Η εξομολόγηση μιας δημοσιογράφου: «Τι χάνουμε εμείς που μείναμε»

0

Χθες στο σώμα των εφημερίδων δεν υπήρχαν τα «Νέα». Καθώς ανήκω σε μια δημοσιογραφική γενιά που διάβαζε, τουλάχιστον ξεφύλλιζε, τον ημερήσιο Τύπο στο γραφείο, η απουσία μιας εφημερίδας-πυλώνα δεν φτωχαίνει, διαταράσσει όλο το τοπίο.

της Μαρίας Κατσουνάκη

Δεν θα αναφερθώ σε επιχειρηματικά, εργοδοτικά, πολιτικά, εργασιακά θέματα. Τον τελευταίο καιρό έχουν γραφτεί πολλά κείμενα είτε σε τόνο προσωπικό-βιωματικό είτε ως σχόλια μιας κρίσης ευρύτερης που έχει εκδηλωθεί, εδώ και χρόνια, στον χώρο του ελληνικού Τύπου (διεθνούς, για την ακρίβεια, απλώς οι λόγοι δεν είναι ίδιοι, υπάρχουν αποχρώσεις και διαβαθμίσεις). Θα περιοριστώ σε μια διαδικασία εσωτερική, του «σιναφιού» όπως λέμε, παρά τα βαρίδια και την απαξιωτική χρήση της λέξης. Μια διαδικασία που μας έφερνε κοντά τον έναν στον άλλον, χωρίς τίποτα εξιδανικευτικό ή συναισθηματικά φορτισμένο. Τουναντίον·είναι ένα επάγγελμα ανταγωνιστικό και όχι γενναιόδωρο ως προς την αναγνώριση της αξίας του άλλου (εκτός αν πρόκειται για επικήδειο).

Το «σώμα των εφημερίδων» ήταν ένας αφανής δεσμός, μια πυξίδα και ένα μέτρο σύγκρισης. Τι είχαν τα «Νέα», για παράδειγμα, ως θεματολογία στις πολιτιστικές σελίδες τους, τι δεν είχαμε «εμείς» ή πού υπερείχαμε, ποια είδηση «χάσαμε», τι αξιολογήσαμε διαφορετικά.

Αυτό το «σώμα», βέβαια, συρρικνώθηκε συν τω χρόνω με απώλειες σημαντικών εντύπων (όπως η «Ελευθεροτυπία»), όταν δε, τα ειδησεογραφικά σάιτ πολλαπλασιάστηκαν και το Διαδίκτυο άρχισε να απορροφά χρόνο και χώρο στην ενημέρωση, ήταν και είναι όλο και λιγότεροι οι δημοσιογράφοι που συντηρούν τη συνήθεια του ξεφυλλίσματος των εφημερίδων μέσα στη μέρα.

Στα «Νέα» έριχνα, ανελλιπώς, μια έστω και σύντομη ματιά. Δεν θα επιμείνω στον παρελθόντα χρόνο γιατί κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα –την απεύχεται κιόλας– πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Oμως όταν μια ιστορική εφημερίδα αρχίζει να λείπει από τα περίπτερα, τα γραφεία, τα χέρια του αναγνώστη, η απουσία αυτή δεν είναι υπέρ κανενός. Ούτε ενισχύει τις υπόλοιπες εφημερίδες ούτε προσφέρει στους εναπομείναντες αίσθημα παντοδυναμίας.Το αντίθετο συμβαίνει. Πολλαπλασιάζεται η μοναξιά, ερημώνει το τοπίο, πλήττεται ζωτικά η ενημέρωση.

Λείπουν ο αλληλοπροσδιορισμός, η γκρίνια, ο θυμός, ο θαυμασμός, η σύγκρουση με τον εαυτό ή με τον συνάδελφο της άλλης εφημερίδας, η δυσφορία, το τηλεφώνημα (ή το sms) για ένα ρεπορτάζ που πρέπει να γίνει ή να συνεχιστεί η επιμελής σιωπή όταν ήξερες ότι έχεις την «είδηση» στα χέρια σου.

Τώρα, όλα αυτά, συναισθήματα και σχέσεις, οδεύουν, αν δεν έχουν πάρει ήδη τη θέση τους, στην προθήκη του μουσείου του χρόνου. Σιωπή. Αυτή η ησυχία που απλώνεται σε γραφεία που αδειάζουν, σε θέσεις που μένουν κενές χωρίς να ξέρεις αν ποτέ αναπληρωθούν, σε υπολογιστές που αποσυνδέονται, σε συρτάρια που ανοιγοκλείνουν με μεγάλη ευκολία χωρίς να φρακάρουν από χαρτιά ή βιβλία.

Το «σινάφι» είναι μια κοινότητα που διαλύεται, όχι γιατί υπάρχουν εναλλακτικές ορατές –αυτό θα ήταν μια παρηγοριά– αλλά γιατί αλλάζει η εποχή. Δεν θα απαριθμήσουμε αιτίες και λάθη. Αλλάζει. Τελεία. Προς ποια κατεύθυνση, είναι μια μεγάλη συζήτηση γεμάτη υποθέσεις και συνδυασμούς από γνωστά υλικά. Από πράγματα που γνωρίζουμε, δηλαδή, ενώ μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε μετασχηματισμούς που δεν μπορούμε να υποψιαστούμε.

Οταν ένα ιστορικό έντυπο χάνεται από τον ορίζοντα, δεν μένουμε χωρίς φίλους αλλά χωρίς αντίπαλον δέος, κι αυτό είναι ακόμη χειρότερο. Γιατί με τον ανταγωνισμό – συναγωνισμό σμιλεύεται η δημοσιογραφική ταυτότητα, προσανατολίζεσαι, βελτιώνεσαι, είσαι σε εγρήγορση. Αυτή η μοναξιά είναι αφόρητη γιατί φτωχαίνει και παραμορφώνει.

πηγή: Έντυπη Καθημερινή

 

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.