Στο Παγκράτι, της Αθήνας, σ’ έναν παράδρομο μέσα στη μέση του μεγάλου δρόμου το παράθυρο του Μπάμπη Μουτσάτσου, με τα κάγκελα και τις τρεις καμέλιες.
Στα τζάμια είναι κολλημένες δυο παλιές αφίσες ασπρόμαυρες, πολλά πρόσωπα – ψάχνεις να βρεις μύθους του Καραϊσκάκη, κάναν Γιούτσο και κάναν Σιδέρη, αλλά εδώ μιλάμε για πολύ πριν, άσε που μιλάμε για κολύμπι και πόλο, όχι για μπάλα.
Ο Μπάμπης Μουτσάτσος (λογικό να μην το ξέρεις, όσο γαύρος κι αν είσαι) υπήρξε θρύλος όχι μόνο για τον Ολυμπιακό, αλλά για όλη την Ελλάδα. Πρωταθλητής στο πρόσθιο, κατέρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, βασικός, ηγέτης, λιοντάρι, θρυλέων στο πόλο, ήταν τόσο διάσημος που έκλεβε ακόμα και τη δόξα των μπαλαδόρων του ’50 και του ’60. Γιατί ήταν και μέγας γυναικάς.
Έψαχνα να τον βρω να μου μιλήσει για το Athens by night εκείνων των χρόνων, διότι κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις για τον Μουτσάτσο είναι πως υπήρξε ιδιοκτήτης της θρυλικής Κουίντας στη Φωκίωνος Νέγρη, του πιο διάσημου νυχτερινού κέντρου τότε που η Αθήνα ήταν κοσμοπολίτισσα. Ήταν, για να το θέσω με όρους ’90s, ο Τσιλιχρήστος της εποχής.
Ήταν 24 Φεβρουαρίου, η μέρα του Γκαστόνε προφανώς, η μέρα του τετράφυλλου τριφυλλιού και του κοκαλακίου της νυχτερίδας, γιατί μου είπαν «α, κύριε Παπαϊωάννου, είστε πολύ τυχερός, απόψε του διοργανώνουμε και πάλι βραδιά, αυτήν τη φορά για τα γενέθλιά του, έγινε 83, ελάτε από εδώ, σας περιμένουμε». Και πήγα, πρώτο τραπέζι, με τη Στέλλα και την Αλεξία, που σιγόνταρε όλο το βράδυ τον πιανίστα και την τραγουδίστρια με άσματα τύπου «Πάμε σαν Άλλοτε».
Παρατηρούσα όλο το βράδυ τον Μουτσάτσο, να κάθεται με την καρέκλα γυρισμένη -1,90 και καθιστός- με τα άσπρα μαλλιά του και το τεράστιο μουστάκι του που θα το ζήλευαν οι παροικούντες την πλατεία Αγίας Ειρήνης χίπστερ, κρατώντας ανάμεσα στα πόδια ένα μπαστούνι σαν σκήπτρο βασιλιά. Η σκέψη αλλού, κάπου στον χρόνο προφανώς. Πήγαιναν διάφοροι (άγνωστοι πια) σελέμπριτι της εποχής για να βγουν σέλφι μαζί του. Εκείνος ατάραχος, ούτε που κουνιόταν.
Τον πλησίασα και του ζήτησα να βρεθούμε να μου πει για την Κουίντα και πώς διασκέδαζαν τότε. Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, μου έριξε ένα βλέμμα και μου είπε, «θα βρεθούμε αύριο, αλλά μη με ρωτήσεις πόσες και ποιες έχω πηδήξει, αυτά τα βαριέμαι».
Ξαναγύρισε και συνέχισε να ατενίζει το υπερπέραν. Κι όταν την επομένη του ζήτησα να μου πει πού έτρεχε το μυαλό του, άρχισε ένα κατεβατό σκέψεων, χωρίς αρχή και τέλος, με επίκεντρο δυο παλικάρια γονείς, τους γονείς του, που τον έκαναν αυτό που τον έκαναν. Μιάμιση ώρα δεν μάζεψα την κουβέντα, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Γονείς και Ολυμπιακός, αθλητικές δόξες σ’ όλο τον κόσμο, κολύμπι και πόλο, μόνο γι’ αυτά μιλούσε, τσιμουδιά για την Κουίντα, λες κι η ζωή του τέλειωσε όταν σταμάτησε να μπαινοβγαίνει στα κολυμβητήρια.
Κι ύστερα, προς το τέλος, μου είπε για τις τρεις κόρες του, μία από κάθε γάμο που έκανε, για τα εγγόνια του, κυρίως για τη Δανάη και τη Νεφέλη, είπε ότι θέλει να πάει να παρακαλέσει, να ικετέψει αν χρειαστεί να τις πάρουν στον σύλλογο, για να γίνουν αθλήτριες όπως ήταν κι εκείνος -να παρακαλέσει, ποιος ο Μουτσάτσος!– και λίγο βούρκωσε και με κοίταξε σαν να μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να του το κάνω αυτό.
