Καλά Χριστούγεννα… Με ένα από τα σημαντικότερα “κεφάλαια” , που διαθέτουμε σε αυτή τη Χώρα… Ξέρουμε !!! Ίσως δεν τρώγεται , είναι όμως τροφή τούτο το καιρό , τροφή πλούσια ,σε λόγο . σε σκέψη , σε συναισθήματα , σε παράδοση !!! Ο παραμυθάς μας για τα Χριστούγεννα… Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης !!! Χρόνια Πολλά.
Έκπληξιν μεγάλην έξέφρασεν ή γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ. ιδοϋσα τη ήμερα των Χριστουγέννων τοΰ 187… την θειά-Άχτίτσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και τήν Πα¬τρώνα μέ καθαρά ϋποκαμισάκια και μέ. νέα πέδιλα.
Τοϋτο δε διότι ήτο γνωστότατον ότι η θειά-Άχτίτσα είχε ιδεί τήν προίκα τής κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος κα\ χήρα, και διότι ανέτρεφε τά δύο ορφανά έγγονά της μετερ-χομένη ποικίλα επαγγέλματα. Ητον (ας ήτο μοναχή της !) άπ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ή γειτόνισσα. τό Ζερ¬μπινιώ. ώκτειρε τάς στερήσεις τής γραίας και τών δυο ορφανών αλλά μήπως ήτο και αυτή πλούσια, δια νά ελθη αυτοϊς αρωγός και παρήγορος ;
Ευτυχής ό μακαρίτης, ό μπάρμπα-Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον τής συμβίας Άχτίτσας, χωρίς νά ίδη τά δεινά τά επικείμενα αυτή μετά τον θάνατον του. Ητο καλής ψυχής, —ας είχε ζωή !— ο συχωρεμένος. Τά δύο παιδία «τά άδιαφό-ρετα», ο Γεώργης καΐ ο Βασίλης, έπνίγησαν βυθισθείσης τής βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186… Ή βρατσέρα ε¬κείνη άπωλέσθη αύτανδρος,—τί φρίκη ! τί καϋμός ! Τέτοια τρο¬μάρα καμμιάς καλής χριστιανής νά μήν τής μέλλη.
Ό τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, έξε-νητεύθη καΐ εύρίσκετο, έλεγαν, είς τήν Άμερικήν. Πέτρα ερρι-ξε πίσω του. Μήπως τον είδε ; Μήπως τον ήκουσεν ; Αλλοι πάλιν πατριώταις είπαν ότι ένυμφεύθη είς εκείνα τά χώματα, κ’ επήρε, λέει, μιά φράγκα, μιά ‘γγλεζοποϋλα, ένα ξωθικό, ποΰ δέν ήξευρε νά μιλήση ρωμέϊκα. Μή χειρότερα ! Τί νά πή κανείς ! Εΐμπορεΐ νά καταρασθή το παιδί του, τά σωθικά του, τά σπλάγχνα του ;
Ή κόρη της άπέθανεν είς τον δεύτερον τοκετόν, άφεΐσα αύτη τά δύο ορφανά κληρονομίαν. Ό πατεριασμένος τους, έζοϋσε ακόμα (ποϋ νά φτάσουν τά μαντάτα του ώρα-τήν-ώρα !), μά τί νοικοκύρης! Το πρόκοψε, αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και μέ άλλας άρετάς ακόμη. Είπαν πώς ξαναπαντρεύτηκε αλλού, διά νά πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ο ασυνείδητος ! Τέτοιοι άντρες ! “Εκαμε δά κι’ αυτή ένα γαμπρό, μά γαμπρό (το λαμπρό τ’ νά βγή!)
