Υπάρχουν σπίτια που μιλούν με τη σιωπή τους και ένα από αυτά συνάντησα στο Θησείο. Υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την Αθήνα, αλλά στις ανηφοριές της Νηλέως, της Λυκομιδών και της Ακάμαντος, δρόμους, δηλαδή, που ευεργετούνται από τη μυθική παρουσία των ιστορικών λόφων της Αθήνας, το θέαμα ενός κατάκλειστου αρχοντόσπιτου ανακαλεί το θυμικό της πόλης.
του Νίκου Βατόπουλου
Γωνία Ακταίου και Λυκομιδών βρίσκεται αυτό το παραμυθένιο σπίτι, γνωστό στους περιπατητές, τους ασκόπως ερωτοτροπούντες με τη ρυμοτομία του άστεως. Ομως, το σπίτι αυτό, διώροφο, γωνιακό και εσωστρεφές, έχει κάτι το μυστηριακό. Ισως αυτή η αχλύ μυστηρίου να οφείλεται στην ερήμωσή του, στην υπόσχεση κρυφού ή κατεστραμμένου μεγαλείου, στην προσδοκία μιας ανάστασης. Το σπίτι αυτό ανήκει, ευτυχώς, στην Αρχαιολογική Εταιρεία και υπάρχει ελπίδα να ενταχθεί σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ.
Προς το παρόν ανήκει στο παράλληλο λανθάνον αστικό τοπίο της Αθήνας. Το τοπίο εκείνο που συναποτελείται από νεκροζώντανα σπίτια, που αντηχούν ακόμη ξερούς ήχους και υπόκωφους κρότους. Αυτά τα σπίτια ασκούν έλξη μέσα από την παραδοξότητα της νεκροφάνειας.
Μπορεί κανείς, όμως, να σκεφτεί το μέλλον του καθώς η Αρχαιολογική Εταιρεία το προορίζει για Βιβλιοθήκη Νεότερης Ιστορίας και Ιστορίας της Τέχνης. Στο σπίτι αυτό υπάρχει σχέδιο να στεγαστεί επίσης το Αρχείο Νεότερων Χρόνων της Αρχαιολογικής Εταιρείας (πρόσφατα παραδόθηκε το Αρχείο του Θεοφυλάκτου Παπακωνσταντίνου) καθώς και η κεντρική ηλεκτρονική βάση.
Η προβολή στο εγγύς ή μακρινό αύριο με την εικόνα του σπιτιού ολοζώντανη με τα ζωγραφισμένα ταβάνια του, με την ξύλινη σκάλα και τις διακοσμητικές του λεπτομέρειες να ορίζουν ένα εύκρατο σύμπαν ανοικτού ορίζοντα, αντιπαρατίθεται με την ρομαντική εικόνα του αστικού ερειπιώνα.
Το σπίτι είναι κληροδότημα της Γεωργίας Μπάρλα, αδελφής της Χαρίκλειας Μπάρλα, συζύγου του Δημητρίου Πάλλα και βοηθού του Αρχαιολογικού Σπουδαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών επί Μαρινάτου. Αυτά τα σπουδαία μας πληροφορεί η Αρχαιολογική Εταιρεία.
Εφόσον ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, η Αθήνα θα αποκτήσει ένα νέο επιστημονικό κέντρο.
Στέκομαι απέναντί του και το παρατηρώ. Οπως σε πολλά παλιά σπίτια σε προχωρημένη κατάσταση ερείπωσης, εστιάζω στον πρωτότυπο χρωματισμό. Αυτός, σχεδόν πάντα, χάνεται στην αποκατάσταση. Είναι αναπόφευκτο, γι’ αυτό τώρα είναι ευκαιρία να μελετήσει κάποιος τη βαθιά ώχρα, το θερμό χρώμα της ρόδινης τερακότας που φουσκώνει τους σοβάδες και τυλίγει το σπίτι με το χρώμα της αυγής και της δύσης. Το είδα προχωρημένο απόγευμα, οπότε το ρόδινο χρώμα τoυ έπαιρνε μοβ λάμψεις και το σπίτι τυλιγόταν σε μια νοτισμένη αύρα.
Ενιωθα την υγρασία να βγαίνει από τα κλειστά παράθυρα και να διαχέεται και μου φάνηκε, αλλά μπορεί και να ήταν αλήθεια, ότι η θερμοκρασία ήταν πιο δροσερή ολόγυρα, σαν να κατεβαίνει κανείς σε ένα κλειστό από χρόνια υπόγειο. Φανταζόμουν κιτρινισμένες εφημερίδες με ημερομηνίες που έχουν κυλήσει εδώ και δεκαετίες στο παρελθόν και κάποια σιδερένια κουτιά και μερικές σκόρπιες καρέκλες. Πιθανόν να υπάρχουν απλώς οροφογραφίες και σκιές από έπιπλα και όλα αυτά να περιμένουν να γεμίσουν ζωή. Ενα σπίτι του αττικού νεοκλασικισμού, ένα σπίτι με όλα τα παράσημα του αστικού πολιτισμού της παλιάς Ελλάδας.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή
1 Σχόλιο
Είχα σχολιάσει ξανά το θέμα σε άλλη ανάρτηση, πού δυστυχώς δεν θυμάμαι, του ωραίου αυτού άρθρου του κ.Βατόπουλου. Το θέμα είναι να ερωτηθεί και η κ.Κονιόρδου πότε θα αρχίσουν οι εργασίες αποκατάστασης του κτηρίου?