Με 10 ταινίες και αυτή την εβδομάδα τα γραφεία εκμετάλλευσης. Υπάρχει ενδιαφέρον υλικό αλλά και ο κίνδυνος να χαθείς στην αδικαιολόγητη αυτή πληθώρα. Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα δηλαδή…
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Το φάντασμα στο κέλυφος» («Ghost in the Shell», ΗΠΑ, 2017)
To ιαπωνικό manga comic του Μασαμούνε Σιρόου βρίσκει την αμερικανική κινηματογραφική εκδοχή του σε αυτή την τρισδιάστατη, άκρως εντυπωσιακή μελλοντολογική περιπέτεια στην οποία μια σούπερ σέξι – σούπερ θλιμμένη Σκάρλετ Τζοχάνσον να υποδύεται κάτι σαν ρομπότ με ψυχή ανθρώπου, ένα «φάντασμα» του οποίου το σώμα είναι συνθετικό κελί, αποτέλεσμα πρωτοποριακού πειράματος. Αυτό το αινιγματικό πλάσμα που κάποια στιγμή θα αρχίσει να αναρωτιέται για το παρελθόν του είναι μια μηχανή θανάτου που χρησιμοποιείται για λογαριασμό κυβερνητικής υπηρεσίας που διευθύνει σε ρόλο-έκπληξη ένας θρύλος του ιαπωνικού σινεμά, ο Τακέσι Κιτάνο (προσδίδοντας την απαραίτητη δροσιά χιούμορ στην ταινία). Ο βρετανός σκηνοθέτης Ρούπερτ Σάντερς, του οποίου η πρώτη ταινία «Η Χιονάτη και ο κυνηγός» ήταν μια εξίσου πληθωρική βουτιά μέσα στο σύμπαν ενός κλασικού παραμυθιού, υποκλίνεται σε κλασικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας – από το «Blade runner» ως την «Ολική επαναφορά» – φτιάχνοντας έναν δικό του καλειδοσκοπικό εφιάλτη, του οποίου η δύναμη βρίσκεται περισσότερο στη χορογραφία του θεάματος και λιγότερο στην αρχιτεκτονική του σεναρίου. Βαθμολογία: 2 1/2
«Ciao amore… Dalida» (Γαλλία, 2016)
Φαινόμενο της ευρωπαϊκής σόουμπιζ και μία από τις πιο εκρηκτικές περσόνες στις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970, η Ιολάντα Κριστίνα Ζιλιότι, όπως ήταν το πραγματικό ονοματεπώνυμο της Δαλιδά, έχει μείνει στην Ιστορία ως ένας μύθος του ευρωπαϊκού λαϊκού τραγουδιού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Μόνο που στην πραγματικότητα, όπως μας επισημαίνει η βιογραφική ταινία «Ciao amore… Dalida» της Λίζα Αζουέλος, η Δαλιδά (που υποδύεται η Σβέβα Αλβίτι – μια πολύ καλή επιλογή) ήταν ένα συναισθηματικό κουβάρι και η ταινία δίνει έμφαση κυρίως σε αυτό: ένα μπερδεμένο, καταθλιπτικό άτομο που δεν μπορούσε να απολαύσει την ευτυχία που άπλετα απλωνόταν μπροστά του επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες. Διαλυμένη οικογένεια εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας (θυμίζουμε ότι τελικά τα… κατάφερε), σύντροφοι που επίσης αυτοκτόνησαν, αδυναμία ελέγχου τόσο της καριέρας όσο και της ιδιωτικής ζωής της. Και την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά, μια λαμπρή show woman, μια καλλιτέχνιδα που κατάφερνε να ανανεώνει το κοινό της ανάλογα με τις εποχές, μα και μια υπέροχη φωνή που παραμένει ακόμη στη μνήμη όσων την έζησαν, παρότι εφέτος κλείνουν 30 χρόνια από τον θάνατό της. Χωρίς να ξεχνά ότι έχει στα χέρια της μια τραγουδίστρια αξιολάτρευτη, η Αζουέλος μας χαρίζει με γενναιοδωρία μπόλικα τραγούδια της, αλλά εμμένει στο δραματικό υπόβαθρο της ιστορίας που εν τέλει αφήνει τον θεατή να μονολογεί «τι κρίμα, αλήθεια…». Βαθμολογία: 3