Τί νά κάμη, έβαλε τά δυνατά της, κ’ επροσπαθοΰσε όπως – όπως νά ζήση τά δΰο ορφανά. Τί αξιολύπητα, τά καϋμένα! Κατά τάς διαφόρους ώρας τοϋ έτους έβοτανιζεν, αργολογοϋσε, έμάζω-νε έληαίς, έξενοδούλευε. Έμάζωνε κούμαρα και τά έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα άπ’ εδώ, κάμποσα βότσια αραβοσίτου άπ’ εκεί, όλα τά εχρησιμοποίει. Είτα, κατά Όκτωβριον, άμα ήνοιγαν τά ελαιοτριβεία, έπαιρνεν Ινα είδος πήχυν, Εν πενηντάρι έκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ’ έγύριζεν εις τά ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αί ύποστάθμαι τοϋ ελαίου, κ’ έμάζωνε τήν μούρ¬γα. Διά της μεθόδου ταύτης ώκονόμει δλον το ένιαύσιον έλαιον -τοϋ λυχναρίου της.λλα το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Άχτίτσας προήρχε-το έκ τοϋ σταχομαζώματος. Τον Ίούνιον, κατ’ έτος, έπεβιβάζε-το εις πλοΐον, έπλεεν υπερπόντιος καΐ διεπεραιοΰτο εις Εϋβοιαν. Περιεφρόνησε το όνειδιστικόν έπίθετον της «καραβωμένης», ό¬περ έσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος ακόμη εθεωρείτο το νά πλέη γυνή εις τά πελάγη. Έκεΐ, μετ’ άλλων πτω¬χών γυναικών, ήσχολεϊτο συλλέγουσα τους άστάχεις, τους πί¬πτοντας από τών δραγμάτων τών θεριστών, από τών φορτωμά¬των καΐ κάρρων. Κατ’ έτος οι χωρικοί τής Ευβοίας και τά χω-ριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Νά! ή φ’στάναις! μας ήρθαν πάλι ή φ’στάναις !>. Άλλ’ αΰτη έκυπτεν ύπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τά ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής τοϋ τόπου, άπήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, όλόκληρον ένιαυσίαν έσοδείαν δι’ έαυτήν καΐ διά τά δύο ορφανά, τά όποια εΐχεν έμπιστευθή έν τφ μεταξύ εις τάς -φροντίδας τής Ζερμπινιως, καΐ αποπλέουσα έπέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, άφορία είχε μαστίσει τήν Εΰβοιαν. Άφορία είς τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώ-κει ή θειά-Άχτίτσα. Άφορία είς τάς αμπέλους καΐ είς τους α¬ραβοσίτους, άφορία σχεδόν και είς αυτά τά κούμαρα, άφορία πανταχού.
Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ένέσκηψεν είς τά βορειότερα εκείνα μέρη. Άπό τοϋ Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν νά πνεύση νότος και νά πέση βροχή, ήρ-χιζε νά χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχιζεν άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφιγγών έτι μάλλον τά χιόνιια, τά. οποία δεν έλυωναν είς τά βουνά. «Έπερίμεναν άλλα».
Ή γραία μόλις είχε προλάβει νά μεταφέρη έπί τών ώμων της, άπό τών φαράγγων και δρυμών, άγκαλίδας τινάς ξηρών ξύ¬λων, όσαι μόλις θά ήρκουν διά δυο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ό χειμών έπέπεσε. Περί τά μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μι¬κρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου έπεφάνησαν, έπι-χρυσοϋσαι τάς ύψηλοτέρας στέγας. Ή θειά-Άχτίτσα έτρεξεν εις τά «ορμάνια», ίνα προλάβη καΐ είσκομίση καυσόξυλα τίνα. Την επαύριον ό χειμών κατέσκηψεν άγριώτερος. Μέχρι τών Χριστουγέννων, ουδεμία ήμερα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία άκτίς ηλίου.
Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», έφύσα κατά. τάς παραμονάς της αγίας ημέρας. Αί στέγαι τών οίκιών ήσαν κατάφορτοι έκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τά συνήθη παίγνια τών οδών και τά χιονοβολήματα έπαυσαν. Ό χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Άπό τών κεράμων τών στεγών έκρέμαντο ως ώ¬ριμοι καρποί σπιθαμιαϊα κρύσταλλα, τά δποΐα οί μάγκαι της γει¬τονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν νά τρώγουν.
