Ο ασφαλισμένος που θα παραμείνει… πιστός στο νέο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων, πληρώνοντας ασφαλιστικές εισφορές για 30 ή και 40 χρόνια, προσβλέποντας σε μια καλύτερη σύνταξη, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη: μόνο και μόνο για να πάρει πίσω τις ασφαλιστικές εισφορές που θα καταβάλλει για να διεκδικήσει την υψηλότερη σύνταξη, θα χρειαστεί να περιμένει ακόμη και μέχρι τα… 111α γενέθλιά του.
Παρά το γεγονός ότι το νέο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων αποτελεί νόμο του κράτους από τον περασμένο Μάιο, το υπουργείο Εργασίας δεν έχει καν συντάξει τις απαραίτητες εγκυκλίους που θα επιτρέψουν στα Ταμεία να εκδώσουν συντάξεις βάσει της νέας φόρμουλας υπολογισμού. Ωστόσο, οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν προχωρήσει σε ασκήσεις προσομοίωσης και γνωρίζουν πώς ακριβώς επιδρά ο νέος τρόπος υπολογισμού.
Ιδού και τα βασικά «ευρήματα»:
- Οσο υψηλότερες είναι οι συντάξιμες αποδοχές ενός εργαζομένου –δηλαδή όσο περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές έχει πληρώσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου– τόσο χαμηλότερος είναι ο καθαρός συντελεστής αναπλήρωσης. Ο συντελεστής αυτός υπολογίζει το «κομμάτι» των συντάξιμων αποδοχών που θα απομείνει τελικώς ως καθαρή σύνταξη. Η «Κ» έκανε τους σχετικούς υπολογισμούς λαμβάνοντας υπόψη εκτός από τον μαθηματικό τύπο υπολογισμού των συντάξεων, τις εισφορές υπέρ υγείας που επιβάλλονται στις συντάξεις αλλά και τους φόρους (φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης). Στα 20 χρόνια ασφάλισης, ο συνταξιούχος με συντάξιμες αποδοχές της τάξεως των 1.000 ευρώ θα έχει συντελεστή αναπλήρωσης 55%, ενώ ο συνταξιούχος με τα ίδια χρόνια ασφάλισης αλλά τριπλάσιες συντάξιμες αποδοχές (3.000 ευρώ) θα έχει συντελεστή αναπλήρωσης 28%. Φυσικά, ο πρώτος ασφαλισμένος θα έχει πληρώσει 44.800 ευρώ και ο δεύτερος θα έχει καταβάλει 134.400 ευρώ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εισφορές του εργοδότη.
- Ο δείκτης μισθών της ΕΛΣΤΑΤ λειτουργεί –λόγω της αποκλιμάκωσης των μισθών την τελευταία 5ετία– ως «κόφτης» των συντάξεων και μάλιστα σημαντικός. Σε ασφαλισμένο ο οποίος για ολόκληρο τον εργασιακό του βίο θα έχει μέσο μηνιαίο μισθό 2.000 ευρώ, ο συντελεστής αναπλήρωσης δεν θα υπολογιστεί επί των 2.000 ευρώ αλλά επί των 1.786 ευρώ. Το ψαλίδισμα οφείλεται στην εφαρμογή του δείκτη μισθών.
- Αντικίνητρο για τη διεκδίκηση μιας καλύτερης σύνταξης –και μάλιστα εξαιρετικά ισχυρό– αποτελεί και το φορολογικό σύστημα της χώρας. Οι χαμηλές συντάξεις δεν φορολογούνται και δεν υπόκεινται σε εισφορά αλληλεγγύης η οποία επιβάλλεται σε ετήσιες αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ. Αντίθετα, οι έχοντες ετήσιες αποδοχές από συντάξεις άνω των 9.000 ευρώ, πρέπει να πληρώνουν και φόρο εισοδήματος και –εφόσον σπάνε το φράγμα των 12.000 ευρώ– εισφορά αλληλεγγύης.
Ο έχων τη δυνατότητα να εργαστεί για πολλά χρόνια με υψηλές αποδοχές θα συνειδητοποιήσει τη… ματαιότητα, η οποία αποτυπώνεται πεντακάθαρα στο ακόλουθο ρεαλιστικό παράδειγμα:
Ελεύθερος επαγγελματίας, με μέσες μηνιαίες αποδοχές της τάξεως των 2.500 ευρώ (σ.σ. αντιστοιχούν σε κέρδη της τάξεως των 30.000 ευρώ ετησίως) θα εξασφαλίσει καθαρή σύνταξη της τάξεως των 694 ευρώ αν βγει στη σύνταξη με 20 έτη ασφάλισης. Σε αυτά τα 20 έτη ασφάλισης, θα έχει καταβάλει συνολικά 188.650 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές καθώς αυτές θα υπολογίζονται με συντελεστή 26,95% επί του μηνιαίου εισοδήματός του. Αν υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος επαγγελματίας αποφασίσει να κρατηθεί επιπλέον 10 χρόνια στην αγορά εργασίας, δύο πράγματα θα συμβούν:
- Θα κληθεί να πληρώσει περισσότερα σε ασφαλιστικές εισφορές. Στα 30 χρόνια ασφάλισης –και με τον συντελεστή υπολογισμού στο 26,95%– αντιστοιχεί συνολικό ποσό της τάξεως των 282.975 ευρώ.
- Θα αυξηθεί η σύνταξη. Για τον συγκεκριμένο ασφαλισμένο, από τα 694 ευρώ της 20ετίας, θα προκύψουν 872 ευρώ στα 30 χρόνια.
Μόνο και μόνο για να πάρει πίσω τα χρήματα που θα καταβάλλει σε ασφαλιστικές εισφορές αυτά τα 10 χρόνια πρόσθετης εργασίας –υπολογίζονται σε 94.325 ευρώ με μια απλή αφαίρεση– ο συνταξιούχος θα χρειαστεί να περιμένει… 531 μήνες. Αν αυτοί προστεθούν στο 67ο έτος της ηλικίας, που είναι και το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα, φτάνουμε αισίως στα 111 χρόνια.
Του Θάνου Τσίρου-Πηγή www.kathimerini.gr