Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Νοεμβρίου οι στρατοδίκες αποσύρονται σε σύσκεψη στο γραφείο του προέδρου της Βουλής που χρησιμοποιείται ως αίθουσα διασκέψεων. Οι κατηγορούμενοι παραμένουν στα δύο συνεχόμενα δωμάτια του δεσμωτηρίου στη δυτική πτέρυγα του κτιρίου. Το πυκνό ακροατήριο παραμένει στις θέσεις του.
του Γιώργου Καραγιάννη-www.imerodromos.gr
Λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα ο συνήγορος του Γούναρη, Σωτηριάδης ο οποίος περιφερόταν στους διαδρόμους προσπαθώντας να μάθει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου όπου συνεδριάζουν οι στρατοδίκες, επιστρέφει με το πρόσωπο συννεφιασμένο. Στο διάδρομο είχε συναντήσει τον φρούραρχο του Στρατοδικείου συνταγματάρχη Βώκο ο οποίος τον πληροφορεί ότι μόλις είχε λάβει διαταγή να μεταφέρει τους κατηγορουμένους στις φυλακές Αβέρωφ για να προσθέσει: «Το πρωί θα γίνουν εκτελέσεις. Καταδικάζονται σε θάνατο οι περισσότεροι».
Οι αυταπάτες των μελλοθανάτων: «Αυτά είναι ανοησίες»
Οι περισσότεροι από τους κατηγορουμένους δεν τον πιστεύουν. Μάλιστα ο Ν. Στράτος φωνάζει: «Αυτά είναι ανοησίες. Εις την εποχήν μας δεν γίνονται εκτελέσεις».
Μετά από δέκα πέντε λεπτά στον περίβολο της Βουλής εισέρχονται πέντε αυτοκίνητα. Ένα στρατιωτικό καμιόνι, δύο νοσοκομειακά οχήματα και δύο μικρότερα αυτοκίνητα. Στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη απομακρύνουν τους λιγοστούς διαβάτες της οδού Σταδίου. Άλλοι οδηγούν τους επτά κατηγορουμένους στα αυτοκίνητα και τους επιβιβάζουν στα δύο νοσοκομειακά ενώ οι αποσκευές τους φορτώνονται στο καμιόνι. Η πομπή ξεκινά και με μεγάλη ταχύτητα κατευθύνεται προς τις φυλακές Αβέρωφ.
Την ίδια ώρα στην κλινική Ασημακοπούλου την οδό Ασκληπιού όπου νοσηλεύεται φρουρούμενος ο Δημήτριος Γούναρης φθάνει μια ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τον υποδιευθυντή της Αστυνομίας ταγματάρχη Εμμ. Κατσιγιαννάκη και στρατιωτικό τμήμα 40 ανδρών με δύο ανθυπολοχαγούς που περικυκλώνουν το κτίριο . Οι στρατιωτικοί δεν μπαίνουν μέσα στην κλινική. Περιμένουν να ξημερώσει.
Στο μεταξύ συνεχίζεται η σύσκεψη των στρατοδικών. Λίγα πράγματα έχουν γίνει γνωστά για το τι ακούστηκε σε εκείνη τη σύσκεψη και κυρίως για το αν υπήρξαν αντιρρήσεις για τις θανατικές καταδίκες. Αργότερα κυρίως από αντιβενιζελικούς συγγραφείς γράφτηκε ότι δύο στρατοδίκες ο πλοίαρχος Γιαννικώστας και ο αντιπλοίαρχος Κάναρης αποχώρησαν από την αίθουσα των συσκέψεων και χρειάστηκε η παρέμβαση του υπουργού Στρατιωτικών Θεόδωρου Πάγκαλου γι να επανέλθουν . Ο Πάγκαλος τους ζήτησε να τελειώνουν γρήγορα με ομόφωνη απόφαση επικαλούμενος «σοβαρό λόγο» που δεν ήταν άλλος από την αναμενόμενη άφιξη του Βρετανού πλοιάρχου Τζέραλντ Τάλμποτ. Το αντιτορπιλικό στο οποίο επέβαινε είχε ήδη περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου και σε λίγο θα «έπιανε» στον Πειραιά. Η μόνη «παραχώρηση» που κάνει είναι να δεχθεί να μην καταδικαστούν σε θάνατο οι Ξ. Στρατηγός και Μ. Γούδας. Παρά τις παραινέσεις του Πάγκαλου οι στρατοδίκες καθυστερούν. Ο υπουργός Στρατιωτικών τηλεφωνεί στον Οθωναίο:
Πάγκαλος: Ποια είναι η απόφασις σας;
Οθωναίος: Ακόμη η διαφωνίας μας εξακολουθεί να είναι ριζική…
Ο Πάγκαλος επιστρέφει στη Βουλή και μπαίνει στην αίθουσα συσκέψεων. Ήδη έχει σχηματισθεί πλειοψηφία για τις θανατικές καταδίκες αλλά υπάρχει και η μειοψηφία. Χρειάστηκε μία ώρα προσπαθειών του Πάγκαλου για να πειστεί η μειοψηφία. Και όταν τελικά το πετυχαίνει αρχίζει η σύνταξη της ομόφωνης απόφασης.
