43 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η ιστορία είναι εδώ παρούσα και “ξέρει να μιλά”
Γράφει: Νατάσα Κεφαλληνού
Στη Μπουμπουλίνας για «διευκρινήσεις»
Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειοψηφία τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες ή προληπτικά, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 87.000 κρατούμενους χωρίς κατηγορίες. Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη Μπουμπουλίνας, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Επρόκειτο για σύγχρονο κολαστήριο, στο οποίο ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και γενικότερα πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα (π.χ. Καραγκουνάκης, γενικός διευθυντής του 401 ΓΣΝ). Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τις φωνές των βασανισθέντων στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, αναφέρουν μαρτυρίες. «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Ασφαλίτικη επινοητικότητα με τα πιο μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια δημιούργησαν μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας» θα γράψει ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο Ανθρωποφύλακες. Το “πανηγύρι” στη διεστραμμένη αργκό των βασανιστών, δηλαδή το ανέβασμα στην ταράτσα, αποτελούσε την έναρξη των συστηματικών και απάνθρωπων βασανιστηρίων, που τελούνταν ενώ οι συλληφθέντες ήταν δεμένοι στον πάγκο. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.
Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με ‘επιστήμη’», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων.
«Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ»
Το να μην σπάσεις, να μη λυγίσεις απέναντι στα βασανιστήρια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η πίστη στο όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας, η ηθικά νομιμοποιημένη σύγκρουση με τον παραλογισμό ενός καταπιεστικού και αυταρχικού καθεστώτος, και κυρίως η συλλογικοποίηση της κοινής τραυματικής εμπειρίας και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων ήταν εκείνα τα στοιχεία που τους στήριξαν τις δύσκολες στιγμές. Το σύνθημα παλιών αριστερών κρατουμένων «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ», δηλαδή, αγάπα τον χώρο που ζεις για να μη σε πνίξουν οι τέσσερις τοίχοι, τρώγε για να μην πάθεις φυματίωση και πεθάνεις, διάβαζε για να μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό, αποτέλεσε οδηγό σε αυτή τη μάχη.
«Η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!»
Τα βασανιστήρια επί επταετίας δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των σωμάτων ασφαλείας, αντίθετα αποτέλεσαν το βασικό μέσο της δικτατορίας (μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία) για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων της. Ήταν μέσο «αναπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, ώστε να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον λαόν του Κυρίου» σύμφωνα με τα λεχθέντα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Μάλιστα ο θεωρητικός της χούντας Γεωργαλάς πρότεινε την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων». Πιο κυνικός ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκος καμάρωνε: «Θέλουμε να ακούει ο κόσμος πως βασανίζουμε και να τρέμει. Γκάγκστερς δε μας λέτε; Έ, λοιπόν, τέτοιοι είμαστε. Εγώ είμαι ο Θεοφιλογιαννάκος, ο γνωστός βασανιστής!». «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».
Εκτελεστής των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Οι συστηματικές καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξόριστους έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και δάκτυλο κομμουνιστών. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατεφτασε στην Ελλάδα ως ερευνητής διμελούς ομάδας της Διεθνούς Αμνηστίας, με σκοπό να καταγράψει την ευρεία χρήση βασανιστηρίων. Ο Μπέκετ ανέλαβε την έρευνα των περιστατικών και τις επαφές με τα θύματα των βασανιστών. Συνέταξαν δύο μελέτες. Η δεύτερη κατονόμαζε τα θύματα. Αυτό οδήγησε στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1969 γίνεται καταγγελία εναντίον της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, στην οποία περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969. Η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση δημοσιεύεται επώνυμα στο περιοδικό Look (Μάιος 1969).
Ο ντόρος που είχε προκληθεί οδήγησε στην αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης λόγω των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία κατήγγειλαν και οι σκανδιναβικές χώρες με ένταση. Ωστόσο τα βασανιστήρια δεν τα είδαν όλοι: ο ερευνητής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Μαρτί δεν βρήκε την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ενώ ο Αμερικανός γερουσιαστής Πουσίσκυ «αφού συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα». Το ίδιο ίσχυσε και για τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην αποστολή Φρέιζερ.
