Το αμερικανικό δράμα «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» του Κένεθ Λόνεργκαν κερδίζει τις εντυπώσεις και όχι μόνο επειδή διεκδικεί έξι Οσκαρ. Είναι πράγματι μια καταπληκτική ταινία
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» («Manchester by the sea», ΗΠΑ, 2016)
Κάτω από το μελαγχολικό θέμα του Adagio Per Archi E Organo in Sol Minore του Αλμπινόνι, ένας νέος σχετικά άντρας περπατά με σκυφτό το κεφάλι, τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, το γυάλινο βλέμμα του στραμμένο στο πουθενά. Ο Λι, κεντρικός ήρωας της ταινίας «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» («Manchester by the sea», ΗΠΑ, 2016) που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Κένεθ Λόνεργκαν, είναι ένας υδραυλικός, ένας απλός, συνηθισμένος άντρας που φέρει την απλή, συνηθισμένη μορφή ενός πραγματικά αποκαλυπτικού Κέισι Αφλεκ. Στην πραγματικότητα ο Λι δεν περπατά. Σέρνεται, ένα ανθρώπινο ερείπιο, μια άδεια ψυχή που θα προτιμούσε να μην ανήκει στον κόσμο των ζωντανών αλλά δεν έχει τη δύναμη να δώσει τέλος στη ζωή του.
Το γιατί ο Λι νιώθει έτσι δεν πρέπει να το αποκαλύψουμε. Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε είναι ότι η ιστορία του, με τον δεξιοτεχνικό τρόπο που τη χειρίζεται ο Λόνεργκαν, μπορεί να λυγίσει ακόμα και την πιο ατσάλινη ψυχή. Το φιλμ καταγράφει τις σχέσεις με τους ανθρώπους που ο Λι γνωρίζει και που βλέπουμε να βρίσκονται στον δρόμο του. Κάποιοι, όπως η πρώην γυναίκα του (Μισέλ Γουίλιαμς), σαν φαντάσματα αλλοτινών εποχών. Μεταπηδώντας με άνεση από το τραγικό παρελθόν και το χωρίς σκοπό παρόν (οι αλλαγές των χρόνων είναι τόσο ξαφνικές που σε ορισμένα σημεία χρειάζεσαι μερικά δευτερόλεπτα για να βεβαιωθείς σε ποιον χρόνο βρίσκεσαι) η ταινία μοιάζει να αναρωτιέται αν η λύτρωση χωρά τελικά στη ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος νιώθει τόσο πολύ πόνο που πλέον έχει δύο μόνο τρόπους συμπεριφοράς: την απόλυτη σιωπή ή την απόλυτη οργή.
Η σχέση του Λι με τον ανιψιό του Πάτρικ (Λούκας Χέτζες) είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει αυτό το ερώτημα αλλά και η γερή κολόνα γύρω από την οποία περιστρέφεται η ιστορία. Ο μικρός έχει χάσει τον πατέρα του (Κάιλ Τσάντλερ), ο οποίος στη διαθήκη του ζήτησε από τον αδελφό του να αναλάβει τη φροντίδα του. Αλλη μια τραγική ιστορία, άλλο ένα βάρος στις πλάτες του Λι, όμως ο Λόνεργκαν δείχνει αισιόδοξος και ως και χιούμορ αντλεί μέσα από αυτή τη σχέση. Χωρίς ποτέ να καταφεύγει στην ευκολία του μελό, ο σκηνοθέτης που γνωρίσαμε πριν από αρκετά χρόνια με την ταινία «Στηρίξου πάνω μου» κρατά τον θεατή σφιχτά από το χέρι και τον οδηγεί σε ένα δύσκολο ταξίδι ανθρώπινων καταστάσεων, το οποίο μέχρι σήμερα έχει συγκινήσει όχι μόνο το κοινό αλλά και τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου: η ταινία διεκδικεί έξι Οσκαρ, τα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου και ρόλων (α’ ανδρικού – Αφλεκ, β’ ανδρικού – Χέτζες, β’ γυναικείου – Γουίλιαμς). Της αξίζουν, θα έλεγα, τα περισσότερα. Βαθμολογία: 4
«Ζωή μιας γυναίκας» («Une vie», Γαλλία, 2016),