«Σε τέσσερις χρόνους» («Orphanine», Γαλλία, 2016)
Ταινία της οποίας η αφήγηση σου δίνει την αίσθηση ότι ρέει σαν νερό, στοιχείο που εντάσσει κανείς στα πλεονεκτήματά της, το «Σε τέσσερις χρόνους» παρακολουθεί φέτες από τη ζωή μερικών γυναικών (πράγματι σε διαφορετικούς χρόνους) που κάπως συνδέονται μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο που τελικά μπορεί να πρόκειται και για την ίδια γυναίκα. Μια αγέλαστη κοπέλα που για κάποιον λόγο μπαίνει στη φυλακή (Αντέλ Ανέλ), ένα πεινασμένο για σεξ θηλυκό που του αρέσει να προκαλεί τους άντρες (Αντέλ Εξαρχόπουλος), ένα ατίθασο κορίτσι που δεν τα πηγαίνει καλά με τους δικούς του (Σολέν Ριγκό), ένα κοριτσάκι που έχει χαθεί στην επαρχία (Βέγκα Κούζιτεκ). Οι ιστορίες αναμειγνύονται στο μίξερ του Αρνό Ντε Παγιέ που εδώ πειραματίζεται σε κάτι πλήρως διαφορετικό από τον συμπαγή σε αφήγηση «Θρύλο του Μίκαελ Κόλχας» που είδαμε πριν από μερικά χρόνια. Βαθμολογία: 2 ½
«Raw» («Gave», Γαλλία, 2016)
Μια φρέσκια μεν, αλλόκοτη δε κινηματογραφικά στυλάτη αλλά την ίδια ώρα οριακά απωθητική ματιά πάνω στον μύθο των βαμπίρ αποπειράται η νεαρή γαλλίδα σκηνοθέτρια Τζουλιά Ντικορνό με το «Ωμό», όπως μεταφράζεται ο ξένος τίτλος της πρώτης ταινίας της (η οποία εν Ελλάδι μεταφράστηκε από τα γαλλικά στα… αγγλικά!). Εδώ, μια εσωστρεφής νεαρή χορτοφάγος (Γκαράνς Μαριγέρ) νιώθει άγρια ένστικτα να την κυριεύουν από τη στιγμή που πηγαίνει στην ίδια σχολή κτηνιάτρων μαζί με την αδελφή της (Ελά Ρουμπφ). Γεμάτη από σκληρές σκηνές που ακροβατούν ανάμεσα στη σιχασιά και στη φρίκη (από κανιβαλισμό μέχρι εμετούς και κόπρανα ζώων), η ταινία σώζεται από τη διεισδυτική ματιά της σκηνοθέτριας, αλλά και από το στοιχείο του χιούμορ, το οποίο θα εκτιμηθεί κυρίως από τους φαν του είδους της (τρόμος), στους οποίους κυρίως απευθύνεται. Εχει κάνει πάντως αίσθηση και έχει συζητηθεί αρκετά μετά την προβολή της στο τελευταίο φεστιβάλ Καννών. Βαθμολογία: 2 ½
«Ο επιφανής πολίτης» («El ciudadano ilustre», Αργεντινή/ Ισπανία, 2016)
Η επιστροφή ενός νομπελίστα αργεντινού συγγραφέα (Οσκαρ Μαρτίνεζ) στο χωριό της καταγωγής του συνοδεύεται από μια σειρά ευτράπελων γεγονότων μέσα από τα οποία βγαίνουν διαφορετικές πτυχές από τον χαρακτήρα των ανθρώπων που ήξερε και που με τον τρόπο του τόσα χρόνια σνόμπαρε σαν να είχε αποκηρύξει. Οι σκηνοθέτες Γκαστόν Ντουπρά και Μαριάνο Κον πάνε εντελώς κόντρα στα κλισέ. Η επιστροφή που βλέπουμε μόνο γεμάτη δάφνες δεν είναι. Αντιθέτως, είναι βυθισμένη στην αμηχανία, σε κακίες, ζήλιες αλλά και αρκετή αλαζονεία από την πλευρά του συγγραφέα σε μια ταινία που κινείται ευέλικτα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, που λέει αλήθειες χωρίς να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, που δεν κάνει χατίρια ωραιοποιώντας καταστάσεις, που δεν υποκύπτει στον πειρασμό της νοσταλγίας, που ενδιαφέρεται για την αλήθεια των καταστάσεων και που κρύβει μια έκπληξη στο τέλος που μπορεί πραγματικά να σε ταρακουνήσει. Βαθμολογία: 3