Την έσπέραν τής 23, ο Γέρος είχεν έλθει άπό το σχολεϊον περιχαρής, διότι άπό τής αύριον έπαυον τά μαθήματα. Πρίν ξε-κρεμάση τον «φύλακα» άπό τής μασχάλης του, ό Γέρος πεινα¬σμένος ήνοιξε το δουλάπι, άλλ’ ουδέ ψωμόν άρτου εύρεν έκεΐ. Ή γραία εΐχεν εξέλθει, ίσως προς ζήτησιν άρτου. Ή ατυχής. Πατρώνα έκάθητο ζαρωμένη πλησίον τής εστίας, άλλ’ ή εστία, ήτο σβεστή. Έσκάλιζε τήν στάκτην, νομίζουσα έν τη παιδική άφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν κοράσιον), ότι η εστία έχει πάντοτε τήν δυνατότητα νά θερμαίνη, καΐ ας μή καίη. Άλλ’ ή στάκτη ήτον υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακεί-σης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής άκτΐνος ηλίου, εΐχον ρεύσει διά της καπνοδόχου. Ό Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση, διότι δέν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν τής πείνης του, ήνοιξε τό μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθα¬μών μήκος. Ό οικίσκος όλος, χθαμαλός, ήμιφάτνωτος, μέ είδος σοφά, εΐχεν ΰψος δύο ίσως όργυών άπό τοϋ εδάφους μέχρι τής οροφής.
Ό Γέρος άνεβίβασε σκαμνίον τι επί τοϋ λιθίνου ερείσματος τοϋ παραθύρου, άνέβη επί τοϋ σκαμνιού, έστηρίχθη διά τής αρι¬στεράς έπι τοϋ παραθυροφύλου, άνοικτοϋ, έστηλώθη μετά τόλ¬μης προς τήν οροφήν, άνέτεινε τήν δεξιάν, καΐ άπέσπασεν έν κρύσταλλον έκ τών κοσμούντων τους «σταλασμους» τής στέγης. Ήρχισε νά το έκμυζά βραδέως καΐ ηδονικώς, και έδιδε καΐ είς την Πατρώναν νά φάγη. Έπείνων τά κακόμοιρα.
Ή γραΐα-Άχτίτσα επανήλθε μετ’ ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον είς τον κόλπον της. Ό Γέρος, όστις έγνώριζεν έκ τής παιδικής του πείρας ότι ποτέ άνευ αίτιας δεν έφούσκωναν οΐ κόλποι τής μάμμης του, άναπηδήσας έτρεξεν είς το στήθος της, ένέβαλε τήν χείρα, και άφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και τήν έσπέραν έκείνην ή καλή, καίτοι ολί¬γον αυστηρά, μάμμη, τις εΐδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
Και τί δέν ήθελεν ύποστή, προ ποίας θυσίας ήδύνατο νά: οπισθοδρόμηση, διά τήν άγάπην τών δύο τούτων παιδίων, τά ό¬ποια ήσαν δίς παιδία δι’ αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα τοΰ τέκνου• της ‘.Εν τούτοις δέν ήθελε νά δεικνύη αύτοΐς μεγάλην άδυνα-μίαν καΐ «ήμερο μάτι δέν τους έδιδε». Έκάλει τον άρρενα «Γέ-ρον», διότι είχε το όνομα τοϋ άληθοϋς γέρου της, τοϋ μακαρί-του μπάρμπα-Μιχαλιοϋ, τοΰ όποιου τό όνομα τής έπόνει ν’ ά-κούση ή νά προσφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το έκάλει Πα¬τρώναν θωπευτικώς, καΐ ολίγον «σάν άρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μή άνεχομένη ν’ άκούη το Άργυρώ, το όνομα τής κόρης της, όπερ εδόθη ώς κληρονομιά είς το ορφανόν, λεχοϋς θανού-οης εκείνης. Πλην τοϋ υποκορισμού τούτου, ούδεμίαν αλλην έ πιδεικτικήν τρυφερότητα άπένεμεν είς τά δυο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην καΐ προστασίαν.
Ή ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τά δυο ορφανά, ίνα κοι-μηθώσιν, άνεκλίθη και αυτή πλησίον των, τοις είπε νά φυσή-σωσιν ύποκάτω τοΰ σκεπάσματος των διά νά ζεσταθούν, τοις ύπεσχέθη, ψευδομένη, άλλ’ ελπίζουσα νά επαληθεύση, ότι αΰριον ο Χριστός θά φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τοΰ πυρός, και εμεινεν άϋπνος πέραν τοΰ μεσονυκτίου, αναλογιζομένη τήν πικράν τΰχην της.