Για την Κουίντα, τσιμουδιά. Του είπα πως πρέπει να μιλήσουμε και γι’ αυτό, αλλά δεν έδειξε μεγάλη προθυμία, πάλι με τις δόξες του αθλητισμού το συνέδεσε.
«Σου είπα, η Κουίντα είναι η συνέχεια όλου αυτού που προηγήθηκε», είπε γλυκά και δεν γινόταν να επιμείνω, θα ήταν αυθάδες.
Ωστόσο, μου υποσχέθηκε να μου δώσει φωτογραφίες και, αν θυμάται, να μου πει δυο-τρία πράγματα για τα πρόσωπα, άντε και καμιά ιστορία. Στα «πρόσωπα» λίγο φωτίστηκε το πρόσωπό του και μου είπε «με τον φίλο μου τον Ντέμη Ρούσσο ξέρεις τι ωραία έχουμε περάσει;» αλλά δεν το συνέχισε, όσο κι αν του επανέλαβα πως δεν ξέρω.
Μετά τον ρώτησα αν θυμάται το όνομα ενός γόνου καλής οικογενείας με τον οποίο είχε τσακωθεί στην Ύδρα -σύμφωνα με μια ιστορία που είχα ακούσει- και του είχε πει να μην ξαναπατήσει στην Κουίντα. Η ιστορία έλεγε πως ο τύπος αυτός -που ήταν τόσο πλούσιος ώστε περνούσε από το Κολωνάκι και πετούσε λίρες- απάντησε στον Μουτσάτσο πως κι ο ίδιος μόνο νεκρός θα ξαναέμπαινε μέσα. Αλλά επειδή δεν γινόταν να μην ξαναπάει στην Κουίντα, σκέφτηκε το εξής: νοίκιασε ένα φέρετρο και έβαλε να τον περάσουν από την πόρτα της Κουίντας ως πεθαμένο.
Ο Μπάμπης Μουτσάτσος μειδίασε με το άκουσμα της ιστορίας, είπε απλώς ότι γίνονταν πολλές πλάκες τότε και η σκέψη του επανήλθε στην πραγματικότητα των 83 χρόνων.
Παρένθεση: μία βδομάδα μετά, βρεθήκαμε για τρίτη φορά, αφού πρώτα ένιωσε ασφαλής και μου είπε να περάσω από το σπίτι του για να μου δώσει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες που είχε στο αρχείο του. Δεν μπήκα μέσα. Με άφησε να περάσω μέχρι τη χαμηλή εξώπορτα -ο ίδιος έσκυψε το κεφάλι για να βγει έξω- και να πάρω τις δυο σακούλες σουπερμάρκετ με τα άλμπουμ.
«Πού θα πάτε τώρα;» του είπα.
«Εδώ δίπλα, στο Παλμιέ πίσω απ’ το Κάραβελ, να πιω τον καφέ μου», μου απάντησε. «Εκατό, εκατό πενήντα μέτρα απόσταση».
«Να σας συνοδέψω;» του πρότεινα.
«Αστειεύεσαι, μου φαίνεται», είπε. «Δεν με βαστάνε τα πόδια μου. Παίρνω πάντα ταξί. Και μη μου πεις να με βάλεις σε ταξί, θα το κάνω μόνος μου. Φύγε».
Και κλείνει η παρένθεση. Πίσω στη δεύτερη συνάντησή μας.
«Ποιο είναι το νόημα της ζωής, κύριε Μουτσάτσο;» τον ρώτησα πριν κλείσω το κασετοφωνάκι και είπε: «Το νόημα της ζωής είναι να καθόμαστε εδώ, σ’ αυτό τον ήλιο, να κάνω αυτή την κουβέντα που δεν περίμενα να κάνω, με σένα που σε γνώρισα προχθές πρώτη φορά και δεν με ρώτησες βλακείες και είπαμε ωραίες σκέψεις. Γιατί όλοι κουβεντιάζουν για κώλους. Έχω βαρεθεί να ακούω για κώλους. Για κώλους μιλάει ο πεινασμένος κι εγώ δεν είμαι».
πηγή:http://ellinikoskinimatografos.gr/
2 Σχόλια
κι ο Βιλυ μπραντ με τη Μελίνα αλλά αυτόν δεν τονε ξερει το παιδι
θυμαμαι ενα βραδυ “Αναστασης” στην ΚΟΥΙΝΤΑ να βγαινει ο Βοσκοπουλος και πριν ξεκινησει να τραγουδαει,ενας απο τους θαμωνες φωναξε και τον ακουσαμε: “τωρα θα πει -ο Βοσκοπουλος εννοειται- το “μανουλα μου μανιτσα μου,θα παρω την βαλιτσα μου και θα την κοπανισω..”.Γελασε ο κοσμος γιατι οντως μ’αυτο ξεκινησε ο Τολης..Ηταν η μονη γνωστη επιτυχια του τοτε πριν την “Αγωνια”που τον εκτοξευσε……