Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μία Χάνσεν-Λοβ, Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, Μικαέλα Ραμαζότι, Ελεν Πέιτζ, Τζόαν Κ. Ρόουλινγκ κυριαρχούν από την Πέμπτη στις αίθουσες και τα λόγια περιττεύουν…
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Μέλλον» («L’ avenir», Γαλλία, 2016)
Δεύτερη ταινία της Ιζαμπέλ Ιπέρ που βλέπουμε την εφετινή σεζόν μετά την εξαιρετική «Εκείνη» του Πολ Βερχόφεν, το «Μέλλον» («L’ avenir», Γαλλία, 2016) της Μία Χάνσεν-Λοβ, είναι τρανή απόδειξη του πόσο εύστοχα μπορεί αυτή ηθοποιός να παίξει το πιο απλό πράγμα του κόσμου: μια γυναίκα που βιώνει απανωτές αναποδιές σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής της.
Δεν μιλάμε βεβαίως για κάτι ακραίο αλλά για συνηθισμένες αναποδιές, αυτές που όλοι κάποια στιγμή θα βιώσουμε. Ενας χωρισμός, ένας θάνατος συγγενικού προσώπου, μια επαγγελματική απογοήτευση. Η Ναταλί (Ιπέρ), εξαίρετη φιλόλογος, διανοούμενη, μητέρα δύο παιδιών και παντρεμένη με πολιτικό, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και όχι μόνο δεν θα καταθέσει τα όπλα, μα δεν θα χάσει ρανίδα της αυτοπεποίθησής της. Αυτό ακριβώς άλλωστε είναι που θαυμάζεις πάνω της, μια μορφή αντίστασης χωρίς να είναι ακριβώς αντίσταση, μια απαξία της γυναίκας αυτής απέναντι στο ίδιο το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει.Η Χάνσεν-Λοβ αντιμετωπίζει με ευθύτητα και ειλικρίνεια το θέμα της, λόγος που εκτίμησα ακόμη περισσότερο την ταινία που διόλου τυχαία κέρδισε την Αργυρή Αρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου. Βαθμολογία: 3
«Τρελή χαρά» («La Pazza Gioia, Γαλλία/Ιταλία, 2016)
Με την «Τρελή χαρά» («La Pazza Gioia, Γαλλία/Ιταλία, 2016) ο Ιταλός Πάολο Βίρτζι συνεργάζεται ξανά με τη Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, πρωταγωνίστρια στο εξίσου ενδιαφέρον «Ανθρώπινο κεφάλαιο» του ιδίου. Και η αλήθεια είναι ότι της δίνει έναν από τους κινηματογραφικούς ρόλους της ζωής της, αντίστοιχο με εκείνον της ταινίας «Ξέχασέ με» της Νοεμί Λοβσκί που έκανε για πρώτη φορά την Μπρούνι-Τεντέσκι γνωστή πίσω στη δεκαετία του 1990. Η ιταλίδα ηθοποιός εδώ είναι μια άλλη αποκάλυψη ενώ υποδύεται την Μπεατρίς, μια φαντασιόπληκτη τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής στην Τοσκάνη, μια γυναίκα όλο νεύρο που δεν βάζει γλώσσα το στόμα της, καπνίζει συνέχεια, διαμαρτύρεται για το οτιδήποτε και είναι ικανή να τηλεφωνήσει σε δικαστή ξημερώματα απειλώντας τον.
Αυτή η δυναμική, ανεξάρτητη αλλά ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα (μια θηλυκή και πιο light εκδοχή του Ράντλ Μακ Μέρφι – Τζακ Νίκολσον στη «Φωλιά του κούκου») θα γίνει φίλη της εύθραυστης, εσωστρεφούς και ολιγομίλητης νέας τροφίμου, της Ντονατέλα (Μικαέλα Ραμαζότι). Η μια γυναίκα συμπληρώνει την άλλη, όχι ακριβώς όπως η Θέλμα και η Λουίζ της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ αλλά στο ίδιο πάνω-κάτω πνεύμα. Μέσα από τη σχέση των δύο αυτών ταλαιπωρημένων αλλά μαχητικών προσώπων, ο Βίρτζι στήνει μια δραματική κωμωδία-έκπληξη που αναζητεί τον δύσκολο δρόμο προς τη φιλία, την αγάπη, ακόμη και την ευτυχία για ανθρώπους που φαινομενικά τουλάχιστον βλέπουν τις ελπίδες τους να στερεύουν. Βαθμολογία: 3
«Φανταστικά ζώα και πού βρίσκονται» («Fantastic beasts and where to find them», ΗΠΑ/Αγγλία, 2016)
Η ταινία «Φανταστικά ζώα και πού βρίσκονται» («Fantastic beasts and where to find them», ΗΠΑ/Αγγλία, 2016) είναι η κινηματογραφική εκδοχή του τελευταίου επιτεύγματος της Τζόαν Κ. Ρόουλινγκ, δημιουργού του πασίγνωστου μάγου Χάρι Πότερ. Εξάλλου η ιστορία της ταινίας στηρίζεται στο λεξικό τεράτων του Πότερ και σκηνοθετήθηκε από τον Ντέβιντ Γέιτς (σκηνοθέτη τεσσάρων ταινιών Πότερ). Εδώ μεταφερόμαστε στη Νέα Υόρκη της έξαλλης Jazz Age, στη δεκαετία του 1920, σε έναν άλλον Κόσμο Μάγων της συγγραφέως, δεκαετίες πριν από τη δράση του Χάρι.