Το πρωί, μετά τήν λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ό παπά-Δημήτρης ,ο ενορίτης της,έπαρουσιάσθη αίφνης είς τήν θΰραν τοΰ πενιχρού οικίσκου.
—Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών.
«Καλώς τάδέχθη» αυτή ! Και από ποίον έπερίμενε τίποτε ;
—Έλαβα ένα γράμμα διά σέ, Άχτίτσα, προσέθηκεν ο ιε¬ρεύς, τινάσσων τήν χιόνα άπό το ράσον και το σάλι του.
—Όρίστε, δέσποτα ! Και μακάρι εχω τή φωτιά, έψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί νά τον φιλέψω ;
Ό ιερεύς άνέβη τήν τετράβαθμον κλίμακα καί έλθών έκά-θισεν επί τοΰ σκαμνίου. Ήρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον μέ πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα.
—Γράμμα, είπες, παπά, έπανέλαβεν ή Άχτίτσα, μόλις τότε άρχίσασα νά έννοή τί της ελεγεν ο ιερεύς.
Ό φάκελλος, όν εΐχεν εξαγάγει άπό τοΰ κόλπου του, έφαί-νετο ανοικτός άπό τό έν μέρος.
—Απόψε έφθασε τό βαπόρι, εϊπεν ό εφημέριος• εμένα μοΰ τό έφεραν τώρα, μόλις έβγαινα άπό τήν έκκλησίαν.
Καί ένθείς τήν χείρα έσω τοΰ φακέλλου εξήγαγε διπλωμέ-νον χαρτίον.
—Τό γράμμα είναι προς έμέ, προσέθηκεν, αλλά σέ άποβλέπει.
—Έμενα ; έμενα ; έπανέλαβεν έκπληκτος ή γραία.
Ό παπα-Δημήτρης έξεδίπλωσε τό χαρτίον.
—Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σοΰ στέλλει μικράν βοή θείαν, εΐπεν ο αγαθός ιερεύς. Ό γυιός σου, σοΰ γράφει από την Άμερικήν.
—Άπ’ την Άμέρικα ; ό Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθη-κεν ; άνέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Καί είτα προσέθηκε :—Δόξα σοι ο Θεός !
Ό ιερεύς έβαλε τά γυαλιά του και έδοκίμασε ν’ αναγνώση.
—Είναι κακογραμμένα, κ’ εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αύταίς της τζίφραις ποΰ έβγαλαν τώρα, αλλά θά προσπαθήσω-μεν να βγάλωμεν νόημα. Καί ήρχισε μετά δυσκολίας, καΐ σκον-τάπτων συχνά ν’ άναγινώσκη :
«Παπά-Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ διά τό αΐσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν εϊξεύρω αύτοϋ τι γίνονται, οΰτε αν ζουν ή άπέθαναν. Είμαι εις μακρυνόν μέ¬ρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν εχω καμμίαν συγ-κοινωνίαν με άλλους πατριώταις πού ευρίσκονται είς την Α¬μερικην. Προ τριών χρόνων έντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά καί αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς, καί δέν εΐ-ξευραν τί γίνεται είς το σπίτι μας.