«The great utopia» (Ελλάδα, 2017)
Μια κατάθεση Ιστορίας και μνήμης μέσα στην οποία ο Φώτος Λαμπρινός μιλά για τα πρώτα χρόνια του Μεγάλου Οράματος της Οκτωβριανής Επανάστασης καλύπτοντας την περίοδο 1917 – 1934, οπότε, κατά τα δικά του λεγόμενα, η Μεγάλη Ουτοπία έφτασε ολοκληρωτικά στο τέλος της. Ατού του ντοκιμαντέρ είναι ότι περιέχει αυστηρά και αποκλειστικά εικόνες της εποχής στην οποία αναφέρεται και το μόνο σύγχρονο στοιχείο του είναι η φωνή του σκηνοθέτη που ως βαθύς γνώστης της Ιστορίας αφηγείται με απλό, καθαρό λόγο τα λίγο έως πολύ γνωστά σε όλους γεγονότα. Βαθμολογία: 3
«Αναζητώντας την αλήθεια» («The shack», ΗΠΑ, 2017)
Βασισμένη στο μπεστ σέλερ «Η καλύβα» του Γουίλιαμ Γιάνγκ (εκδ. Κέδρος), η ταινία του Στιούαρτ Χέιζελντιν θέλει με τις πιο αγαθές και ενάρετες προθέσεις και μέσα σε μια χρυσαφένια παραμυθένια λογική να μας θυμίσει τη θεραπευτική δύναμη της θεϊκής αγάπης και συγχώρεσης. Δυστυχώς καθόλου δεν με έπεισαν σκηνές όπως εκείνη ενός νέου (Σαμ Γουόρδινγκτον) που μιλά με την Παντοδύναμο (Οκτάβια Σπένσερ) μέσα σε μια καλύβα ενώ εκείνη πλάθει ζυμάρι ισχυριζόμενη ότι της αρέσει ο Νιλ Γιάνγκ. Από την άλλη μεριά βέβαια, όσοι μπορούν να δεχτούν τέτοιες σκηνές, μπορούν να δεχτούν και την ταινία που προβάλλεται στο πλαίσιο του πνεύματος των Αγίων Ημερών που πλησιάζουν. Βαθμολογία: 1
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Το δέλεαρ του διαβόλου» («Devil’ s candy», ΗΠΑ, 2015) του Σον Μπέρνι. Από τη στιγμή που μετακομίζει σε ένα σπίτι όπου έχει διαπραχθεί φόνος, μια τριμελής οικογένεια, με πάτερ φαμίλια έναν χίπι ζωγράφο (Ιθαν Εμπρι) απειλείται από τον Σατανά που εν προκειμένω είναι ένας χοντρός τύπος που τρώει ζαχαρωτά και ακούει heavy metal (Προύιτ Τέιλορ Βανς). Οχι τόσο τιγκαρισμένη στα κλισέ όσο περιμένεις και ένα τουλάχιστον στοιχείο που βρήκα ενδιαφέρον: η δύναμη του Σατανά μεταφέρεται στο πινέλο του ζωγράφου που δεν μπορεί να ελέγξει τη σκέψη του. Επίσης, ενδιαφέρουσα φωτογραφία (Σάιμον Τσάπμαν). Βαθμολογία: 1 ½
«Παράνομες ζωές» («Tresspas against us», Αγγλία, 2016) του Ανταμ Σμιθ. Τρεις γενιές της διαβόητης οικογένειας παρανόμων Κάτλερ στην εξοχή του Gloucestershire της Αγγλίας, με έμφαση στη σχέση ανάμεσα στον Τσαντ Κάτλερ (Μάικλ Φασμπέντερ) και τον πατέρα του Κόντι (Μπρένταν Γκλίζον). Βαθμολογία: –
«Τα Στρουμφάκια: Το χαμένο χωριό» («Smurfs: The lost village», ΗΠΑ, 2017) της Κέλι Ασμπουρι. Τα μπλε πλάσματα συνεχίζουν τις κινηματογραφικές περιπέτειές τους σε 3D. Η κριτική δεν κρίνεται απαραίτητη. Βαθμολογία: –
Η ταινία προβάλλεται σε 151 αίθουσες του πανελληνίου σε διάφορες μορφές (μεταγλωττισμένη, με υποτίτλους, 2D και 3D)
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/