεί να καταλήξει μια τόσο παθιασμένη αλλά και μπερδεμένη σχέση, την οποία βεβαίως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουμε δει πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη. Και καλύτερα.Βαθμολογία: 2 ½
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός Κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/