Μια διαφορετική ματιά πάνω στον θρύλο του Βασιλιά Αρθούρου είναι εκείνη που ξεχωρίζει στις νέες ταινίες της εβδομάδας που και αυτή τη φορά είναι υπεραρκετές
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού» («King Arthur: Legend of the Sword», Αγγλία, 2017)
Μια ανατρεπτική ματιά πάνω σε έναν θρύλο της Αγγλίας, τον Βασιλιά Αρθούρο, υπόσχεται ο Γκάι Ρίτσι με την ταινία «Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού» («King Arthur: Legend of the Sword», Αγγλία, 2017). Σκηνοθέτης που αρέσκεται να κάνει όσο το δυνατόν πιο πικάντικο κάθε θέμα με το οποίο καταπιάνεται (αρκεί να θυμηθεί κανείς τη heavy metal εκδοχή του Σέρλοκ Χολμς του), ο Ρίτσι «βουτά» με όρεξη στον μύθο του Βασιλιά αδιαφορώντας για Ιερά Δισκοπότηρα, Στρογγυλές Τράπεζες, ακόμα και τον μάγο Μέρλιν. Εδώ θα βρούμε εξεγέρσεις καταπιεσμένων και πολιτικό υπόβαθρο, άγριες μάχες σε κάστρα με ανθρώπους και τέρατα, σκηνές βίας ανατριχιαστικής βαρβαρότητας, βιντεοκλιπίστικο μοντάζ που σε ζαλίζει (για την ακρίβεια στην αρχή το κεφάλι σου γίνεται καζάνι) και εξυπνακίστικους διαλόγους που παραπέμπουν στις «Δύο καπνισμένες κάννες» και το «Snatch» επίσης του Ρίτσι (μάλιστα σε μια με ένα κομμένο αφτί, ο Ρίτσι κλείνει και το μάτι στον Κουέντιν Ταραντίνο!). Ο Τζουντ Λο δίνει μια «σαιξπηρική» αύρα στον ρόλο του σφετεριστή της εξουσίας Bόρτιγκεν (κάτι ανάμεσα σε Αμλετ και Ερρίκο 5ο) εναντίον του οποίου εξεγείρεται ο Αρθούρος, ο οποίος στο πρόσωπο του διαρκώς ανερχόμενου Τσάρλι Χάναμ θυμίζει χούλιγκαν έτοιμο ανά πάσα στιγμή να «ξεσαλώσει». Ακόμα και τα ρούχα του παραπέμπουν σε κάτι σύγχρονο. Ολα αυτά τα στοιχεία που ο Ρίτσι χειρίζεται με στυλ καταλήγουν σε ένα πληθωρικό, ασυνήθιστο για επική περιπέτεια θέαμα, απευθυνόμενο σε σκεπτόμενο κοινό. Βαθμολογία: 3
«Ενοχή των αθώων» («Les innocentes», Πολωνία/Γαλλία, 2016)
Μια «μονομαχία» ανάμεσα στην επιστημονική λογική και στον θρησκευτικό φανατισμό δεν θα μπορούσε να σε αφήσει αδιάφορο και αυτό ακριβώς συμβαίνει με την «Ενοχή των αθώων» («Les innocentes», Πολωνία/Γαλλία, 2016). Ταινία εποχής που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, αποτελεί το πιο δύσκολο μέχρι σήμερα εγχείρημα της σκηνοθέτριας Αν Φοντέν, γνωστής από τη βιογραφία της Κοκό Σανέλ. Η ταινία εκτυλίσσεται στην Πολωνία του 1945 ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οδεύει πια προς στη δύση του. Σε ένα μοναστήρι εγκυμονούσες καλόγριες, θύματα βιασμών του στρατού των Σοβιετικών, βρίσκονται σε δίλημμα για το αν θα πρέπει να βοηθηθούν από μια γιατρό του Ερυθρού Σταυρού (Λου Ντε Λαζ) καθότι φοβούνται την αιώνια καταδίκη – την Κόλαση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ταινία θέτει τα διλήμματα των δύο πλευρών και η Φοντέν (που προέρχεται από οικογένεια καθολικών) κτίζει με φροντίδα τη δραματουργία, «αναζητώντας» υπομονετικά την ισορροπία στην κατάθεση των απόψεων. Στη μια πλευρά, οι άκαμπτες καλόγριες βλέπουν ότι κινδυνεύουν θανάσιμα αν δεν βάλουν νερό στο κρασί τους και στην άλλη, η νεαρή επιστήμων αντιλαμβάνεται ότι γοητεύεται (ή ότι νιώθει μια συμπάθεια) απέναντι σε μια στάση ζωής που μέχρι πρότινος της ήταν άγνωστη. «Η πίστη είναι 24 ώρες αμφιβολία και ένα λεπτό ελπίδας» όπως