Η αποχουντοποίηση άργησε μια μέρα
Μετά την πτώση της χούντας μηνύσεις κατατέθηκαν εναντίον 150 αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Από αυτούς τους ελάχιστους άλλοι αθωώθηκαν από τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάκρεια των δικών οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…
Το μοντέλο βασανιστή
Στη μαρτυρία του Π. Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε.» Η πρωτοποριακή, ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της καθηγήτριας Ψυχολογίας, Μίκας Χαρίτου-Φατούρου, για τους βασανιστές της ΕΤΑ-ΕΣΑ (Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές, Ελληνικά Γράμματα, 2003), η οποία παρακολούθησε την πρώτη δίκη των βασανιστών στην Αθήνα, αναδεικνύει το μοντέλο βασανιστή της επταετίας. Επρόκειτο για νέους, πάνω-κάτω 22 ετών, που πέρασαν από τον στρατό στα κέντρα εκπαίδευσης της Στρατιωτικής Αστυνομίας και κατέληξαν στους θαλάμους βασανιστηρίων.
Οι υποψήφιοι βασανιστές, νέοι, κυρίως από φτωχές αγροτικές οικογένειες, με «καθαρό» οικογενειακό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων επιλέχθηκαν από ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα εκπαίδευσης, που τους υπέβαλε σε ξυλοδαρμούς, «καψόνια», ηθική εκμηδένιση, βρισιές, βουρδουλιές, ουρλιαχτά, με τα οποία υποδέχονταν οι παλαιότεροι οπλίτες και εκπαιδευτές τους υποψήφιους της ΕΣΑ. Αυτό το περιβάλλον του απόλυτου παραλογισμού και της τρομοκρατίας γινόταν μέρος του τελετουργικού μύησης των «Εσατζήδων» στο σώμα των «διαλεχτών» του συστήματος. Έδιναν όρκο υπακοής και πίστης στην «επανάσταση της 21ης Απριλίου», στον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη. Μόλις έπαιρναν το πηλίκιο, όφειλαν να εφαρμόσουν τα βιώματα της εκπαίδευσής τους. Να συμμετέχουν στα ομαδικά ή ατομικά βασανιστήρια των θυμάτων τους, επιτηρούμενοι από τους αξιωματικούς. Όταν στη διάρκεια των βασανιστηρίων αποσπούσαν πληροφορίες από τα θύματά τους, εξαργύρωναν περήφανοι την «επιτυχία» τους, ανάμεσα σε άλλα και με άδεια από τη «δουλειά», για να επιστρέψουν λίγες ημέρες στη «φυσιολογική» ζωή, στον έξω κόσμο, στις οικογένειές τους. Το μοντέλο αυτό ακολουθούταν και από τους βασανιστές της Μπουμπουλίνας
Λίγα λόγια για το κτήριο
Η πολυκατοικία στην οδό Μπουμπουλίνας χαρακτηρίζεται το 1932 ως υπόδειγμα πρώιμου μοντερνισμού. Ιδιοκτήτης της ο γιατρός Κ. Λογοθετόπουλος, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του στρατάρχη Λιστ, επικεφαλής των δυνάμεων της Βέρμαχτ που επιτέθηκαν στη χώρα, χρημάτισε υπουργός Παιδείας και Υγείας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου και κατοχικός πρωθυπουργός από τις 2 Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943. Στη δεκαετία του 1950 η πολυκατοικία νοικιάστηκε από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Στη δεκαετία του ’80 αγοράστηκε από το ΚΚΕ, και μέχρι τα τέλη της στεγαζόταν εκεί η Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Το 1993 αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
πηγή:http://www.toperiodiko.gr/ [Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Αναιρέσεις, τεύχος Φθινόπωρο 2013]