Και θρηνούσαν «δεν αφήσαν ούτε έναν» κι είχανε παγώσει όλοι, κοκκαλώσαν στα παράθυρα, σαν ακίνητες φωτογραφίες, όταν είδε να κατηφορίζει η πομπή, να σέρνεται, να μην έχει τελειωμό ή έλεος, και να λέει η Αμαλία «πού τους πάνε;» κλαίγοντας, γιατί σίγουρα θα ‘ταν ανάμεσά τους φίλοι- περπατούσανε οι άντρες κι οι γυναίκες κι είχαν φορτωμένους μπόγους, άλλοι τα μωρά τους πάνω απ’το σβέρκο τους, κι απ’ανάμεσα σερνόνταν αμαξάκια ή αραμπαδάκια, όπου είχανε θαφτεί οι γέροι κάτω από ρούχα και από μπατανίες. Και πετάχτηκε ο Χρήστος, αισθανόταν πως δεν έπρεπε να λείψει, και σε λίγο βρέθηκε κοντά στη λεωφόρο όπου είχε φτάσει το κεφάλι της πομπής, με τους Γερμανούς μπροστά αμίλητους και πάνοπλους·
Από το μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα «Η μεγάλη πλατεία», Εκδόσεις Κέδρος,
πρώτη έκδοση 1987, σελίδα 331. Το βιβλίο είναι τυπωμένο σε πολυτονικό σύστημα.