Ποιες άραγε είναι οι πρώτες ενέργειες των κατοίκων μιας χώρας αμέσως μετά την εμπλοκή της σε έναν παγκόσμιο πόλεμο;
της Κορίνας Φαρμακούρη
Οι Βρετανοί, όταν ο Neville Chamberlain ανακοίνωσε στο BBC, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, ότι η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, έδρασαν με ταχύτητα: επέστρεψαν τα βιβλία που είχαν δανειστεί στις βιβλιοθήκες, ξερίζωσαν λουλούδια και φύτεψαν λαχανικά, έραψαν κουρτίνες συσκότισης, έστειλαν τα παιδιά τους στην ύπαιθρο και… έκαναν ευθανασία στα κατοικίδιά τους.
Με αυτήν τη σκοτεινή όσο και άγνωστη σελίδα της βρετανικής Ιστορίας καταπιάνεται στο καινούργιο βιβλίο της, με τίτλο «The Great Cat and Dog Massacre», η ιστορικός Hilda Kean, υπενθυμίζοντας ένα γεγονός που, αν και προκάλεσε δημόσιο θρήνο την εποχή εκείνη, λησμονήθηκε ταχύτατα και δεν αναφέρθηκε σχεδόν ποτέ μετά το τέλος του πολέμου.
Σε μόλις μία εβδομάδα, και παρότι oι εχθροπραξίες δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει, μέσα στη «μαύρη πλήξη» που ακολούθησε την κήρυξη του πολέμου, υπολογίζεται ότι περίπου 400.000 κατοικίδια οδηγήθηκαν στην ευθανασία – σχεδόν το 25% του συνολικού πληθυσμού. Ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των Λονδρέζων που αποφάσισαν να προσφέρουν το «δώρο του ύπνου» σε ανυποψίαστους σκύλους και γάτες, ώστε δημιουργήθηκαν ουρές εκατοντάδων μέτρων έξω από κλινικές και κτηνιατρεία, προκλήθηκε έλλειψη χλωροφορμίου, ενώ υπήρξε και μεγάλη δυσκολία στη διαχείριση ενός τόσο μεγάλου αριθμού νεκρών ζώων.
Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς ποιο ήταν το κίνητρο μιας τόσο σκληρής απόφασης, την οποία πήραν χιλιάδες πολίτες, παρά τις αντιδράσεις της κυβέρνησης, των κτηνιάτρων και των φιλοζωικών οργανώσεων. Η συγγραφέας δεν δείχνει διατεθειμένη να χαϊδέψει αυτιά, καθώς δεν πιστεύει ότι η σφαγή ήταν αποτέλεσμα μαζικού πανικού – θέση που τεκμηριώνει χρησιμοποιώντας υλικό που περιλαμβάνει διαφημίσεις, ημερολόγια, συνεντεύξεις, επιστολές και δημοσιεύματα. Αντίθετα, θεωρεί ότι κάθε σχετική απόφαση λήφθηκε συνειδητά και υπήρξε αποτέλεσμα της «συγκεκριμένης προϋπάρχουσας σχέσης εντός κάθε νοικοκυριού». Με τον ίδιο τρόπο, εξάλλου, υποστηρίζει ότι λειτούργησαν και όσοι αποφάσισαν να κρατήσουν δίπλα τους τα ζώα τους, παρά τον φόβο και την αβεβαιότητα που προκαλούσε ο επερχόμενος πόλεμος.
Αν και θεωρητικά η ευθανασία των ζώων συντροφιάς έγινε για να μην υποφέρουν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την πείνα και τους βομβαρδισμούς, η συγγραφέας έρχεται στη συνέχεια να διηγηθεί συγκινητικές ιστορίες ανθρώπων και ζώων, που βιώθηκαν κάτω από ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες – κοινές εμπειρίες βομβαρδισμού, έλλειψης τροφίμων και στέγης, αλλά και αμοιβαία υποστήριξη. Η συναισθηματική βοήθεια που πρόσφεραν τα ζώα στους ανθρώπους, βοηθώντας τους να επιβιώσουν, ήταν ανεκτίμητη – αναγνωρίστηκε αργότερα, εξάλλου, ακόμα και από την κυβέρνηση.
Άνθρωποι και ζώα τρώνε από την ίδια τροφή – ένα κόκαλο για τον σκύλο μπορεί πρώτα να εξασφαλίσει λίγη σούπα στο αφεντικό του, ένα κομμάτι χέλι μπορεί να προσφερθεί, κρυφά, στη γάτα. Εκτός από τα τρόφιμα, μοιράζονται και τα καταφύγια κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών – υπάρχουν, άλλωστε, Λονδρέζοι που τοποθετούν κυματοειδή σιδερένια καταφύγια στις αυλές τους, καθώς οι τετράποδοι φίλοι τους φοβούνται να μπουν σε μεγάλα δημόσια καταφύγια. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και η χαρακτηριστική ιστορία μιας γυναίκας που οδηγήθηκε στο δικαστήριο επειδή χτύπησε έναν αστυνομικό γιατί δεν την άφηνε να μπει στο καταφύγιο με τη μαϊμού της κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής
Οι ιστορικοί δεν είναι πάντα διατεθειμένοι να ρίξουν φως σε κομμάτια της Ιστορίας που προκαλούν αμηχανία ή και ντροπή στους λαούς που τα βίωσαν – το «ολοκαύτωμα των κατοικίδιων ζώων» είναι ένα από αυτά, καθώς οι Βρετανοί συνηθίζουν να καυχώνται τόσο για τη φιλοζωία όσο και για την ψυχραιμία τους.
Μετά από δεκαετίες που οι ιστορικοί πίστευαν ότι οι τεράστιες ανθρώπινες απώλειες που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καθιστούσαν προκλητική μια αναφορά στον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσαν τα κατοικίδια στη Βρετανία, ήρθε η ώρα να αναγνωριστούν και τα τετράποδα θύματα αυτού του αιματηρού πολέμου.
Η Hilda Kean ρίχνει το γάντι στους συναδέλφούς της και φέρνει στο φως αυτή την ενοχλητική ανάμνηση που όλοι επέλεξαν να ξεχάσουν – η αντιμετώπιση της αλήθειας, εξάλλου, είναι πάντα προτιμότερη από το «θάψιμό» της.
πηγή: www.lifo.gr