της λέει χαρακτηριστικά η βοηθός (Αγκάτα Μπούζεκ) της ηγουμένης που βλέπει ότι το πείσμα της τελευταίας μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα. Καταλήγουμε λοιπόν σε μια αντικειμενική ταινία που ποτέ δεν καταδικάζει παρά αφήνει τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του, να πάρει τη θέση που βρίσκει σωστή. Θα μπορούσε βέβαια να είναι λίγο πιο «σφιχτή» καθότι παράπλευρα θέματα όπως το περιστασιακό φλερτ της γιατρού με έναν γαλλοεβραίο ανώτερό της (Βενσάν Μακέιν) δεν προσθέτουν στην εξέλιξη της δραματουργίας παρά γεμίζουν τον χρόνο που θα μπορούσε να λείπει. Βαθμολογία: 2 ½
«Η 9η ζωή του Λουίς Ντραξ» («The ninth life of Louis Drax», ΗΠΑ, 2016),
Τουλάχιστον αμήχανο θα έλεγα ότι με άφησε η «9η ζωή του Λουίς Ντραξ» («The ninth life of Louis Drax», ΗΠΑ, 2016), τελευταία ταινία του Αλεξάντρ Αζά, γνωστού από ριμέικ ταινιών τρόμου όπως τα «Πιράνχας» και το «Αίμα στους λόφους». Εδώ, ένα αγόρι που σε όλη του τη ζωή έχει περάσει τρομερά, παραλίγο θανάσιμα μαρτύρια με την υγεία του – από ηλεκτροπληξίες μέχρι τσιμπήματα από μέλισσες – θα βρεθεί στο νοσοκομείο μετά από ένα ακόμα μυστηριώδες ατύχημα: έχει πέσει από έναν γκρεμό ενώ βρισκόταν με τη μητέρα του (Σάρα Γκαντόν) και τον πατέρα του (Ααρον Πολ). Για κάποιο περίεργο λόγο ο μικρός δεν είναι νεκρός όπως αρχικώς όλοι νομίζουν και την περίπτωσή του αναλαμβάνει ένας ειδικός νευρολόγος (Τζέιμι Ντόρναν) που τελικά μπορεί να επικοινωνήσει με το παιδί με έναν μεταφυσικό τρόπο. Το τι ακριβώς συμβαίνει με αυτό το παιδί είναι πάντα το βασικό θέμα της ταινίας, την οποία όμως ο Αζά «ντύνει» με ιδέες που αρχίζουν από την εφηβική περιπέτεια ενηλικίωσης και φαντασίας, περνούν στο οικογενειακό δράμα, κάνουν μια μεγάλη στάση στα νοσοκομεία και καταλήγουν στο θρίλερ με έντονες «χιτσκοκικές» επιρροές. Προσωπικά δεν με έπεισε τίποτε απ’ όλα αυτά και παρότι παρακολούθησα την ταινία από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της, στο τέλος δεν μου έμεινε απολύτως τίποτε από αυτήν. Και όσο για τον Ντόρναν, χωρίς το hype των «50 αποχρώσεων του γκρι», αποδεικνύεται πολύ «μικρός» ηθοποιός. Βαθμολογία: 2
Personal shopper – Η βοηθός» (Γαλλία, 2016)
Εύκολα μια ταινία όπως το «Personal shopper – Η βοηθός» (Γαλλία, 2016) μπορεί να προκαλέσει αποδοκιμασία – για να μην πω χλευασμό. Τι δουλειά μπορεί να έχουν τα μηνύματα στα κινητά με τα… φαντάσματα; Διότι αυτό φαίνεται να συμβαίνει στη ζωή της Μορίν (Κρίστεν Στιούαρτ), μιας νεαρής Αμερικανίδας που ζει στο Παρίσι όπου εργάζεται ως προσωπική βοηθός διασημοτήτων. Μαθαίνουμε ότι η Μορίν θρηνεί τον θάνατο του αδελφού της και αντιλαμβανόμαστε, όσο τραβηγμένο και αν ακούγεται, ότι τα παράξενα μηνύματα που δέχεται στο κινητό της πολύ πιθανόν να προέρχονται από τον άνθρωπο τον οποίο θρηνεί. Ε ναι, όλα αυτά ακούγονται άκρως τραβηγμένα, όμως ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς αντιμετωπίζει με ειλικρινή απορία το θέμα του, σαν να ψάχνει ο ίδιος να βρει αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί. Θέτει ερωτήματα τα οποία κρύβουν έναν βαθύτερο στοχασμό για τους τρόπους στους οποίους πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν για να διαχειριστούν το θέμα της απώλειας και του δυσβάσταχτου πόνου. Και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την κατάσταση έχει έναν γοητευτικό ρεαλισμό που μπορεί να σε παρασύρει, έστω και αν μέσα σου έχεις απορρίψει κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο να ισχύει. Βαθμολογία: 2 1/2