Ενας πανίσχυρος μάγος ονόματι Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ έχει σπείρει το χάος στην Ευρώπη και εν συνεχεία έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, και ένας παράξενος ζωολόγος, ο Νιουτ Σκαμάντερ (Εντι Ρεντμέιν), φαίνεται να έχει τη λύση στο πρόβλημα…
Ταινία που στηρίζεται κυρίως στη χάρη των οπτικών εφέ και της σκηνογραφίας και λιγότερο στο σενάριο που εκ των πραγμάτων είναι μπερδεμένο. Ενα μήλο που αιωρείται στον αέρα ενώ κάποιος το τρώει χωρίς να τον βλέπουμε, στρούντελ που κατασκευάζονται επίσης στον αέρα, μια τραπεζαρία που στρώνεται μόνη της. Η κινηματογραφική μαγεία στο φόρτε της, με τα «τέρατα» που βρίσκονται κρυμμένα στο μυστηριώδες βαλιτσάκι του Σκαμάντερ να έχουν την περισσότερη πλάκα – ιδίως εκείνο που μοιάζει με μαύρη πάπια και καταβροχθίζει καθετί που γυαλίζει. Βαθμολογία: 2
«Καρδιά του δάσους» («Into the forest», Καναδάς, 2016)
Μετά από αρκετό καιρό ξαναβλέπουμε στις αίθουσες ταινία της καναδής art house σκηνοθέτριας Πατρίτσια Ροζεμά («Ακουσα τις σειρήνες να τραγουδάνε», «Mansfield Park»), η οποία εστιάζει και πάλι σε γυναίκες «εξολοθρεύοντας» πλήρως το ανδρικό φύλο. Στην «Καρδιά του δάσους» («Into the forest», Καναδάς, 2016), δύο αδελφές, η Εύα (Ιβαν Ρέιτσελ Γουντ) και η μικρότερη Νελ (Ελεν Πέιτζ), προσπαθούν να επιβιώσουν αποκλεισμένες από τον υπόλοιπο κόσμο σε μια δασώδη περιοχή του Καναδά όπου το ηλεκτρικό έχει κοπεί. Μαζί και ο πατέρας τους (Κάλουμ Κιθ Ρένι), ο οποίος, μάλλον προβλέψιμα, σύντομα εξαφανίζεται από την ιστορία. Γενικότερα οι άνδρες εξαφανίζονται από την ιστορία. Ο φίλος (Μαξ Μινγκέλα) της Νελ φεύγει για τα ανατολικά όπου υπάρχει φως (γιατί δεν τον ακολουθούν;!) και ένας σεκιούριτι της πόλης (Μάικλ Εκλουντ) εξαφανίζεται κι αυτός αφού βέβαια βιάσει την Εύα αφήνοντάς την έγκυο! Τέτοιο μίσος για το ανδρικό φύλο σπάνια συναντάμε στο σινεμά και ο φεμινιστικός φανατισμός της Ροζεμά είναι τόσο προφανής που στο τέλος δεν μπορείς παρά να γελάσεις. Από τα καλά στοιχεία της ταινίας βέβαια οι φυσικοί χώροι στους οποίους έχει γυριστεί, οι οποίοι θα δελεάσουν εκείνους που αγαπούν το βουνό. Βαθμολογία: 1 ½
«The stopover» («Voir du Pays», Γαλλία/Ελλάδα, 2016)
Αδιάφορο με άφησε και η ταινία «The stopover» («Voir du Pays», Γαλλία/Ελλάδα, 2016) των αδελφών Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν, στην οποία η Αριάν Λαμπέντ και η Σοκό υποδύονται δύο γαλλίδες στρατιωτίνες, που μετά την πολεμική εμπειρία τους στο Αφγανιστάν κάνουν μια στάση στην Κύπρο από όπου πρόκειται να φύγουν κάποια στιγμή για την πατρίδα. Στην Κύπρο περιφέρονται ανάμεσα στους τουρίστες, κάνουν μπάνιο, πίνουν, τρώνε και όπως εμείς βαριούνται. Η πλοκή είναι αδύναμη, οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται ιδιαίτερα και οι καταστάσεις που περιγράφονται μιλούν για τα αυτονόητα, το πώς δηλαδή ο πόλεμος μπορεί να επηρεάσει αυτόν που τον έζησε. Οι γάλλοι στρατιώτες τσακώνονται μεταξύ τους ή με τους ντόπιους (Αρης Κωνσταντίνου, Μάκης Παπαδημητρίου), οι οποίοι όπως ξαφνικά εμφανίζονται στην ιστορία το ίδιο ξαφνικά εξαφανίζονται. Η ταινία κυλά χωρίς νόημα, χωρίς έκπληξη, χωρίς… τίποτα. Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/
Σχετικά