«Εις θάνατον»
Στις 6.40 τα ξημερώματα οι στρατοδίκες επιστρέφουν στην αίθουσα του Στρατοδικείου. Μπροστά στην έδρα έχει παραταχθεί ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου χλωμός και μέσα σε νεκρική σιγή διαβάζει την απόφαση ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτων Επαναστατικόν Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά Νόμον (…) κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων…».
Η ανάγνωση της απόφασης ολοκληρώνεται. Όμως ουδείς από το ακροατήριο κινείται. Ο στρατηγός Οθωναίος γυρίζει την πλάτη στο κοινό και απομακρύνεται. Κάποιοι στρατοδίκες του φωνάζουν: «Κύριε Πρόεδρε δεν λύσατε τη συνεδρίας. Ο Οθωναίος δεν τους ακούει και προχωρεί προς την έξοδο.
Τότε , ένας από τους στρατοδίκες, ο συνταγματάρχης Γ. Σκανδάλης από τη θέση του προέδρου λύει τη συνεδρίαση για να τηρηθούν οι τύποι.
H μεταφορά του Γούναρη
Στις 7 το πρωί, στην κλινική Ασημακοπούλου μπαίνει ο ταγματάρχης Κατσιγιαννάκης . Στο διάδρομο συναντά τον εξάδελφο του Γούναρη και προσωπικό του γιατρό Ι. Βλάχο και τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο(σ.σ. πατέρας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου).
«Έχω διαταγή να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριο πρόεδρο «, τους λέει.
Οι δυο συγγενείς του Γούναρη αντιδρούν λέγοντας στον αξιωματικό ότι η κατάσταση του είναι σοβαρή και κάθε μετακίνησή του μπορεί να είναι επικίνδυνη για τη ζωή του.
Ο Κατσιγιαννάκης επιμένει: «Θα τον μεταφέρω έστω και δια της βίας», απαντά.
Ο Γούναρης ξυπνά από τον θόρυβο και ο Κατσιγιαννάκης που έχει ήδη μπει στο δωμάτιο του λέει: «Κύριε πρόεδρε , σηκωθείτε. Θα σας μεταφέρομε».
«Περιμένετε να ενδυθώ», απαντά ο Γούναρης.
Ο Βλάχος κάνει μια καρδιοτονωτική ένεση στον Γούναρη ο οποίος αφού του παρέδωσε την ιδιόγραφη διαθήκη του οδηγήθηκε με φορείο στο καμιόνι που είχε μετατραπεί σε νοσοκομειακό.
«Θα εκτελεσθεί η απόφαση;»
Μόλις έγινε γνωστή η καταδικαστική απόφαση πολλοί αναρωτιόνταν: «Θα εκτελεσθεί;». Ο Πλαστήρας βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Περίμενε την παρέμβαση του Βενιζέλου για να «οχυρωθεί» πίσω από αυτήν. Όμως το τηλεγράφημα του αρχηγού των Φιλελευθέρων δεν είχε φτάσει ακόμη. Κι απέναντι του είχε τους κατώτερους αξιωματικούς οι οποίοι με επικεφαλής τον Πάγκαλο ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν. Έτσι υπέγραψε τη διαταγή εκτελέσεως την οποία ζητούσε ο επαναστατικός επίτροπος Γρηγοριάδης για να ξεκινήσει τις σχετικές διαδικασίες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στο σπίτι του Πλαστήρα και τον ρώτησε:«Αν έρθη Αρχηγέ, τηλεγράφημα του Βενιζέλου συνιστώντας να μη γίνουν εκτελέσεις, τότε;».
Πλαστήρας: Δεν μπορώ ν’ αλλάξω γνώμη. Έδωκα το λόγο μου. Άλλωστε τηλεγράφημα του Βενιζέλου δεν ήλθε.