«Μικροί κύριοι» («Little men», ΗΠΑ, 2016)
Οπως και στο «Η αγάπη είναι παράξενη», έτσι και στη νέα ταινία του, «Μικροί κύριοι» («Little men», ΗΠΑ, 2016), ο πιο ενδιαφέρων σχολιασμός του σκηνοθέτη Αϊρα Σακς είναι για το ζήτημα της στέγασης σε μια μεγαλούπολη σαν τη Νέα Υόρκη. Στην προηγούμενη ταινία του ο γάμος δύο μεσήλικων ομοφυλόφιλων (Αλφρεντ Μολίνα, Τζον Λίθγκοου) υπήρξε αιτία σοβαρών προβλημάτων οικονομικής φύσης: πωλούν το κομψό διαμέρισμά τους και ζουν σε χωριστά σπίτια μέχρι να βρεθεί μια οικονομικά βιώσιμη λύση που θα τους επιτρέψει να συζήσουν ξανά. Στους «Κυρίους» μια αλλοδαπή μοδίστρα (η χιλιανή ηθοποιός Παουλίνα Γκαρσία της εξαιρετικής «Γκλόρια») που φρόντιζε έναν ηλικιωμένο μέχρι τον θάνατό του κινδυνεύει να χάσει τη στέγη που νοίκιαζε από τον μακαρίτη επειδή η οικογένεια του ηθοποιού γιου του (Γκρεγκ Κινίαρ) θέλει να αυξήσει το ενοίκιο. Παρά τις προσπάθειές της να καλοπιάσει τον γιο αφήνοντας μάλιστα την υπόνοια ότι ο πατέρας του ήταν και εραστής της, εκείνος μένει ανένδοτος, αφού και τα δικά του προβλήματα δεν είναι λίγα· είναι άγνωστος, παίζει σε περιφερειακά θέατρα και στο μεροδούλι – μεροφάι. Η ιδέα του Σακς να πει την ιστορία εστιάζοντας στη σχέση ανάμεσα στα παιδιά των δύο οικογενειών που δεν ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των μεγάλων και αναζητούν τον δικό τους δρόμο, στον δικό τους κόσμο, ενίοτε είναι ως και συγκινητική. Το πρόβλημα της ταινίας όμως είναι ότι κινείται σε ένα πλαίσιο τόσο έκδηλης χαλαρότητας που τελικά αυτή η χαλαρότητά της είναι που κουράζει. Βαθμολογία: 1 ½
«Η πράξη του φόνου» («The act of killing», Δανία/ Νορβηγία/ Αγγλία, 2012)
Η «Πράξη του φόνου» («The act of killing», Δανία/ Νορβηγία/ Αγγλία, 2012) του Τζόσουα Οπενχάιμερ είναι το πρώτο μέρος ενός δίπτυχου ντοκιμαντέρ για τους εγκληματίες του καθεστώτος Ανβάρ στην Ινδονησία που έγινε μετά το επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1965 (η ταινία προηγείται της «Οψης της σιωπής» επίσης του Οπενχάιμερ που παίχτηκε πριν από λίγο καιρό). Τα εγκλήματα των συμμοριτών του Ανβάρ αντιστοιχούν σε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ένα ασιατικό Ολοκαύτωμα στην κυριολεξία, και μέσω αυτής της ταινίας ένα εφιαλτικό ταξίδι σε έναν κόσμο στον οποίο σου δίδεται η εντύπωση ότι η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία. Αυτό που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει (κάτι βέβαια που είδαμε και στην «Οψη της σιωπής») είναι ότι επισημαίνει πως τέρατα σαν τον Ανβάρ και τους ακολούθους του όχι μόνον εξακολουθούν να ζουν ανάμεσά μας αλλά κομπάζουν κιόλας για τα κατορθώματα του ένδοξου παρελθόντος της νιότης τους. Από τις λίγες φορές που αφηγήσεις σε ντοκιμαντέρ μπορεί να προκαλέσουν – κυριολεκτικά – εμετό (αποκλειστικά στο Τριανόν από την Παρασκευή 12 Μαΐου). Βαθμολογία: 3
Bαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/