Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα καράβι που αρμένιζε περήφανο και καμαρωτό. Είχε άνδρες και γυναίκες, νέους και γέρους, αγόρια και κορίτσια. Όταν «έπιανε» λιμάνι, άφηνε και έπαιρνε κόσμο, πωλούσε, αλλά και αγόραζε πραμάτειες. Όσοι έμεναν στις πολιτείες μάθαιναν στους αυτόχθονες τις αξίες, τα ιδεώδη και τον πολιτισμό του καραβιού. Εκείνοι που επιβιβάζονταν συνεισέφεραν με τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους στην ανάπτυξη του αφηγήματος της κοινωνικής ζωής και μετείχαν στη συγγραφή της ιστορίας.
Τα χρόνια περνούσαν και το καράβι συνέχιζε την πορεία του – άλλοτε με ήρεμα νερά και άλλοτε μέσα από φουρτούνες και θύελλες. Από καιρό σε καιρό, οι πολίτες εξέλεγαν τον κυβερνήτη τους, που έπρεπε να τους οδηγεί σε ορθή πορεία, να βρίσκει τους φίλους και τους συμμάχους, να δημιουργεί πλούτο και χαρά για όλους. Αυτή ήταν η οφειλή του – εύκολη να περιγραφεί, δύσκολη να γίνει πράξει. Κάθε καπετάνιος που άλλαζε – είτε γιατί δεν τον ήθελαν, είτε γιατί πέθαινε – του έφτιαχναν ένα πορτραίτο και το κρεμούσαν σε περίοπτη θέση στην κεντρική σάλα. Κάποια όμως ήταν ανάποδα κρεμασμένα, πράγμα σήμαινε ότι ο κυβερνήτης, όταν κυβερνούσε δεν ήταν σωστός. Όποιος κοίταζε με προσοχή τα κάδρα και μετρούσε πόσα από αυτά ήταν ίσια και πόσα ανάποδα, διαπίστωνε ότι τα δεύτερα ήταν τα περισσότερα. Ένας σοφός γέροντας που βρισκόταν πάρα πολλά χρόνια στο καράβι – ποτέ όμως δε βρέθηκε στο τιμόνι του – έλεγε στους νεώτερους: «όλα καλά καμωμένα! Μόνο να είχαμε μνήμη και να μαθαίναμε από τα λάθη μας. Αν την είχαμε, τότε δε θα υπήρχαν πορτραίτα των αρχόντων ανάποδα».
Τα τελευταία χρόνια το καράβι ταξίδευε με κακό καιρό, προσάραζε σε εχθρικά λιμάνια, σκάλωνε σε ξέρες και έπιανε στα αβαθή. Οι άνθρωποι κρύωναν και αρρώσταιναν. Οι μανάδες αδυνάτιζαν και δεν είχαν γάλα. Τα παιδιά έκλαιγαν και οι γέροι ήταν φοβισμένοι. Ο ένας κυβερνήτης άλλαζε και κάποιος άλλος τον διαδέχονταν. Αυτό γινόταν συνέχεια, αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν να πορεύονται χωρίς σκοπό και προορισμό. Να ταλαιπωρούν τους υπηκόους και να τους τάζουν ήρεμες θάλασσες και απάγκια λιμάνια. Αυτοί έκανα ότι τους άκουγαν αλλά δεν τους πίστευαν. Όμως είτε με καρτερία είτε από μοιρολατρία, τους άκουγαν χωρίς να αντιδρούν. Μέχρι που ήρθε η μοιραία στιγμή. Το καράβι σάπισε, τα ύφαλα τσακίστηκαν και οι μηχανές σταμάτησαν. Έγειρε στα δεξιά και βυθίστηκε ταχύτατα. Ακόμα και κείνη την ύστερη ώρα, ο κυβερνήτης τους φώναζε: «Μη φοβάστε. Δε θα χαθούμε. Στο βυθό είναι πολύ όμορφα. Εκεί έχει αμύθητα πλούτη. Το γράφουν στα βιβλία, το είδαν όσοι κατέβηκαν εκεί κάτω. Το κάτω είναι καλύτερο από το πάνω.» Οι υπήκοοι τον πίστεψαν. Μόνο κάποιοι λίγοι – τους είπαν καχύποπτους, άλλοι τους αποκάλεσαν υποψιασμένους και γνώστες, ενώ κάποιοι τους μέμφθηκαν – δεν ακολούθησαν το καράβι στο βυθό.
Πιάστηκαν σε όσες σανίδες και φερτά υλικά παρέμειναν στην επιφάνεια και αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Βάλθηκαν να φτιάξουν ένα νέο καράβι, διαφορετικό – γεμάτο μνήμες και θύμησες, με πόνο και απαντοχή. Ένα καράβι δίχως υποσχέσεις, με λογισμένη πορεία, χωρίς αρχηγούς και ηγέτες, με εργάτες και επιστήμονες να συνεργάζονται για τον κοινό σκοπό.
Όμως οι άνθρωποι του βυθού, αυτοί που ακολούθησαν την προδιαγραμμένη πορεία του ανιστόρητου καραβιού και πίστεψαν ότι στα σκοτάδια θα έβρισκαν τη χαμένη «Ατλαντίδα», ζούσαν με το ψέμα και τον ψόγο. Συκοφαντούσαν, κατέκριναν, ψευδολογούσαν, χαιρόταν με τη δυστυχία του άλλου. Ενέταξαν τη διαφθορά και τη διαπλοκή στους φρικώδες βρυχηθμούς τους. Αποτιμούσαν τα πάντα με χρήμα και οφίτσια. Έψαχναν για «μελανά» σημεία, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχαν. Η μισαλλοδοξία και η διασπορά φημών ήταν οι καθημερινές τους ασχολίες. Έτσι και αλλιώς, ο βυθός ήταν σκοτεινός και μαζί με τη δική τους τυφλότητα, το απόλυτο μαύρο ανέδυε σήψη και μαρασμό.
Οι «νεκροζώντανοι» του βυθού κινούνταν στο πλοίο παραμιλώντας. Που και που κοιτούσαν προς τα πάνω μήπως και δουν εκείνους που επέλεξαν να ζουν στην επιφάνεια και θωρούσαν πέρα από τον ορίζοντα. Όταν τους εντόπιζαν, μερικοί κοιτούσαν σκωπτικά, άλλοι παρέμεναν δύσπιστοι και απαθείς. Οι «φύλακες» του συστήματος τρομοκρατούσαν τους εγκλωβισμένους πολίτες με τον φόβο και την αμορφωσιά και όποτε μπορούσαν, επιχειρούσαν να τραβήξουν στον πάτο εκείνους που έμειναν επάνω. Οι άνθρωποι του βυθού είχαν σταματήσει το ταξίδι τους. Ήταν βαλτωμένοι στις επιλογές τους και έρμαια των κυβερνητών τους. Μια φορά και έναν καιρό ένα καράβι έπαψε να αρμενίζει και κόλλησε το βυθό.
Άρθρο του Γιάννη Μάρκοβιτς
Αναδημοσίευση από http://tvxs.gr/
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας foroline.