Παπανδρέου: Κι αν έλθη σκέπτεσαι τη θέση σου; Πώς θα δικαιολογηθείς δια την εκτέλεσιν , όταν θα υπάρχουν συστάσεις των Συμμάχων να μη ΄γινη εκτέλεσις , γιατί θα ζημιωθούν τα εθνικά συμφέροντα; Σκέπτεσαι ότι αυτοί εκτελούνται ακριβώς γιατί δεν συνεμορφώθησαν προς αναλόγους συμμαχικάς συστάσεις; Δεν λαμβάνεις υπ’ όψιν σου τους εδώ πρεσβευτάς; Δεν θα λάβης υπ’ όψιν σου ούτε τον Βενιζέλο;
Ο Πλαστήρας εμφανώς εκνευρισμένος περιορίστηκε να μουρμουρίσει κάτι που ουδείς άκουσε. ‘Ηξερε πως αν σταματούσε τις εκτελέσεις θα τον ανέτρεπαν οι υπό τον Πάγκαλο αξιωματικοί. Κι αν ακόμη ήθελε να σώσει τις ζωές των έξι δεν θα το κατόρθωνε.
Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου
Ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον Πλαστήρα. Αλλά αυτό έφτασε στην Αθήνα μετά την εκτέλεση. Και το κυριότερο: Έτσι όπως ήταν γραμμένο «μπορούσε κανείς να το ερμηνεύσει όπως ήθελε», όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Γιάνης Κορδάτος:
«Λωζάνη, 15 Νοεμβρίου 1922. Επαναστατικήν Επιτροπήν Αθήνας. Σήμερον ο λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με επλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλλον την απόφασιν του Στρατοδικείου δι’ ής καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι . Μοι ετόνισε την φρικαλέαν εντύπωσιν , η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας , οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθή η εκτέλεσις , η βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. Καίτοι , όπως γνωρίζετε, μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας , θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο λόρδος Κώρζον και να σας επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστή δυσχερής. Ελευθέριος Βενιζέλος».
Και μία λεπτομέρεια με τη σημασία της: Επτά χρόνια μετά τον Ιανουάριο του 1929 , όταν οι αντιθέσεις στο αστικό στρατόπεδο είχαν ξεθωριάσει γιατί μπροστά τους πρόβαλε ένας καινούργιος εχθρός η εργατική τάξη που ανδρωνόταν ( σ.σ. το Ιδιώνυμο ψηφίστηκε τη χρονιά εκείνη) ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε, λόγια επαινετικά για τους εκτελεσμένους ηγέτες της φιλοβασιλικής παράταξης:
«Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον».
Αλλά και στις 31 Μαρτίου 1932, πρωθυπουργός ων και έχοντας ήδη αρχίσει να φλερτάρει με τη μοναρχία, αναφέρθηκε μέσα στη Βουλή στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δηλώνοντας ότι «αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων»
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄
Πολλοί από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο έχουν υποστηρίξει πως ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ θα μπορούσε να σώσει τις ζωές των έξι εκβιάζοντας με την παραίτησή του. Όμως εκείνες τις στιγμές ο Γεώργιος δεν είχε καμία δύναμη. Ο Παναγιώτης Πιπινέλης άνθρωπος των ανακτόρων ( πρωθυπουργός το 1963 μετά την πρώτη φυγή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αργότερα υπουργός Εξωτερικών της Χούντας του Παπαδόπουλου) που έζησε από κοντά τον Γεώργιο έγραψε στο βιβλίο του «Γεώργιος Β΄»: « Εν απελπισία εβρισκόμενος ο Βασιλεύς διατάσσει να ετοιμασθούν αι αποσκευαί του. Ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων Ι. Μεταξάς, ο μόνος απομένων τότε ελεύθερος αρχηγός της αντιπολιτεύσεως , του διαμήνυσεν όμως ότι καθήκον του ήτο να μείνη εις την θέσιν του και να μη αφήση τον τόπον εις το χάος. Το ίδιον του διεμήνυσε και ο Άγγλος πρεσβευτής».
Για αρκετό καιρό κορυφαίοι εκπρόσωποι του φιλοβασιλικού στρατοπέδου τα είχαν βάλει με το Γεώργιο Β΄ γιατί, όπως έλεγαν δεν έπρεπε να αφήσει τους Πλαστήρα και Πάγκαλο να εκτελέσουν τους έξι. Στην ανάγκη , σημείωναν , έπρεπε να παραιτηθεί.
Ένας από αυτούς ήταν και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης ο οποίος κάθε φορά που γινόταν συζήτηση για την εκτέλεση των έξι έλεγε: «Ο Γούναρης χάριν του Κωνσταντίνου τάβαλε και με τον Βενιζέλο. Ακολούθησε την πολιτική του βασιλιά και γιατί τη νόμιζε εθνική και γιατί ήθελε να σώση τη δυναστεία».
Στο επόμενο: Η εκτέλεση και η εσπευσμένη ταφή