» Έάν ζη ο πατέρας ή ή μητέρα μου, ειπέ τους νά με συγ¬χωρήσουν, διότι διά καλό πάντα πασχίζει ό άνθρωπος καί είς κακό πολλαίς φοραίς βγαίνει. ‘Εγώ αρρώστησα δυο φοραΐς από κακαΐς ασθένειες τοΰ τόπου έδώ και έκαμα πολύν’καιρόν είς τά σπιτάλια. Τά ο,τι είχα καί δεν είχα επήγαν καί μόλις έγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα ύπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά τήν συνήθειαν τοΰ τόπου έδώ, αλλά τώρα είμαι άπόχηρος, καί άλλο καλλίτερον δέν ζητώ, παρά νά πιάσω ολίγα χρήματα νά έλθω είς τήν πατρίδα, άν προφθάσω τους γονείς μου νά μ’ ευλογή¬σουν. Καί νά μήν έχουν παράπονο είς έμέ, διότι έτσι θέλει δ Θεός, καί δέν είμποροΰμε εμείς νά πάμε κόντρα. Καί νά μή βαρυγνωμοΰν, διότι, αν δέν είναι θέλημα Θεοΰ, δέν μπορεί άν¬θρωπος νά προκόψη…Σοΰ στέλλω έδώ έσωκλείστως ένα συνάλλαγμα έπ’ ονόμα¬τι σου, νά ύπογράψης ή άγιωσύνη σου, καί νά φροντίσουν νά τδ εξαργυρώσουν ο πατέρας ή ή μητέρα, έάν ζουν. Καί άν, ό μή γένοιτο, είναι άποθαμμένοι, νά το εξαργύρωσης ή άγιωσύνη σου, νά δώσης είς κανέναν άδελφόν μου, έάν είναι αΰτοϋ, ή εις κανέν ανίψι μου καΐ είς άλλα πτωχά. Καΐ νά κρατήσης καΐ η αγιωσύνη σου, εάν οί γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν μέρος τοϋ ποσοΰ αυτού διά τα σαρανταλείτουργα…».
Πολλά έλεγεν ή επιστολή αΰτη καΐ έν σπουδαϊον παρέλι-πε. Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι’ όσα ήτο ή συναλ¬λαγματική. Ό παπα-Δημήτρης, παρατηρήσας το πράγμα, εξέ¬φερε τήν είκασίαν, ότι ό γράψας τήν έπιστολήν, λησμονήσαν, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν τών χρημάτων παραπάνω, ένό-μισε περιττόν νά το έπαναλάβη παρακατιών, διό καΐ έλεγε «τοΰ ποσοΰ αΰτοϋ».
Έν τούτοις άφατος ήτο ή χαρά της Άχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί τοΰ υίοΰ της.. Ως ΰπό τέφραν κοι-μώμενος άπό τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής άνέ-θορεν έκ τών σπλάγχνων εις τό πρόσωπόν της καΐ ή γεροντική, ρικνή, καΐ έρρυτιδωμένη όψις της ήγλαΐσθη μέ ακτίνα νεότητος καΐ καλλονής.
Τά δΰο παιδία, άν καΐ δέν ένόουν περί τίνος επρόκειτο, ι δόντα τήν χαράν τής μάμμης των, ήρχισαν νά χοροπηδώσιν.
Ό κΰρ – Μαργαρίτης δεν ήτο ιδίως προεξοφλητής, ή τοκι-στής, ή έμπορος, ήτον όλα αυτά ομοΰ. Ένα φόρον επιτηδεύμα¬τος έπλήρωνεν, άλλ’ έκαμνε τρεις τέχνας.
Ή γραϊα-Άχτίτσα, είς φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλα¬βε το παρά τοΰ υίοΰ της άποσταλέν γραμμάτιον, έφ’ οΰ έφαίνον-το γράμματα κόκκινα και μαΰρα, άλλα έντυπα καί άλλα χειρό¬γραφα, εξ ών δέν ένόει τίποτε οΰτε ο γηραιδς εφημέριος οΰτε αυτή, καϊ μετέβη είς τό μαγαζί τοΰ κΰρ-Μαργαρίτη.
Ό κΰρ-Μαργαρίτης έρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, έτίνα-ξε τήν βράκαν του, έφ’ ής έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατε-βίβασε μέχρι τών οφρύων τήν σκούφιαν του, έβαλε τά γυαλιά του, και ήρχισε νά έξετάζη διά μακρών τό γραμμάτιον.
—Έρχεται άπ’ τήν Άμέρικα ; είπε. Σ’ έθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Είτα έπανέλαβεν :—Έχει τον άριθμόν 10, αλλά δέν ξέρουμε τί είδους μονέ δα νά είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιαις, δέκα κολοννάτα ή δέκα… Διεκόπη, παρ’ ολίγον νά έλεγε «δέκα λίραις».