Με τη «Ζωή μιας γυναίκας» («Une vie», Γαλλία, 2016), ο Στεφάν Μπριζέ, σκηνοθέτης της ανατριχιαστικά επίκαιρης ταινίας «Ο νόμος της αγοράς» (2015), ξεφυλλίζει εκ νέου το μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν, το οποίο ο Λέων Τολστόι αποκάλεσε «το καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα μετά τους “Αθλίους” του Βίκτορος Ουγκό». Το μυθιστόρημα (που στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει από αρκετούς εκδοτικούς οίκους με τον τίτλο «Μια ζωή») αναφέρεται στην περίπτωση μιας γυναίκας (Τζουντίτ Σελμά) της οποίας η ζωή κυλά μέσα σε ένα πλαίσιο μόνιμης θλίψης με ελάχιστες στιγμές χαράς. Είναι η Ζαν, γόνος εύπορης οικογένειας στο γαλλικό ύπαιθρο. Οταν τη συναντάμε για πρώτη φορά, δείχνει ότι είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Τείνει ωστόσο προς τη δυστυχία είτε επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί την ευτυχία της είτε επειδή με μια σχετική αφέλεια δεν μπορεί να αντιληφθεί τον σκάρτο περίγυρό της (ο σύζυγός της, για παράδειγμα, της συμπεριφέρεται με απρέπεια, αλλά εκείνη φαίνεται να «πνίγει» τη δυσαρέσκειά της για χάρη μιας επίπλαστης ασφάλειας). Δίνοντας έμφαση στη ζωτική σημασία του χρήματος (κάτι που είχε κάνει και στον «Νόμο της αγοράς»), ο σκηνοθέτης δομεί όλα τα στάδια της κατάθλιψης αυτής της γυναίκας ενώ συνάμα χειρίζεται πολύ έξυπνα τον χρόνο. Ενίοτε, χρόνια ολόκληρα περνούν από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο. Γιατί η ζωή κυλά, τίποτε άλλο. Θα μπορούσες να πεις ότι πραγματική πλοκή δεν υπάρχει, η πλοκή είναι η ίδια η ζωή της Ζαν, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο μιας ταινίας που θέλει τον χρόνο της και ζητεί την υπομονή του θεατή (διαρκεί ακριβώς δύο ώρες, αλλά νιώθεις ότι η διάρκειά της είναι πολύ μεγαλύτερη). Αλλαγές προκύπτουν, άνθρωποι πεθαίνουν, άλλοι γεννιούνται, άλλοι φεύγουν, άλλοι επιστρέφουν. Η ζωή της Ζαν είναι μια ακόμη ζωή. Τελεία και παύλα. Βαθμολογία: 3
«Ολα αρχίζουν αύριο» («Demain tout commence», Γαλλία, 2016)
Διασκεδαστική και την ίδια ώρα συγκινητική, η ταινία «Ολα αρχίζουν αύριο» («Demain tout commence», Γαλλία, 2016) του Ουγκό Ζελίν είναι μια ακόμη απόπειρα του μαύρου πρωταγωνιστή των «Αθικτων» Ομάρ Σι να κρατήσει μια ταινία μόνος και χωρίς να κάνει αποκλειστικά πλάκα και μούτες. Και πράγματι, οι δραματικές στιγμές αυτής της ταινίας με θέμα τη σχέση ενός άντρα (Σι) με την κόρη που αναγκάζεται μόνος να μεγαλώσει όταν η μητέρα της του την αφήνει και φεύγει αναδεικνύουν έναν Ομάρ Σι που δεν περιμένουμε. Μια ανάλογη ταινία στην Αμερική στην καλύτερη περίπτωση θα είχε τον νηπιακό χαρακτήρα του «Μπαμπά για γκολ» με τον Ντουέιν Τζόνσον. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ και όταν η ταινία μεταφέρεται στο Λονδίνο, όπου ο ήρωας εργάζεται ως κασκαντέρ, το πιο έξυπνο αλλά και «πειραγμένο» χιούμορ της αντλείται από έναν γκέι παραγωγό που έχει στηρίξει τον πρώτο, τον οποίο υποδύεται ο εύσωμος καναδός ηθοποιός Αντουάν Μπερτράν.
Χωρίς να είναι η ταινία που θα θυμάστε για όλη σας τη ζωή, είναι ό,τι πρέπει για ένα ευχάριστο, ξεκούραστο δίωρο. Βαθμολογία: 2½
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
-«Αντίδοτο στην ευεξία» («A cure for wellness», ΗΠΑ, 2017) του Γκορ Βερμπίνσκι. Ενας νεαρός χρηματιστής της Wall Street (Ντέιν Ντεχάαν) στέλνεται από την εταιρεία του σε ένα απομονωμένο θεραπευτικό σπα στις Αλπεις προκειμένου να πείσει τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας (Χάρι Γκρένερ) να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Από τον σκηνοθέτη των «Πειρατών της Καραϊβικής», ένα ψυχολογικό θρίλερ που εξ όσων διαβάζουμε απευθύνεται σε θεατές με γερά νεύρα. Βαθμολογία: –
– «John Wick: Chapter 2» (ΗΠΑ, 2017) του Τσαντ Σταλέσκι. Ο Κιάνου Ριβς επιστρέφει στον ρόλο του πληρωμένου δολοφόνου John Wick, ήρωα που πρωτόπαιξε μόλις το 2014. Αν κρίνουμε από το τέλεια χορογραφημένο μακελειό της πρώτης ταινίας, η δεύτερη θα έχει ακόμη περισσότερο, με τον Wick στο στόχαστρο άλλων δολοφόνων. Βαθμολογία: –
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/
Σχετικά