“Τα βράδια, όταν έκλειναν τα φώτα και έπεφτε στο κρεβάτι του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Εκεί που έκλεινε τα μάτια, μες στο σκοτάδι, άκουγε έναν ήχο· μικρές καμπάνες, η μία μετά την άλλη, χτυπούσαν. Ο ήχος ακουγόταν από μακριά, ερχόταν γι’αυτόν, έμπαινε στο δωμάτιο. Τον έκανε η μητέρα του καθώς πλησίαζε. Ήταν μέσα σ’ένα αυτοκίνητο- είχαν μπει σε αυτοκίνητο που έκανε τέτοιο ήχο, σ’ένα λούνα παρκ-, θα σταματούσε μπροστά στην πύλη, θα τον έβαζε μέσα και θα έφευγαν. Ή μπορεί να ερχόταν με άμαξα, που την έσερναν δυο άλογα, με μικρές καμπάνες στο λαιμό. Δεν θα οδηγούσε η μητέρα του, θα είχε οδηγό, θα τον έπιανε όμως, θα τον σήκωνε στα χέρια της και θα τον έβαζε δίπλα της. «Πάμε!» θα φώναζε. Τα άλογα θα έτρεχαν.
Σηκωνόταν το πρωί και περίμενε. Ερχόταν ξανά το βράδυ. Τέντωνε τα αυτιά του ν’ακούσει τις μικρές καμπάνες.”
Απόσπασμα απ’το βιβλίο «Πόλη Παιδιών» του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου.
Εκδόσεις Πατάκη, πρώτη έκδοση 2012, σελίδα 92
Επιλογή κειμένων: Ζωή Καπερώνη