—Νά φωνάξουμε το δάσκαλο, έμορμύρισεν ό κύρ-Μαρ-γαρίτης- ίσως εκείνος ξεύρει νά το διάβαση. Τί γλώσσα νά εί¬ναι τάχα ;
Ό ελληνοδιδάσκαλος, όστις έκάθητο βλέπων τους παίζον¬τας το κιάμο είς παράπλευρον καφενεΐον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί τοϋ κύρ-Μαργαρίτη. Είσήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κύρ-Μαργαρίτην νά του δανείση τά γυαλιά του καΐ ήρχισε νά συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας.
—Πρέπει νά είναι αγγλικά, είπεν, εκτός άν είναι γερμα¬νικά. Από ποϋ έρχεται αύτό το δελτάριον ;
—Άπ’ τήν Άμερικήν ; τότε θά είναι άγγλικόν. Και ταϋτα λέγων προσεπάθει νά συλλαβίση τάς λέξεις : ten pounds sterling, άς έφερε χειρογράφους ή επιταγή.
—sterling, είπε’ sterlingθά σημαίνη τάλληλον, πι¬στεύω. Ή λέξις φαίνεται νά είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς. Καί επέστρεψε το γραμμάτιον είς χείρας τοϋ κύρ-Μαργαρίτη.—Αύτό θά είναι, είπε, καΐ επειδή υπάρχει έπι της έπικε-φαλίδος ό άριθμός 10, θά είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέ-κα τάλληρα. Τό κάτω-κάτω, οφείλω νά σας είπω ότι δέν γνωρί¬ζω άπό χρηματιστικά. Είς άλλα ημεϊς ασχολούμεθα, οΐ άνθρωποι των γραμμάτων.
Και τοϋτο ειπών, επειδή ήσθάνθη ψϋχος εις τό πλακόστρω-τον και κατάψυχρον μαγαζεΐον τοϋ κύρ-Μαργαρίτη, έπέστρε-ψεν είς τό καφενεΐον, ίνα θερμανθή.
Ό κύρ-Μαργαρίτης εΐχεν αρχίσει νά τρίβη τάς χείρας και κάτι έφαίνετο σκεπτόμενος.–Τώρα, τί τά θέλεις, είπε στραφείς προς την γραΐαν. Οί καιροί είναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νά το πάρω, νά σοΰ το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ό παράς μου, ξέρω αν δέν είναι ψεύτικο ; Άπό κει κάτω, άπ’ τον χαμένον κόσμον, πε¬ριμένεις αλήθεια! Όλαις ή ψευτιαίς, ή καλπαζουνιαίς, άπό κειμας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οί σουρτούκηδες (με συγ¬χωρείς, δεν λέγω τδν γυιό σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψω¬μί καΐ δεν νοιάζονται νά στείλουν έναν παρά, ένα σωστον παρά, μοναχά στέλνουν παληόχαρτα.
Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε :—Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, νά σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Νά είχα δέκα τάλλαρα έγώ, παντρευόμουνα.
Είτα έξηκολούθησε :—Μα τί νά σοϋ πώ ; σε λυπούμαι ποϋ είσαι καλή γυναίκα, κ’ έχεις και κείνα τά ορφανά. Νά κρατήσω έγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους πού τρέχω, και γιά τά οχτώμισυ πλειά… Κα! γιά νάμαστε σίγουροι, μή γυρεύεις κολονάτα, νά σοϋ δώσω• πεντόφραγκα, γιά ναμαστε μέσα… Όχτώμισυ πεντόφραγκα λοι¬πόν ! Ά !… ξέχασα….
Τουναντίον , δεν είχε ξεχάσει• άπ’ αρχής της συνεντεύξε¬ως, αυτό έσκέπτετο. –Ό συχωρεμένος ό Μιχαλιός κάτι έκανε νά μοϋ δίνη, δεν θυμούμαι τώρα…
Και έπέστρεψεν είς το λογιστήριόν του. —Μα κ’ εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μοϋ έφαγε δύο τάλλαρα θαρρώ…
Και ώπλίσθη με τό πελώριον κατάστιχόν του. —Είναι δίκηο νά τά κρατήσω… εσένα, όσα σοϋ δώσω θά σοϋ φανοΰν χάρισμα.
