Η αναφορά γίνεται σε ζητήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι κάποιες διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου 4387/2016 δεν συμπλέουν με αντίστοιχες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας και του εμπορικού δικαίου, παρόλο που η καινοτομία του νέου ασφαλιστικού συστήματος για τον υπολογισμό των εισφορών, στηρίζεται στο φορολογητέο εισόδημα.
του Νίκου Σγουρινάκη
Ο ΚΦΕ (Ν 4172/2013) στο άρθρο 12, παρ. 2, περ. στ΄, ορίζει ότι για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος, εργασιακή σχέση υφίσταται, εκτός των λοιπών περιπτώσεων, και όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες «βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό 75% του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που είναι διαφορετική από την κατοικία του». Το εν λόγω φυσικό πρόσωπο, απολαμβάνει μεν την μείωση του φόρου του άρθρου 16 του ΚΦΕ, που μεταφράζεται ως αφορολόγητο όριο, αλλά δεν έχει δικαίωμα να αφαιρεί όλες τις επιχειρηματικές του δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδά του, με εξαίρεση τις ασφαλιστικές του εισφορές.
Ο ασφαλιστικός νόμος, από την άλλη πλευρά (άρθρο 39, παρ. 9, Ν 4387/2016), διακρίνει και κατατάσσει τους αυτοαπασχολούμενους-ασφαλισμένους (ελεύθερους επαγγελματίες), «οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά)», ως οιονεί μισθωτούς, παραπέμποντας σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου 38 του νόμου, σχετικώς με την υποχρέωση καταβολής εισφορών των μισθωτών, οπότε σε αυτή την περίπτωση, οι εισφορές επιμερίζονται μεταξύ ασφαλισμένου και εργοδότη.
Συνάγεται έτσι, ότι ένας αυτοαπασχολούμενος (αυτόν που αποκαλούμε ελεύθερο επαγγελματία), ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του σε έναν εργοδότη ή σε δύο, υπάγεται ταυτοχρόνως στις διατάξεις του άρθρου 12 του ΚΦΕ και στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39 του ασφαλιστικού νόμου. Ωστόσο, δεν θα αφαιρέσει το σύνολο των εισφορών του από τις μικτές αμοιβές του, αλλά μόνο το ποσό των εισφορών που του αναλογεί και που καταβάλλει ο ίδιος. Το ποσό των εισφορών που επιμερίζεται στον εργοδότη και συνεπώς επιβαρύνει αυτόν, προφανώς θα εκπίπτει από τα δικά του ακαθάριστα έσοδα και όχι από τις αμοιβές του «μισθωτού». Υπό την έννοια αυτή, ο ασφαλισμένος «μισθωτός» θα έχει μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αφού θα αφαιρεί μικρότερο ποσό ασφαλιστικών εισφορών. «Κερδίζει», ωστόσο, από τις ασφαλιστικές εισφορές που ενδέχεται να είναι μειωμένες.
Ακολούθως, αν ο ασφαλισμένος – αυτοαπασχολούμενος, παρέχει υπηρεσίες σε περισσότερους των τριών εργοδοτών, χωρίς να εμπίπτει στην περ. στ’, της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ (άρα, δεν απολαμβάνει την μείωση του φόρου του άρθρου 16), είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο ίδιος, το 100% των εισφορών του, αφαιρώντας φυσικά το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδά του, όπως βέβαια και κάθε άλλη δαπάνη που πραγματοποιεί, βάσει των σχετικών φορολογικών διατάξεων (άρθρα 23,24,25 και 26). Ο ως άνω πολίτης θα είναι επιβαρυμένος με τις υπερβολικές εισφορές, αλλά θα έχει κάποιο όφελος από την μείωση του φόρου, αφού σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, θα αφαιρεί μεγαλύτερο ποσό εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδά του.
Αντίθετη είναι η περίπτωση, κατά την οποία ο ασφαλισμένος – αυτοαπασχολούμενος παρέχει υπηρεσίες σε τρεις ή περισσότερους εργοδότες (αλλά όμως, από έναν εργοδότη να προέρχεται το 75% του ακαθαρίστου εισοδήματός του), οπότε εντάσσεται στο άρθρο 12 του ΚΦΕ, όχι όμως και στην παρ. 9 του άρθρου 39 του ασφαλιστικού νόμου. Συνεπώς, αυτός θα απολαμβάνει μεν την μείωση του φόρου του άρθρου 16 του ΚΦΕ (αφορολόγητο όριο), αλλά θα καταβάλλει το 100% των ασφαλιστικών του εισφορών. Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα και «οιονεί μισθωτός», δεν έχει το δικαίωμα της αφαίρεσης λοιπών επιχειρηματικών δαπανών, πλην των ασφαλιστικών του εισφορών. Εννοείται ότι κατά την διάρκεια του φορολογικού έτους, συμπεριφέρεται ως κανονικά ασκών την επιχειρηματική του δραστηριότητα (δηλώσεις ΦΠΑ, ενημέρωση βιβλίων κ.λπ.).
Διαλέγετε και… παίρνετε.
πηγή: www.epixeirisi.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Μητρότητα: Το 6μηνο μετά το τοκετό