Κάποτε ήταν από τους φαρδύτερους δρόμους της αρχαίας Αθήνας, με πλάτος έξι μέτρα. Σήμερα μπορεί να μην είναι πια τόσο μεγάλος, παραμένει όμως εξαιρετικά σημαντικός.
Ο δρόμος της οδού Τριπόδων στη Πλάκα, θεωρείται ο αρχαιότερος δρόμος της Αθήνας γιατί ένα μεγάλο τμήμα του συμπίπτει ακριβώς με τον αρχαίο. Είναι μάλιστα γραμμένος στα βιβλίο με τα Ελληνικά ρεκόρ Γκίνες ως ο μακροβιότερος δρόμος της Αθήνας που έχει διατηρήσει την ίδια ονομασία για 25 σχεδόν αιώνες.
Κάποτε ήταν ο δρόμος του Θεάτρου και των Καλών Τεχνών. Ο πιο σύντομος δρόμος που οδηγούσε κατευθείαν από το Θέατρο στην Αγορά.
Σύμφωνα μάλιστα με τον αρχιτέκτονα Καζαμιάκη, ο οποίος διαμόρφωσε τον αρχαιολογικό χώρο, η μεγάλη αρχαιολογική αξία του δρόμου οφείλεται στο ότι ο δρόμος αυτός ήταν ένας δρόμος, όχι για να εξυπηρετεί απλές κυκλοφοριακές ανάγκες αλλά ακριβώς ένας ο δρόμος για να εξυπηρετεί τις ανάγκες για το Θέατρο και γενικότερα για τις Καλές Τέχνες.
Ξεκινούσε από την είσοδο το τεμένους του Διονύσου, πήγαινε περιφερειακά της Ακρόπολης προς την ανατολική πλευρά, διέτρεχε το βόρειο τμήμα του ιερού βράχου και κατέληγε στο Πρυτανείο της Αγοράς όπου σύμφωνα με τον Παυσανία βρισκόταν η αφετηρία της.
Πήρε το όνομά της από τους χάλκινους τρίποδες που τοποθετούνταν κατά μήκος της.
«Έστι δε οδός από του πρυτανείου καλουμένη Τρίποδες∙ αφ’ ου καλούσι το χωρίον, ναοί όσον ες τούτο μεγάλοι και σφισιν εφεστήκασι τρίποδες, χαλκοί», αναφέρει ο Παυσανίας στο «Ελλάδος Περιήγησις»…
Φαντασθείτε τους αρχαίους Αθηναίους να ξεκινούν από το Πρυτανείο κάτω στην Αγορά και να ανηφορίζουν τον 800 μέτρων μήκους δρόμο και πλάτους 6 μέτρων για να φθάσουν στον τελικό προορισμό τους, που ήταν το θέατρο του Διονύσου, που χωρούσε 17.000 θεατές. Εκεί κάτω από τον μαγικό αττικό ουρανό οι αρχαίοι Αθηναίοι απολάμβαναν τα αξεπέραστα έργα των μεγάλων τραγικών αλλά και κωμικών συγγραφέων που δυστυχώς ελάχιστα από αυτά σήμερα έχουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε καθώς λίγα μόνο διασώθηκαν και ίσως όχι και τα καλύτερα, συχνά μάλιστα κακοποιημένα από δήθεν πρωτοποριακά τους ανεβάσματα.
Ο δρόμος μας φωνάζει να κάνουμε μια βουτιά στη μνήμη και στην ιστορία μας. Καθώς τον περπατάμε τον φανταζόμαστε σε άλλες εποχές με τους αρχαίους Αθηναίους να τον διατρέχουν ενώ από τη γωνία ξεπροβάλλει ο μπαρμπα -Γιάννης ο κανατάς περπατώντας αγέρωχα με το ψηλό του το καπέλο. Ο ποιητής Δροσίνης γράφει δίπλα στο παράθυρο του σπιτιού του, ο Παλαμάς κατηφορίζει βιαστικά, ο Παπαδιαμάντης σκυφτός και πάντα κατηφής βαδίζει Κυριακή πρωί πηγαίνοντας στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου να ψάλει μαζί με τον ξάδελφό του τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Ο Παπαρρηγόπουλος αντάμα με τον Μακρυγιάννη κατηφορίζουν για το σπίτι του. Θα γιορτάσουν μαζί τα Χριστούγεννα του 1843 και το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο θα φωτίσει τη γειτονιά της Πλάκας σκορπώντας θαυμασμό.
Ο Λόρδος Βύρων, ακουμπισμένος νωχελικά στο μνημείο του Λυσικράτη, εμπνέεται το ποίημα για τον μεγάλο του έρωτα, την ωραία κόρη των Αθηνών ενώ ο Περικλής συναντά την εταίρα Φρύνη και ο Δημήτριος του Φαληρέως κάνει τον περίπατό του.
Να και η Μελίνα που αστραφτερή πάντα σκορπίζοντας γελαστές καλημέρες πάει να πιει το πρωινό της καφεδάκι στο καφέ Μελίνα ενώ o Χορν μας κλείνει το μάτι με νόημα και κάνει τόπο να περάσει η Μάρω Κοντού που πάει βιαστικά στον Αντωνάκη της (κάτω, η φωτογραφία του σπιτιού της ταινίας, όπως είναι σήμερα )
Αλλά και Τούρκοι, Φράγκοι, Αρβανίτες, Τουρκόγυφτοι, Αναφιώτες μπερδεύονται αντάμα ενώνοντας παρόν και παρελθόν μέσα στην αχλή και την ομίχλη του χρόνου όπου έχθρες, μίση, πάθη, έρωτες, αγωνίες και εποχές γίνονται αναμνήσεις που συνοδεύουν τα βήματα των σημερινών εραστών της Πλάκας που συρρέουν από όλο τον κόσμο για να νιώσουν έστω για μια στιγμή κομμάτι και κρίκος της ιστορίας αυτού του τόπου, αυτών των δρόμων…