Ήνοιξε τό κατάστιχόν. Αι κατάπυκνοι και μυροβολοΰσαι σελίδες τοϋ κατάστιχου τούτου ώμοίαζον με πίονας αγρούς, με γήν άγαθήν. “Ο,τι έσπει¬ρε τις εν αύτώ, έκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ήτο, ως νά έκοπτέ τις τά φύλλα τοϋ δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε έγίνετο έξόφλησις κονδυλίου τινός, άλλ’ ή ρίζα εμενεν ύπό τήν γήν, μέλλουσα κα! πάλιν ν’ άναβλαστήση.
Ό κύρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς. —Έννηά και δεκαπέντε μοϋ χρεωστοϋσεν ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, καΐ δυο τάλλαρα δανεικά κι’ αγύριστα ταϋ γαμπρού σου γίνονται…
Και λαβών κάλαμον να έκτελή τήν πρόσθεσιν πρώτον καΐ τήν άναγωγήν τών ταλληρων είς δραχμάς, είτα τήν άφαίρεσιν από τοϋ ποσοΰ τών δέκα γαλλικών ταλληρων. —-Κάνει να σοϋ δίνω… ήρχισε νά λέγη ό κΰρ – Μαργαρίτης.
Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.
Ήτο έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι’ υποθέσεις είς τήν μικράν νήσον. Άμα είσελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθε¬ρίας καΐ θάρρους εις το λογιστήριον, όπου ίστατο ό κύρ-Μαργαρίτης.
—Τί έχουμε, κύρ-Μαργαρίτη ; Τ’ εΐν’ αυτό ; εΐπεν, ίδών πρόχειρον επί τοΰ λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας.
Και λαβών τοΰτο είς χείρας :
—Συναλλαγματική δια δέκα άγγλικάς λίρας άπό τήν Άμε-ρικήν, είπε καθαρά τή φωνή, ποϋ ευρέθη εδώ ; Κάμνεις και τέ¬τοιες δουλειές, κΰρ-Μαργαρίτη;
—Γιά δέκα λίραις! έπανέλαβεν αυθορμήτως ή Άχτίτσα, άκούσασα ευκρινώς τήν λέξιν.
—Ναί, γιά δέκα άγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Έρμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου;
—Μάλιστα.
Ή θεια Άχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναί, άλλα νΰν, ήπόρει καΐ αυτή πώς είπε μάλιστα και ποϋ εύρε τήν λέξιν ταύτην
—Γιά δέκα ναπολεόνια θά είναι ίσως, είπε δάκνων τά χείλη ο κύρ-Μαργαρίτης
—Σοϋ λέγω διά δέκα άγγλικάς λίρας, επανέλαβε καΐ αύθις δ Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια;
Καί έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί τοϋ γραμματίου.
—Είναι σίγουρος παράς, άρζάν-κοντάν. σοϋ λέγω. Θά το εξόφλησης, ή το εξοφλώ ἀμέσως;
Και έκαμε κίνημα διά νά έξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του.
—Μπορεί νά τό πάρη κανείς γιά εννέα λίραις.. γαλικαίς, είπε διστάζων ο κύρ-Μαργαρίτης.
—Γαλλικαίς;… το παίρνω έγώ γιά έννηά άγγλικαίς.
Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε τήν ύπο-γραφήν, ήν είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν μέ τό όνομα τό φερομενον έν τω κειμένφ, καί τήν εΰρε σύμφωνον καί, άνοίξας τό χρηματοφυλάκιον, έμέτρησεν εις τήν χείρα της θειά-Άχτίτσας καί προ τών εκθάμβων οφθοίλμών αυτής εννέα στιλ¬πνότατος άγγλικάς λίρας.
Καί ΐδοΰ διατί ή πτωχή γραία έφόρει τη ήμερα τών Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδηλαν, τά δέ δύο ορφανά εϊχον καθαρά ύποκαμισάκια διά τά ισχνά μέλη των καί θερμήν ύπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των.Η Σταχομαζώχτρα
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Εφημερίς, 25.12.1889)
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Εφημερίς, 25.12.1889)
Αναδημοσίευση απο το http://mousikovagoni.com/